Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Οι παραδοχές



1/ Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος,

2/ Παρόλα αυτά είμαι αρκούντως «ευγενική» ως χαρακτήρας,

3/ Έχω εμμονές,

4/ Έχω μεγάλες αντοχές,

5/ Παρόλα αυτά υπάρχουν πράγματα για μένα, που εγωιστικά τα λέω "τα πολύτιμα μου" που εάν μου τα αγγίξεις θα ευχόσουν να ήμουν απλά ένας μη εύκολος άνθρωπος,

6/ Μετά από χρόνια εξάσκησης έχω τιθασεύσει μέσα μου αυτό της κοκκινομάλλας, που έλεγε και ένα φίλος για μένα, ίσως γιατί το πήρα απόφαση ότι δεν είμαι κοκκινομάλλα,

7/ Αυτός είναι ο χώρος μου. Μ’ αρέσει όπως είναι και κάποιες φορές μ’ αρέσω και εγώ. Μ’ αρέσει που αυτοί που έμειναν ήταν σχεδόν όλοι όσοι ήθελα να μείνουν,

8/ Α, γιατί θα το ξεχνούσα: Δεν μου αρέσουν οι κανόνες, εάν και τώρα με τα παιδιά υποχρεώθηκα να βάλω κάποιους και σε αυτά και σε μένα,

9/ Στο blog μου δεν θεώρησα σκόπιμο να βάλω κανόνες. Και αυτό γιατί πιστεύω ότι το ύφος του καθενός μας, μιας και επί της ουσίας αυτό είναι που κρίνεται σε πρώτη φάση, είναι και αυτό που βάζει τα όρια σε αυτούς που το διαβάζουν,

10/ Έχω μια υποχόνδρια σχέση με το «χυδαίο» σε οποιαδήποτε μορφή του. Εντάξει στη τέχνη όχι, αλλά και εκεί είναι φορές που αισθάνομαι ότι προσβάλλομαι. Βέβαια τώρα που μεγάλωσα, κατάλαβα ότι ο καλλιτέχνης δεν το κάνει με σκοπό να προσβάλλει προσωπικά εμένα και το αντιπαρέρχομαι πια,

.11/ Αυτή μου η σχέση με το «χυδαίο» με έχει κάνει πολλές φορές να τα παρατάω. Είναι ίσως και η μόνη φορά που παρατάω πράγματα. Σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι ότι η νομική συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που εγώ θεωρώ χυδαία. Ή μήπως συμπεριλαμβάνεται; Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Είμαι σίγουρη ότι εάν το πρώτο βιβλίο που είχα διαβάσει με το που πέρασα στη σχολή δεν ήταν ένα του Μπακούνιν περί νόμων ίσως και να είχα πάρει τελικά πτυχίο. Εντάξει το κόβω.

Γιατί τα γράφω; Σαν απάντηση σε ένα σχόλιο που δεν μου άρεσε. Και η απάντηση που έδωσα στο σχόλιο δεν μου άρεσε. Μου φάνηκα αγενής και δεν μου αρέσει καθόλου όταν μου φαίνομαι αγενής. Από την άλλη δεν μου αρέσει να σβήνω σχόλια, ας είναι και δικά μου. Ότι γράφτηκε γράφτηκε.

Ένοιωσα όμως την ανάγκη να τα γράψω και τα γράφω. Γιατί και τελειώνω:

12/ Εμένα είναι να μην μου ‘ρθει.

Υ.Γ. Πλάκα πλάκα σαν τις δώδεκα εντολές βγήκε το κειμενάκι.


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2007

In the mood for love










Για την Κερασιά

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007

Διάλλειμα










Με την αρμόζουσα στο story μουσική. Τώρα βέβαια έπαιξε ρόλο και το ότι είδαμε τα "Ιπτάμενα στιλέτα" στο Star.

Προς το παρόν στο μπαρ σερβίρονται μόνο κρεμμύδια και φυστίκια αιγίνης, πάντα κομμένα σε κύβους φυσικά.

Κινέζικο - καλαμάκια (Μέρος τρίτο)

(άχρηστη πληροφορία)

(Συνέχεια από την προηγούμενη μέρα)

Τα μεθυσμένα χρώματα* σχολιάζοντας το πρώτο ποστ έγραψαν: «διαβάζω Αντώνης, Διονύσης, Ευθύμης, Αλέξης, κινέζοι....όλοι να δουλεύουν σκληρά για τα καλαμάκια...εσύ τι έκανες βρε; μανικιούρ ή περμανάντ;;».

Υποκατηγορία: Το ψιλόκομμα

Την άλλη μέρα πρωί με την αυγούλα επιστρέψαμε στο χώρο του φεστιβάλ. Τον Ευθύμη και τον Διονύση τους είχαμε αφήσει εκεί και πάλι για τους λόγους που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο ποστ. Ο Αντώνης και ο Αλέξανδρος έφτασαν στο χώρο λίγο καθυστερημένοι, γιατί ήρθαν με τα πόδια, μιας και με τα τσιμπιδάκια φρυδιών στα χέρια δεν τους ήταν εύκολο να βρίσκουν στις τσέπες τους το αντίτιμο για το εισιτήριο του λεωφορείου. «Ο καλύτερος φίλος που απέκτησα ποτέ» έφερε τα υπόλοιπα κρεμμύδια, που είχε φροντίσει να καθαρίσει το βράδυ, για την παρασκευή της κρεμμυδόσουπας για τα άτομα που θα έκαναν περιφρούρηση στο χώρο. Οι τρεις κινέζοι μας περίμεναν όρθιοι και παραξενεμένη ρώτησα που ήταν ο ελληνόφωνος κινέζος. Σαν να κατάλαβαν τι τους είπα γύρισαν και οι τρεις και μου δείξανε με το χέρι τους προς μια κατεύθυνση, Ο ελληνόφωνος κινέζος ήταν καθισμένος πάνω στον ίδιο κορμό που τον είχα τοποθετήσει με τόση φροντίδα την προηγούμενη μέρα και έμοιαζε να μην έχει μετακινηθεί ούτε μία στιγμή από εκεί. «Καλά δεν έφυγε αυτός από εκεί» ξαναρώτησα γυρνώντας το κεφάλι μου προς τους τρεις κινέζους. Οι μουγκρίζοντες - χαμογελώντες και στον υπόλοιπο χρόνιο αμίλητοι κινέζοι είχαν εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο. «Στα δέντρα που γελάνε» μου είπε ο Αντώνης με το γνωστό μακάριο ύφος του, βγάζοντας παράλληλα μια τρίχα από τα φρύδια της Ελένης. Βλέπετε είχε αποφασίσει, να μην πάει χαμένη αυτή η νέα εργασιακή προοπτική όπου είχε ανοιχτεί μπροστά του και έτσι είχε αρχίσει να τσουρομαδάει ότι φρύδι έβρισκε μπροστά του, με αποτέλεσμα ο γυναικείος πληθυσμός της οργάνωσης να κάνει ουρά έξω από το σπίτι του.. Σαστισμένη, μη καταλαβαίνοντας, γύρισα προς τα γνωστά δέντρα και είδα τρία από αυτά να έχουν λυγίσει από τα γέλια. Όσο και πεις σκέφθηκα είμαστε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Όμως ήμουνα υποχρεωμένη να χαλάσω αυτή την θεραπεία γέλιου των δέντρων και των κινέζων, μιας και σήμερα ήταν η μέρα που ξεκινούσε το φεστιβάλ και ακόμα προκοπή ιδιαίτερη δεν είχαμε κάνει. Στράφηκα προς τον ελληνόφωνα κινέζο και του είπα «φώναξε τους να ξεκινήσουμε, εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα, θα τα βολέψω μόνη μου». «Εντάξει μου είπε, αλλά πες σ’ αυτόν με τα κρεμμύδια να σταματήσει να τραγουδάει». Γύρισα και κοίταξα προς «τον καλύτερο φίλο που απόκτησα ποτέ» και τότε κατάλαβα γιατί ήταν «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ». Αφού χωρίς να του πω τίποτα πήρε τα κρεμμύδια του, τις μπύρες του και μου είπε «εγώ το κεφάλι σου κόβω, χατίρι δεν σου χαλάω» και αποχώρησε προς το περίπτερο με τα καλαμάκια. «Πάει και αυτό είπα στον ελληνόφωνο κινέζο, μπορούμε τώρα να αρχίσουμε. Τι πρέπει να κάνουμε;» «Κύβους» μου είπε.

Για μια στιγμή νόμισα ότι πάει αυτός τα έπαιξε και ένας πανικός με έπιασε. Με έναν κινέζο υπό κατάρρευση τι υπό, στα βάραθρα ήταν, τρεις που τους είχαν βουτήξει σε αέριο γέλιου και δεν λέγανε να συνέλθουν, τον Αντώνη να κάνει τον αισθητικό στις γυναίκες της οργάνωσης, τον Αλέξανδρο με κρίση ταυτότητας, διότι ξέχασα να σας πω ότι ο Αλέξανδρος αποτελούσε θαυμαστό δείγμα της θεωρητικής πλευράς της οργάνωσης. Ακόμα θυμάμαι την ημέρα που τον πρωτογνώρισα. Ψηλός, αδύνατος, με όψη και κόψη που θύμιζε Λαπαθιώτη και αντίστοιχη παιδεία, μεγαλωμένος με τις πάλαι ποτέ αρχές μια καλής αστικής οικογένειας, με δύο θείες και ένα κανίς για την ακρίβεια, με πλησίασε μπροστά στο κυλικείο της σχολής και μου ζήτησε να γίνει στέλεχος. Σε πρώτη φάση και επειδή τα χρόνια ήταν δύσκολα και η ώρα μόλις εννιά το πρωί, φλέρταρα με την ιδέα να τον παραδώσω στο Νίκο, που κάτι τέτοιους φερέλπιδες νέους τους έτρωγε για πρωινό. Πως ήταν «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» με τα κρεμμύδια; Κάπως έτσι και ο Νίκος με τα φιλόδοξα και ελπιδοφόρα νιάτα. Εκτιμώντας ότι αυτό μπορεί όμως να ήταν και επικίνδυνο ακόμα και για την ακεραιότητα του νέου, καθώς και το γεγονός ότι ο Νίκος είχε έρθει στη σχολή κατευθείαν από το Καζαντζιδικό και έπινε ήδη το τρίτο του μολότοφ (sprite με κονιάκ) μπας και συνέλθει, έχουσα και αυτήν την ιδιοσυγκρασία της μάνας από τότε μέσα μου, γύρισα και είπα στον Αλέξανδρο που με κοίταζε με προσμονή. «Καλό μου παιδί για να γίνεις στέλεχος πρέπει πρώτα να γίνεις μέλος και επίσης βλέπεις αυτόν το ψηλό με το μουστάκι, μην τον πλησιάσεις μέχρι να σου πω εγώ». Για να μην πλατειάζουμε το πρόβλημα ήταν μεταφραστικό. Βλέπετε ο Αλέξανδρος είχε διαβάσει τους θεωρητικούς στο πρωτότυπο και η ακριβής απόδοση της έννοιας μέλος ήταν στέλεχος. Μέλος ήθελε να γίνει και μετά από το λύσιμο της παρεξήγησης μέλος έγινε. Τέλος πάντων ο Αλέξανδρος αδυνατούσε να τοποθετήσει αυτή τη διαδικασία μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο που θα του επέτρεπε να την κατανοήσει, άσε που με τα τσιμπιδάκια φρυδιών κολλημένα στα χέρια του, δεν μπορούσε να ξύσει και το κεφάλι του γεγονός που σαφέστατα θα του επέτρεπε να μπορέσει να σκεφθεί καλύτερα. Τον έβαλα δίπλα στο ελληνόφωνα κινέζο και του ζήτησα να του κάνει παρέα, θεωρώντας ότι η παιδεία του ενός και η από τη φιλοσοφία του λαού του απορρέουσα στάση ζωής του άλλου, θα τους επέτρεπε να συμβιώσουν μέχρι να τελειώσει το φεστιβάλ.

Αφού έλυσα και αυτήν εκκρεμότητα και είπα στον Διονύση και στον Ευθύμη να πάνε στην εξέδρα που τους χρειαζόντουσαν για να κρεμάσουν τα φωτάκια, διότι ελπίζω να θυμόσαστε ότι αυτοί και η σκάλα πλέον αποτελούσαν και επίσημα τη μισή υλικοτεχνική υποδομή του φεστιβάλ, γύρισα και με όση ψυχραιμία μου απέμενε ξαναρώτησα : «Όταν λέτε κύβους τι ακριβώς εννοείτε;». «Όταν λέω κύβους εννοώ κύβους» μου είπε. «Τα πάντα στη κινέζικη κουζίνα καταλήγουν σε κύβους» μου είπε ο ελληνόφωνος κινέζος φωνάζοντας παράλληλα το σεφ. Ότι αυτό δεν ήταν κάτι καλό το κατάλαβα, αφενός γιατί και οι τρεις κινέζοι είχαν σταματήσει να γελάνε και αφετέρου γιατί το μάτι του ελληνόφωνου κινέζοι είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει κάτι από την παλιά του ζωντάνια.

Και εδώ μεθυσμένα μου χρώματα* μπαίνουν οι γυναίκες και εγώ μαζί. Γυναίκες τρεις. Εγώ, η Ελένη με μισοβγαλμένο φρύδι και η Όλγα με βγαλμένα όλα της τα φρύδια, μιας και υπήρξε η πρώτη που επάνω της ξεκίνησε την καριέρα τους ως αποτριχωτής ο Αντώνης. «Πρώτα θα κόψετε κύβους τα φιστίκια, με τον τρόπο και με το μέγεθος που θα σας υποδείξει ο σεφ» είπε ο ελληνόφωνος κινέζος. Εμείς τα φιστίκια τα είχαμε δει και μάλιστα είχαμε συνεννοηθεί με τους άλλους να τα χτυπήσουμε το βράδυ με τα σχετικά ποτάκια. Βλέπετε είχαμε θεωρήσει ότι ήταν η ευγενική προσφορά του κεντρικού Ρήγα για επιβράβευση των κόπων μας. Γιατί κάθε χρόνο μας κάνανε και από ένα δωράκι για τους κόπους μας, γενναιόδωρη προσφορά πάντα κάποιου κομματικού μέλους. Πέρσι ας πούμε, μας δώσανε από έναν ωραιότατο κάβουρα. Όχι αυτόν που περπατάει ανάποδα, το ζωντανό, τον άλλο που σφίγγεις σωλήνες, προσφορά της οργάνωσης των ιδιοκτητών σιδηροπωλείων. Ακόμα τον έχω αυτό τον κάβουρα. Τέλος πάντων τα φιστίκια δεν ήταν για μας ήταν για το κινέζικο. Και εδώ αγαπητοί μου αναγνώστες ξεκινάει ο εφιάλτης. Έχετε δοκιμάσει να ψιλοκόψετε φιστίκι αιγίνης; Θα προσπαθήσω να το περιγράψω. Παίρνεις το φιστίκι (καθαρισμένο πάντα), αφού το ακινητοποιήσεις, με δύο αποφασιστικές αλλά πλήρους ακριβείας κινήσεις αφαιρείς τα δύο στρογγυλά κομμάτια ένθεν και ένθεν, έτσι που να μείνει ένα κομμάτι φιστικιού που να θυμίζει εν δυνάμει κύβο. Τώρα αυτό έτσι που το ακούτε σας φαίνεται απλό, αλλά άμα ήταν απλό θα το κάνανε οι κινέζοι; Πέρα από το να σου κάτσει το φιστίκι ακίνητο και υπάκουο, το ζητούμενο δεν είναι να κόψεις απλά τα περιττά κομμάτια, αλλά το κάθε φιστίκι που κόβεις σε κύβο να είναι ίσιο με τα υπόλοιπα φιστίκια. Τρέχα και φυστικογύρευε δηλαδή. Κάθε φιστίκι περνούσε από εξονυχιστικό έλεγχο από το σεφ, ο οποίος μας τάραζε στα μπινελίκια (στα κινέζικα πάντα) όταν το φιστίκι ήταν μικρότερο του αναμενόμενου ή μας το επέστρεφε να το διορθώσουμε όταν ήταν μεγαλύτερο του προτεινόμενου μεγέθους. Πριν ακόμα τελειώσουμε το ψιλόκομμα των φιστικιών είχαμε ήδη το θύμα της ημέρας, Η Ελένη, η μόνη που δεν φορούσε γυαλιά στην οργάνωση, κατέληξε «βοηθάτε χριστιανή την αόμματη», εξαιτίας της Όλγας, που ο σημαντικός βαθμός μυωπίας της την δυσκόλεψε αρκετά, με αποτέλεσμα στο τέλος να σφάζει και όχι να κόβει τα φιστίκια, τα οποία εξαιτίας της πίεσης που εξασκούνταν επάνω τους χοροπηδούσαν και εκσφενδονιζόντουσαν σαν τρελά από εδώ και από εκεί με τελικό αποδέκτη τα μάτια της μη διοπτροφόρου ωραίας Ελένης, διότι όχι να το παινευτούμε αλλά ήμασταν ωραία κορίτσια εμείς οι Ρήγισσες. «Τα μάτια μου, τα μάτια μου» φώναζε η Ελένη, «τα νεύρα μου, τα νεύρα μου» φώναζε η Όλγα, «τα φιστίκια μου μέσα» φώναζε στα κινέζικα ο σεφ, να μην τα πολυλογώ κάπου 15 κιλά φιστίκια αιγίνης τα καθάρισα μόνη μου, την οργάνωση μου μέσα.

Συνεχίζεται (την ίδια μέρα, ούτε μεσημέρι δεν είχε φτάσει ακόμα)

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007

Κινέζικο - καλαμάκια σημειώσατε: 2 (Μέρος δεύτερο)

(αυτό ξαναπές το)

(Συνέχεια από την προηγούμενη μέρα)

Υποκατηγορία: Τα κρεμμύδια

Την άλλη μέρα πρωί με την αυγούλα επιστρέψαμε στο χώρο του φεστιβάλ. Τον Ευθύμη και τον Διονύση τους είχαμε αφήσει εκεί, γιατί δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί τρόπος ή ανάλογο μεταφορικό μέτρο να μεταφέρει δύο, ως σιαμαίους ενωμένους με μια σκάλα στο σημείο ένωσης. Επίσης ο, έχων το γενικό πρόσταγμα του φεστιβάλ, τότε γραμματέας του Ρήγα, τους είχε χρήσει υπεύθυνους για την υλικοτεχνική υποδομή του φεστιβάλ. Μη φανταστείτε τη μισή την είχαν ενσωματώσει πάνω τους. Τους πλαγιάσαμε με προσοχή και φροντίδα, τους σκεπάσαμε με σλίπινγκ μπανγκ, αφού πρώτα τους ποτίσαμε και τους ταΐσαμε και υποσχεθήκαμε ότι πρωί πρωί θα είμαστε στη θέση μας. Πράγμα που έγινε. Διότι εκείνα τα χρόνια όλοι μας ήμασταν δέσμιοι του συνδρόμου των 3, 4 τεσσάρων, όλο τα μπερδεύω, σωματοφυλάκων. Δεν το συζητώ οι κινέζοι ήταν ήδη εκεί με το γνωστό βλέμμα «τώρα θα σας δείξουμε τσογλάνια τι θα πάθετε». Θυμάστε πως ήταν οι δικαστές στη ταινία με τον Ρίτσαρντ Γκιρ; έ αυτό το βλέμμα εννοώ. Νοιώσαμε να μας διαπερνά ένα ρίγος, αλλά πάλι όρκο δεν παίρνω. Όμως όλα έδειχναν ότι η μέρα θα ήταν δύσκολή. Οι κινέζοι φαινόντουσαν αποφασισμένοι να μας γονατίσουν, μέχρι να κλάψει ακόμα και ο πιο σκληρός από εμάς…………

Ο ελληνόφωνος κινέζος με σατανικό βλέμμα και ύφος είπε. «Σήμερα θα καθαρίσουμε και θα ψιλοκόψουμε κρεμμύδια»….’Έκανε παύση και περίμενε τις αντιδράσεις. Τότε ακούστηκε η γνωστή φωνή του «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» «Εγώ, εγώ. Εγώ τα κρεμμύδια όλα τα κρεμμύδια!!!!!!!!». Ο ελληνόφωνος κινέζος είπε «δεν έχουμε χρόνο όλοι θα κόψουν κρεμμύδια». Ως άλλος Οβελίξ που εκλιπαρεί για Ρωμαίους «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ», είπε με τη γνωστή αποφασιστική φωνή του, «εγώ παίρνω τα κρεμμύδια και τέλος». Ο κινέζος με κοίταξε ως να ζητούσε βοήθεια, αλλά εγώ είπα με νυσταγμένη φωνή, γιατί το πρωινό δεν ήταν τότε και η ώρα μου, «αυτός θα καθαρίσει όσα κρεμμύδια θέλει. Εάν βαρεθεί συνεχίζουμε εμείς». Ευθύς «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» θρονιάστηκε σε παρεπιδημούντα κορμό δέντρου, που εκτελούσε χρέη σκαμπό και τράβηξε μπροστά του το πρώτο σακούλι με κρεμμύδια (20-30 κιλά θα σας γελάσω). Σε εκείνη τη φάση εγώ έφυγα για καφέ. Επέστρεψα μετά από λίγη ώρα, Ρηγίτικη ώρα πάντα. Θα προσπαθήσω τώρα να σας μεταφέρω τη σκηνή.

Ξεκινάω:

Μουσική υπόκρουση: Μαντουβάλα

Τραγούδι: «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ»

Ηθοποιοί: Ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ, τα κρεμμύδια και σε βουβό αλλά μεστό συναισθημάτων ρόλο ο ελληνόφωνος κινέζος, με ύφος ίδιο με εκείνο της χήρας του Μάο μπροστά στο στρατιωτικό δικαστήριο

Σκηνικό: Δέντρα που γελούσαν. Δηλαδή όχι ακριβώς τα δέντρα, αλλά οι υπόλοιποι κινέζοι και Ρηγάδες, Είχαν πιάσει από ένα δέντρο και γελούσαν ως έλληνες μετά τη μάχη στα Δερβενάκια.

«Ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» μόλις που ξεχώριζε μέσα από μια τεράστια στίβα κρεμμυδιών, που άλλα καθάριζε και άλλα έτρωγε πίνοντας μπύρες και τραγουδώντας Καζαντζίδη.

Είναι αυτές οι στιγμές που πείθουν ακόμα και τον πιο δύσπιστο για την υπεροχή του γένους μας έναντι όλων των άλλων.

Πήρα το σοβαρό μου ύφος και με στοργή απίθωσα τον αποσβολωμένο και φανερά με κρίση ταυτότητας ελληνόφωνα κινέζο σε έτερο παρεπηδημούντα κορμό, σκουπίζοντας του με στοργή τα δακρυσμένα του μάτια και αλλάζοντας του φανέλα του είπα ότι «δεν φταίει αυτός» και στο κάτω κάτω δεν του έδωσε δα και να πιεί ζουμί από κόλλυβα.

Τέλος πάντως το καθάρισμα των κρεμμυδιών τελείωσε, μείον μισό σακούλι φύρα. Όσα «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» δεν έφαγε, τα πήρε για να του φτιάξω στιφάδο ένα κουνέλι, που μου είχε στείλει η θεία μου η Παναγούλα, καθώς και κρεμμυδόσουπα για το βράδυ της περιφρούρησης. Έτσι ήταν «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ». Ποτέ τα κρεμμύδια δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την αδηφάγο λατρεία του για αυτό το είδος βολβών. Βολβοί εάν δεν απατώμαι είναι τα κρεμμύδια.

Σιγά σιγά η ζωή επέτρεψε στο περίπτερο των κρεμμυδιών. Ένας ένας επέστρεψαν όλοι σκουπίζοντας με διακριτικότητα τα δακρυσμένα, τώρα από το γέλιο από τα κρεμμύδια θα σας γελάσω, μάτια τους.

Έτσι αγαπητοί μου αναγνώστες, μπορεί στο ερώτημα, εάν η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο να μην μπορώ να απαντήσω, μπορώ όμως σίγουρα να σας συστήσω να την συνδυάσετε με κρεμμύδια…

Συνεχίζεται (την επόμενη μέρα)

Κινέζικο - καλαμάκια σημειώσατε 1 (Μέρος πρώτο)

(λέμε τώρα)

(H Ισμήνη σχολιάζοντας το προηγούμενο ποστ έγραψε: Ο "άλλος" Ρήγας τώρα το μόνο που μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά είναι ότι διοργάνωνε ωραία φεστιβάλ. Με τα πιο νόστιμα σουβλάκια -καλαμάκια που έχω φάει ποτέ!!! )


Και εγώ θυμήθηκα:

Σεπτέμβρης του 85 νομίζω, γιατί ως γνωστόν ου γαρ έρχεται μόνο. Ετοιμάζαμε το φεστιβάλ του Ρήγα στη παραλιακή. Τι ποια παραλιακή; Μόνο η Θεσσαλονίκη δικαιούται να χρησιμοποιεί αυτό τον όρο και ας λέτε οι υπόλοιποι ότι θέλετε. Εκείνη τη χρονιά φιλοξενούσαμε μια αντιπροσωπεία από τη Κίνα, τμήμα της οποίας ως ένδειξη καλής θέλησης θα μας βοηθούσε να φτιάξουμε και ένα περίπτερο με κινέζικη κουζίνα. Στην ερώτηση ποια οργάνωση θα δούλευε μαζί της «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» σήκωσε το χέρι του και φώναξε με εκείνο το γνωστό ξεσαλωμένο παοκτσίδικο ύφος του «εμείς, εμείς». Σε ερώτηση μου γιατί το έκανε μου απάντησε: «για δύο λόγους» Ένας ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να μάθουμε και καμιά καλή κινέζικη συνταγή εκ των έσω και το δεύτερο ξέχασε να μου τον πει. Και εδώ ήταν και το μεγάλο λάθος μου, ότι ξέχασα και εγώ να τον ρωτήσω. Διότι «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» εκτός από παοκτζής είχε και αυτός μια λιχούδικη σχέση με τη κουζίνα, όχι μόνο ως καταναλωτής αλλά και ως παρασκευαστής μπινελικίων, όπως έλεγε και ο ίδιος και μεταξύ μας μια χαρά τα κατάφερνε, εάν εξαιρέσεις μια εμμονή που τον έπιασε για ένα διάστημα να βράζει κόλλυβα και να πίνει το ζουμί τους, η οποία ευτυχώς για όλους μας του πέρασε γρήγορα, γιατί είχαμε καταντήσει αντί για καλημέρα να λέμε «θεός συγχωρέστον» και αντί για καληνύχτα «ζωή σε λόγους σας», διότι όπως υποστήριζε το παραπάνω ρόφημα ήταν βάλσαμο για το ταλαιπωρημένο από οινοποσία στομάχι και το σέρβιρε μέσα στη μαύρη νύχτα. Εγώ ως είναι γνωστόν χατίρι σε φίλο δεν χαλάω και έβγαλα την πρέπουσα κραυγή «στο κινέζικο αδέλφια μου και αδελφές μου στο κινέζικο». Έτσι περιχαρής με τα τεφτέρια μας στο χέρι για να αντιγράψουμε τις συνταγές κατεβήκαμε στο χώρο του φεστιβάλ.

ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Τέσσερεις χαριτωμένοι κινέζοι μας περίμεναν, εμφανώς σαλταρισμένοι, γιατί είχαν πάει από τις πέντε και η ώρα όταν πήγαμε εμείς είχε φτάσει 12, 1:00, 2:00 θα σας γελάσω, γιατί ο χρόνος είναι σχετικός, το είπε και ο Αϊνστάιν, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στους κινέζους. Συστηθήκαμε, ο ένας από αυτούς μιλούσε ελληνικά, καθότι είχε σπουδάσει στη φιλοσοφική, οι άλλοι τρεις δεν μιλούσαν και μέχρι την τελευταία μέρα βάζαμε στοίχημα ότι ούτε μιλούσαν ούτε άκουγαν, σε τακτά χρονικά διαστήματα μόνο χαμογελούσαν και μούγκριζαν. Αφού ξεπεράσαμε, χωρίς να δημιουργήσουμε διπλωματικό επεισόδιο, το θέμα του ετεροχρονισμού στη θεώρηση της έννοιας πρωί, αρχίσαμε οι 25 Ρηγάδες που ήμασταν εκεί να μοιράζουμε τα περίπτερα μας. Ο ομιλών κινέζος και οι αγαλματάκια αμίλητα ακούνητα κινέζοι του μας κοιτούσαν με εκείνο το στωικό βλέμμα των κινέζων και αφού τελειώσαμε ο ομιλών ελληνικά κινέζος γύρισε και είπε και στους 25 ταλαίπωρους που ήμασταν εκεί «Οι υπόλοιποι πότε θα έρθουν;». Κοιταχτήκαμε απορημένα, γιατί πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα είχαμε πετύχει μια συσπείρωση της τάξης του 100% για διοργάνωση ρηγίτικου φεστιβάλ και μάλιστα για αυτή συγκεκριμένη ώρα. «Ποιοι άλλοι;» ρωτήσαμε «Μα για να δουλέψουν, μας απάντησε, με το ζόρι εσείς φτάνετε για το κινέζικο περίπτερο.» Κοιταχτήκαμε και τότε καταλάβαμε τι σημαίνει η φράση όλα αυτά είναι κινέζικα για μένα. Επίσης εκείνη τη μέρα οι κινέζοι για πρώτη φορά στην ιστορία τους έχασαν την περιβόητη στωικότητα τους και χρειάστηκαν δύο ώρες για να συνέλθουν και να επικοινωνήσουν με το χώρο. Του φεστιβάλ εννοώ. Τέλος πάντων το πήρανε απόφαση, γιατί για να αποχωρήσουν με ένα ταρατατζούμ δεν είχαν την δυνατότητα, δεν τους το επέτρεπε και η φιλοσοφία τους και μας ακολούθησαν στο περίπτερο που θα διαμορφωνόταν σε κινέζικο εστιατόριο.
Και εκεί αγαπητοί μου αναγνώστες (γιατί εγώ έχω πολλούς) καταλάβαμε και τι σημαίνει ο όρος κινέζικα βασανιστήρια.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

Φαναράκια, φαναράκια, φαναράκια και ξανά μανά φαναράκια. Τώρα θα μου πείτε τι ζόρι τραβάς εσύ με τα φαναράκια; Εγώ συγκεκριμένα κανένα, ο Ευθύμης με τον Διονύση τράβηξαν το χειρότερο γιατί περιφέρανε στη κυριολεξία ένα κινέζο πάνω σε μια σκάλα να κρεμάει φαναράκια. Άμα οι άλλοι τρεις αμίλητοι κινέζοι μούγκριζαν το φαναράκι κατοχύρωνε τη θέση του και η σκάλα με τον κινέζο πάντα επάνω προχωρούσε προς την επόμενη θέση, άμα οι αμίλητοι κινέζοι παράμεναν αμίλητοι η σκάλα έκανε μικρά βηματάκια δεξιά και αριστερά μέχρι να ακουστεί το πρέπον μουγκρητό. Δύο ώρες αυτός κρεμούσε φαναράκια, δύο μέρες κάναμε εμείς να ξεκολλήσουμε τη σκάλα από τα χέρια του Ευθύμη και του Διονύση, είχε γίνει προέκταση των χεριών τους ένα πράγμα. Επίσης διαπιστώσαμε ότι οι κινέζοι, οι αμίλητοι ντε, όταν δεν τους έβλεπε κανένας γελούσαν κιόλας, όταν μετά το τέλος της διαδικασίας τους βρήκαμε πίσω από ένα δέντρο να γελάνε σε έξαλλη όμως κατάσταση.


Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ

(όχι δεν ήρθε η ώρα των συνταγών ακόμα)

Υποκατηγορία: Η βάση

Ο Κινέζος μάγειρας, ο σεφ τους, είχε ζητήσει κοτόπουλα και ψάρια. Κοτόπουλα και ψάρια τους φέραμε. «Τα κοτόπουλα» πρώτα είπε ο σεφ. Επειδή ο Διονύσης με τον Ευθύμη είχαν το γνωστό πρόβλημα με τη σκάλα, δράση ανέλαβε ο Αντώνης, περιχαρής διότι τι μπορεί να σου κάνει ένα κοτόπουλο; Ένα κοτόπουλο και μάλιστα κατεψυγμένο τίποτα. Ένα κοτόπουλο με ένα κινέζο όμως μπορεί να αποδειχθεί από επικίνδυνος έως δολοφονικός συνδυασμός και ας είναι κατεψυγμένο, το κοτόπουλο εννοώ, όχι ο κινέζος. Πήρε λοιπόν μια από τις πολλές σακούλες των πενήντα κοτόπουλων ο Αντώνης και περιχαρής την απόθεσε στα πόδια του Κινέζου φύλαρχου, ουπς σεφ ήθελα να πω και ετοιμάστηκε να φέρει και άλλες. Καμιά τρακοσαριά κοτόπουλα μη φανταστείτε κανένα τραγικό νούμερο. «Που πας» ακούστηκε η φωνή του ελληνόφωνου κινέζου. «Να φέρω τα υπόλοιπα» είπε ο Αντώνης σε άπταιστα ελληνικά, γιατί τότε μίλαγε ακόμα. «Όχι πρώτα θα φτιάξεις αυτά.» «Δηλαδή;» είπε ο Αντώνης τρομοκρατημένος, διότι αυτός να κόβει αλά κινέζικα δεν ήξερε. «Θα τα καθαρίσεις» του είπε ο κινέζος. «Δηλαδή;» ξαναείπε ο Αντώνης, ο οποίος να σημειωθεί ότι είχε ένα αξιοπρεπέστατο IQ και καταλάβαινε και τον Γκοντάρ, που εγώ πρέφα δεν παίρνω από Γκοντάρ, μεταξύ μας μόνο τον Αντώνη έχω γνωρίσει να καταλαβαίνει τον Γκοντάρ. «Θα τους βγάλεις τις τρίχες.» «Ποιες τρίχες;» είπε ο Αντώνης, ξανακοιτάζοντας για σιγουριά τις σακούλες, «μαδημένα είναι τα πτηνά». «Και αυτό εδώ τι είναι;» είπε ο Κινέζος υπεροπτικά και του έδειξε μια υποψία τριχοφυΐας στο λαιμό του πτηνού. Ο Αντώνης είχε και μυωπία δεν την είδε την τρίχα, αλλά ο σεφ την είδε, οι άλλοι κινέζοι μούγκρισαν, κατοχυρώθηκε η τρίχα υπήρχε. «Ωραία» είπε ο Αντώνης ανασύροντας παιδικές μνήμες από το χωριό «να τα καψαλίσουμε.» Τι ήταν να το πει αυτό. Ο ελληνόφωνος κινέζος δήλωσε ότι αποχωρεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ο σεφ έβγαλε το σκούφο και επέμενε να τον δώσει στον Αντώνη να τον φάει μαζί με τον τριχωτό λαιμό του πτηνού, ο Διονύσης με τον Ευθύμη προσπαθώντας να βοηθήσουν έριχναν απανωτές κουτουλιές στη σκάλα που δεν έλεγε να ξεκολλήσει και οι δύο γνωστοί κινέζοι την είχαν πάλι κάνει για το γνωστό δέντρο. Τότε εγώ, ως σωστή γραμματέας τότε της οργάνωσης, πήρα τη κατάσταση στα χέρια μου και είπα «Αντώνη στα κοτόπουλα τώρα». Η αλήθεια είναι ότι ως γραμματέα ο Αντώνης με είχε γραμμένη, αλλά μια αδυναμία ως κολλητάρι μου είχε και αφού μου ζήτησε να είμαι για τα επόμενα χρόνια η συνοδός του στο σινεμά από Γκοντάρ και πάνω μιλάμε, βάλτε και τον παλιό γιαπωνέζικο σινεμά, για να μην θυμηθώ τις εναλλακτικές σκηνές, δέχτηκε να επιστρέψει. Ρώτησε λοιπόν πως το καλό εάν δεν τα καψαλίσουμε τα κοτόπουλα θα βγάλουμε τις τρίχες. «Με αυτό!» αναφώνησε, περιχαρής για τη νίκη του, ο σεφ. «Τι αυτό;» είπαμε και οι οκτώ που ήμασταν εκεί και πλησιάσαμε πιο κοντά για να το δούμε. Γιατί τώρα που τα ξαναθυμάμαι πολλούς μύωπες είχε ο Ρήγας Νομικής εκείνα τα χρόνια. Γενικώς και ειδικώς. Και τότε παρουσιάστηκε μπροστά μας η φρίκη σε όλο της το μεγαλείο. Δυο ωραιότατα τσιμπιδάκια φρυδιών. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο Αλέξανδρος προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει στα κοτόπουλα, έτσι για να μην είναι ο Αντώνης μόνος του. «Ξεκίνατε, είπε ο κινέζος να βγάζετε τις τρίχες, ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΤΡΙΧΕΣ». Και πιστέψτε με έβγαλαν όλες τις τρίχες, αφού κάθε κοτόπουλο που τελείωναν περνούσε από εξονυχιστικό έλεγχο και εάν του είχε μείνει καμιά τρίχα επέστρεφε προς αποκατάσταση. Όταν ο Αντώνης και ο Αλέξανδρος τελείωσαν και με τα 300 κοτόπουλα, για να μην ακούω αηδίες για υπερπαραγωγές τριακόσιους του Λεωνίδα κ.λ.π., αυτό ήταν υπερπαραγωγή ή όπως είπε και ο Αντώνης κλαίγοντας πάνω στον ώμο του Αλέξανδρου «όλα τα περίμενα ότι θα γίνω με πτυχίο από τη νομική, αλλά αισθητικός σε κοτόπουλα ποτέ»….......Βέβαια, πέρα από το υπαρξιακό, με αυτούς τα πράγματα ήταν καλύτερα, καθότι όσο και να πεις ελάχιστοι παρατηρούσαν ότι είχαν από ένα τσιμπιδάκι φρυδιών ο καθένας κολλημένο στα χέρια του και ήταν και από τους πρώτους που έμαθαν να τρώνε με ξυλάκια, όταν βέβαια ξεφορτώθηκαν τα τσιμπιδάκια. Όσο και να πεις τα ξυλάκια μπροστά στο να τρως με τσιμπιδάκια φρυδιών είναι παιχνίδι.

Συνεχίζεται (η επόμενη μέρα)

Κυριακή 25 Μαρτίου 2007

O tempora o mores!


«Όταν η διοίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμη ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζει τα άρματα και να τιμωρεί τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του».

Ρήγας Φεραίος: Τα Δίκαια του Ανθρώπου, Άρθρο 35



Μπήκα στη Νομική το 1981, ιστορική χρονιά. Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η δεξιά στη γωνία (μη βαράτε έτσι λέγανε τότε), το ΚΚΕ τι είχανε τι χάσανε, κανέναν δε χάσανε, εκτός από αυτούς που τους πήρε μαζί του ο δημιουργός και δεν φρόντισαν να αφήσουν απογόνους κοντινούς ή μακρινούς να συνεχίσουν τον αγώνα και εμάς - το ΚΚΕ Εσωτερικού εννοώ - στο ρόλο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ωραία χρόνια. Με το καλώς όρισες στο Πανεπιστήμιο φάγομε κατακούτελα τον δικό μας Νόμο Πλαίσιο, το παλέψαμε, ψηφίστηκε από τη Βουλή, έγινε νόμος του κράτους και επιστρέψαμε με τη λογική της διαχείρισης της κρίσης ως κοινότητα και άλλα ηρωικά που δεν τα θυμάμαι πια. Βρέθηκα στη Νομική από σπόντα, μιας και για αλλού ξεκίνησα και αλλού η ζωή με πήγε και ήμουν ήδη 19 στα 20. Εάν προσθέσεις ότι ήδη έκλεινα 8 χρόνια στο Ρήγα, αυτό μου επέτρεψε να δω και να καταλάβω τις διαφορές στις νέες γενιές που ακαδημαϊκά ήμασταν συνάδελφοι αλλά ηλικιακά και όχι μόνο μας χώριζαν πολλά και όχι ασήμαντα όπως φάνηκαν στη πορεία. Η γενιά που πέρασε με μένα, γενιά των πρώτων Πανελληνίων ήταν παιδιά πιεσμένα με αρκετές εκπτώσεις στη ζωή τους για να καταφέρουν να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη θέση στη πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά κρατώντας ακόμα μια επαφή με τον κόσμο έξω από τη σχολή, με μια σχέση ακόμα με τη πολιτική και την κοινωνία (άσχετο: ποιός θυμάται άραγε τα περί κοινωνίας και των αντιφάσεων της;).

Ήταν θυμάμαι τρία χρόνια μετά όταν ήρθε μια φουρνιά που έμοιαζε να διαφέρει από τις άλλες. Έχοντας από την πλευρά της Ενότητας τη καθοδήγηση των πρωτοετών, είχα αυτό της μαμάς και του χαζοχαρούμενου βλέπετε, θυμάμαι ότι ξεκίνησα να τους μιλάω για αυτό που εκείνο τον καιρό μας βασανίζεσαι ως αριστερούς άνθρωπους και μέλλοντες δικηγόρους, μιας και σκοπεύαμε να προχωρήσουμε και σε κατάληψη της σχολής για αυτό. Ήταν μια πρόταση που κατέβαζαν οι δικηγορικοί σύλλογοι περί μείωσης της ποιότητας και βελτίωσης της ποσότητας των δικηγόρων, όπου προαπαιτούμενα ήταν πτυχία από 7 και πάνω και μια εξεταστική διαδικασία στην οποία η αποτυχία κάποιου σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δικηγόρος. Αφού είπα το πόνο μου ως όφειλα περίμενα να ακούσω τι θα μου λέγανε. Ένας σήκωσε το χέρι του και με ρώτησε τι έτος είμαι. «Στο τρίτο» του είπα. «Ωραία, μου είπε, μπορείς να μου πεις ποιο είναι το βιβλίο των Αρχών του Αστικού;» Αρχή χρονιάς από τη μία, εγώ και η εκπαιδευτική διαδικασία όχι και οι καλύτεροι φίλοι από την άλλη, του είπα ότι το έχω πάρει αλλά δεν ξέρω ποιο είναι. Τον είδα ότι μαζεύτηκε το ίδιο και οι περισσότεροι που ήταν εκεί. Ρώτησα: «Συγνώμη ρε παιδιά τι τρέχει με το βιβλίο των Αρχών;» Είπε πάλι το καλό παιδί. «Μας είπαν ότι είναι από τα πιο δύσκολα μαθήματα και θέλουμε να το αρχίσουμε από φέτος». «Καλά λέω την επόμενη φορά θα μαζέψω πληροφορίες και θα σας πω. Τώρα να συνεχίσουμε τη κουβέντα για το θέμα της άσκησης». Μη τα πολυλογώ γρήγορα κατάλαβα ότι κανένα από τα παιδιά που ήταν εκεί δεν τα αφορούσε αυτή η ιστορία, αφού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι είχαν λύσει το πρόβλημα της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, άσε που θεωρούσαν το 7 ένα απλά ικανοποιητικό βαθμό για να πάρει κανείς το πτυχίο του. Το τι «άμα γράψω κάτω από οκτώ κόψτε με» υπέγραφε τα γραπτά στις εξετάσεις έκτοτε δε λέγεται. Εμείς το 8 το χρησιμοποιούσαμε μόνο για δικαιολογίες του στυλ «έχω οκτώ αδελφές να παντρέψω περάστε με», τέλος πάντων δεν είναι αυτό το θέμα μας. Εγώ και εκείνη η χρονιά πήραμε συναινετικό διαζύγιο, αφού εγώ δήλωσα ότι δεν ξαναπαίρνω πρωτοετείς, οι δε πρωτοετείς είπανε «τι μας στείλατε κάποιον που δε ξέρει τα μαθήματα της σχολής». Αμοιβαία η εκτίμηση μωρό μου που λένε ένα πράγμα. Άντεξα δύο χρόνια ακόμα στη Νομική, μετά τη παράτησα και ησύχασα. Κατέβαινα πια στις εκλογές να ψηφίσω, τα πράγματα στο κόμμα πήγαιναν κατά διαόλου, οι τάσεις μας τραβάγαμε δεξιά και αριστερά, μια η πάλη μέσα στους θεσμούς, μια η πάλη έξω από τους θεσμούς, μια μέσα στα όργανα, μια έξω από τα όργανα, μια να γίνουμε κόμμα εξουσίας, μια ο Κύρκος με τη φυσαρμόνικα, βρήκα και το Γιώργο τον ερωτεύτηκα είπα ένα αϊ σιχτίρ και έμεινα σπίτι να ζω τον έρωτα μου και να μαγειρεύω. Το '86 ήρθαν και με βρήκαν και μου είπαν ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τη δεύτερη έδρα (μέχρι τότε παίρναμε δύο έδρες στο Δ.Σ). Κατέβηκα στη συνέλευση. Ρώτησα «που είμαστε εμείς ρε παιδιά;» «Εκεί, μου είπαν, κάτω από τη ΔΑΠ. Έλα έχουμε συνάντηση πριν τη συνέλευση». Οι περισσότεροι παλιοί είχαν φύγει, όχι για να μαγειρέψουν όπως εγώ, κανονικά με πτυχίο, το πάνω χέρι πια το είχαν οι νέοι μαζί και τα παιδιά εκείνης της χρονιάς που περιέγραψα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε θυμάμαι ότι σε κάποια φάση μου έκανε εντύπωση η εμμονή των πρωτοετών στην έννοια προοδευτικός σε σημείο παρεξηγήσεως του στυλ «ποιος είπες προοδευτικό ρε;» Και αυτό έκανα, παρεξηγήθηκα. Είπα «παιδιά τι προοδευτικοί και αηδίες αριστεροί είμαστε τι φιλελεύθερες μπούρδες είναι αυτές;» Ποιος είδε τους πρωτοετείς και δεν τους φοβήθηκε. Τι θα χάσουμε τους ψηφοφόρους μας άκουσα, Τι ότι ο όρος αριστερός αριστερά, αριστερό λειτουργεί ανασταλτικά και φοβίζει άκουσα, τι θα έχουν πρόβλημα άκουσα, μόνο ότι φοβούνται μην τους συλλάβουν δεν άκουσα. Ότι τα πήρα τα πήρα, αλλά είχα υποσχεθεί και γαύρο στους άντρες μου και μεζέ για ουζάκι, είχα βαρεθεί κιόλας, ο έρωτας είχε αμβλύνει τη τάση σφαλιαρίσματος που είχα παλιά, είπα «άντε να επιστρέψουμε στη ρημαδοσυνέλευση να ησυχάσουμε να γυρίσω σπίτι», είχα ξεχάσει να αγοράσω και μαϊντανό και όσο να ναι γαύρος στο φούρνο χωρίς φρεσκοκομμένο μαϊντανό δε λέει και γυρίσαμε στη συνέλευση. Σοφή κίνηση. Μια χαρά ψήφιζαν οι χαρές μου, προοδευτικά και ανώδυνα έως πολιτισμένα και έτσι την έκανα πολύ νωρίτερα από ότι υπολόγιζα και όχι μόνο έφτιαξα γαύρο αλλά και γαρίδες σαγανάκι, χωρίς φέτα τις μισές, γιατί εγώ τις τρώω χωρίς φέτα. Καλαμαράκια δε τηγάνισα, αλλά ο λόγος που δεν έφτιαξα αρκεί να αποτελέσει από μόνος του θέμα για άλλο ποστ και με την ανομβρία έμπνευσης που έχει πέσει δε λέει να τον κάψω. Δε ξαναγύρισα στη σχολή στη κυριολεξία όμως. Ψέματα γύρισα για την ορκωμοσία του Γιώργου από όπου έχω και τη σχετική φωτογραφία. Η ώρα της δικής μου ορκωμοσίας δεν έχει έρθει ούτε αυτή ακόμα, αλλά και αυτό είναι σαν τα καλαμαράκια, θέμα για άλλο ποστ.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Δε ξέρω γιατί, αλλά τα θυμήθηκα διαβάζοντας το κείμενο περί απαξίωσης των Ελλήνων πολιτών που κυκλοφορεί αυτό τον καιρό στη μπλογκόσφαιρα.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2007

Είμαι μάνα εγώ;


Μπήκε τρέχοντας χωρίς να χαιρετήσει για να γυρίσει μετά από λίγο φορώντας τις πυτζάμες της και κρατώντας στο ένα χέρι το παντελόνι που φορούσε στο πάρτι και στο άλλο ένα χαρτί. Το παντελόνι ήταν σκισμένο, το χαρτί ήταν διπλωμένο. Το παντελόνι της σκίστηκε ενώ έπαιζε ξύλο με ένα σάκο μποξ στον παιδότοπο, ή τουλάχιστον έτσι είπε μετά από εξονυχιστική ανάκριση, όπου για να καταλήξουμε στην πιο πιθανή χρειάστηκε να εξαντλήσει όλη της τη φαντασία. Μεταξύ μας ακόμα δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε, αλλά μαζί με τη φαντασία της εξαντλήθηκαν και οι αντοχές μας.

Είναι περίεργο αλλά μου στοίχισε που σκίστηκε αυτό το παντελόνι. Το είχαμε πάρει στη Νερίνα όταν ήταν 4 χρονών, τζίν κεντημένο με παράξενα λουλούδια. Η Νάσια είχε διαλέξει ένα ζευγάρι ροζ κεντημένες παντοφλίτσες, τις οποίες φρόντισε να τις δείξει σε όποιον βρήκε μπροστά της στην Ερμού. Κάτι σε εικαστικό δρώμενο είχαμε καταντήσει. Ακόμα και ο καλός άνθρωπος, που κάνει το αγαλματάκι που έλεγε η Νερίνα, για μια στιγμή έχασε την αυτοσυγκέντρωση του και θαύμασε το ποδαράκι με τη ροζ παντόφλα που αυθάδικα τεντώθηκε μπροστά του. Είναι περίεργο το πόσα πράγματα θυμάται κανείς και αφορούν σε γεγονότα που δεν σηματοδότησαν τίποτα. Το παθαίνω συχνά από όταν ήρθαν στη ζωή μου. Ξεχνώ σημαντικά πράγματα, αλλά ότι έχει σχέση μ' αυτές ανεξάρτητα έντασης ή σημασίας αρκεί μια τόση δα αφορμή για να τα θυμηθώ.

Και μετά μου έδωσε ένα απο τα γνωστά χαρτάκια της διπλωμένο με προσοχή. "Για σένα" μου είπε. "Εσύ να μην το δεις" είπε στον πατέρα της και ένοιωσα η χειρότερη στρίγγλα του κόσμου......


Ποτέ την Κυριακή


Σε πείσμα όλων των ανοιξονταμπλοβαρεμένων του μπλογκοχωριού και όχι μόνο, αυτό το blog αποφάσισε να απέχει των εορτασμών για την εθνική επέτειο και το Πάσχα και πειθαναγκαστικά αναφωνεί «ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»!!!!

Ως εκ τούτου το πρόβλημα το έχουν οι Ιταλοί, Ελβετοί, οι κάτοικοι των Γρεβενών και λοιποί βόρειοι λαοί, στις χώρες των οποίων χιονίζει καλοκαιριάτικα.

Εμείς ως συλλογικό blog που είμαστε τη Κυριακή θα πάμε όλοι μαζί για μπάνιο στη θάλασσα ως άλλες Ίλια και βάλε!!!!

Ουγκ και πάλι Ουγκ και βαρύς μου φαίνεται φέτος ο καπνός της πίπας.

Επίσης με βάση το γεγονός ότι οι πορτοκαλιές γύρω μου ανθίζουν μέσα στο κατακαλόκαιρο, δύο τινά ισχύουν:

1/ Ή ότι αυτά περί καταστροφής του περιβάλλοντος, φαινόμενου του Θερμοκηπίου κ.λ.π ισχύουν,

2/ Ή όντως βαρύς έπεσε και σ’ αυτές ο καπνός της πίπας του αρχηγού που έλεγα παραπάνω.

Εγώ πάντως προς τη δεύτερη τείνω….

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

Πρωινό ξύπνημα




Καλημέρα. Σήμερα η μέρα μάλλον ψηφίζει Άνοιξη. Χθες πάντως ψήφισε Καλοκαίρι δαγκωτό. Εάν δε πιστέψουμε τους μετεωρολόγους η πρόθεση ψήφου της για αύριο είναι Χειμώνας ή έστω Συνασπισμός (Φθινόπωρο-Χειμώνας- Άνοιξη και ένα μήνας συνεργαζόμενος από το Καλοκαίρι). Εγώ πάλι λέω "κόψτο το ρημάδι να ησυχάσουμε"!!!!

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

Και αν αλλάξαμε λόγια βαριά


Γύρισε! Ναι το φορητό μου γύρισε σπίτι. Μετά από 2,5 μήνες συνεχούς απουσίας είναι πάλι κοντά μου. Πόσο θα μείνει μη ρωτάτε. «Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουν πολλές», ειδικά που για να ανοίξει κάνει ένα πεντάλεπτο, αλλά για την ώρα ξεπέρασε το τέταρτο χωρίς να χρειαστεί να το ξεβιδώσω και να το ξαναβιδώσω. Ένα βήμα τη φορά. Εγώ βέβαια για καλό και για κακό αγόρασα και ένα πακέτο βίδες να έχω, γιατί την προηγούμενη φορά εξαιτίας του μεγέθους τους μου βγήκε η πίστη να τις ψάχνω στο μπουρμπουλί χαλί της κουζίνας, μπουρμπουλί σε μαύρο φόντο για την ακρίβεια, ενώ τώρα μια αρχοντιά. Χάνεις βίδα, άλλη βίδα. Την άλλη βίδα τη γνωστή δε ξέρω που στο λύκο την έχασα, εάν υποθέσουμε ότι την είχα από την αρχή και την έχασα στη πορεία. Ευχαριστώ που μοιράζεστε τη χαρά μου, φεύγοντας μην ξεχάσετε να σερβιριστείτε βίδες............

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Εγώ τώρα πρέπει να ανησυχώ;


Εγώ έχω ένα ταλαίπωρο λογαριασμό mail στο in.gr, που τον χρησιμοποιώ σπάνια, για να είμαι ακριβής τον χρησιμοποιώ τώρα πια εξαιτίας της ενασχόλησης μου με το blog.

Ο παραπάνω λογαριασμός έχει επιδείξει μιαν αξιοθαύμαστη τάση αυτονόμησης από τον χειριστή του, ναι εμένα εννοώ. Μηνύματα παίρνει παράπονο δεν έχω, αλλά για να στείλει έχει επιλέξει την part time απασχόληση. Γιατί; Μην με ρωτάτε. Δεν δοκίμασα να το ρωτήσω γιατί εγώ σέβομαι τον εργαζόμενο, άσε που πιστεύω ότι τα πάντα γίνονται για κάποιο λόγο σε αυτή τη ζωή. Και όπως θα δείτε παρακάτω, δεν έχω άδικο.

Έτσι λοιπόν για κάποια μηνύματα που έπρεπε οπωσδήποτε να στείλω και αφού η λύση των ταχυδρομικών περιστεριών αποσύρθηκε ως μη συνάδουσα με την φιλοζωική κατεύθυνση της οικογένειας, πλην του Μαντού που τα κυνήγαγε να τα φάει, διότι δεν μπορώ να ζητήσω από το ζωντανό να είναι φιλόζωο και μόνο που δέχεται να ζει μαζί μας αποδεικνύει τα φιλάνθρωπα ει μη τι άλλο συναισθήματα του, τι έλεγα; Α για να μπορέσω λοιπόν να στείλω τα μηνύματα μου ζήτησα από τον καλό μου να μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τον δικό του λογαριασμό. Τώρα θα μου πείτε: «Γιατί κυρά μου δεν άνοιγες έναν άλλο λογαριασμό;» Ποιος σας είπε ότι δεν το έκανα, Το έκανα. Τρεις έχω ανοίξει μέχρι τώρα, μπορεί και τέσσερεις. Μόνο που δεν θυμάμαι με τι όνομα τους άνοιξα ή ποιο password χρησιμοποίησα. Και μην ξαναρωτήσετε «Γιατί καλή μου κυριούλα δεν τα γράφατε κάπου;». Όσο και να πονάει η απάντηση θα τη δώσω και αυτήν. Το έκανα και αυτό. Μόνο που όλα αυτά βρίσκονται μέσα στο σκληρό δίσκο του φορητού μου –τον θυμάστε τον φορητό μου που είχε πάει στην Αθήνα για σέρβις στις 7 Γενάρη, γύρισε στις 1 του Φλεβάρη και ξαναέφυγε στις 2 του Φλεβάρη όπως γύρισε και ακόμα τον περιμένω- ο οποίος, ο σκληρός δίσκος εννοώ- ακολούθησε αυτή τη φορά το φορητό μου σε αυτό το ταξίδι στην πρωτεύουσα. Και έτσι η μόνη λύση ήταν το mail του καλού. Αφού πέρασα με επιτυχία το βάσανο να θυμάμαι όλο το μακρινάρι που έχει βάλει για κωδικό, που μόνο το πότε πέφτει το Πάσχα δεν έχει βάλει μέσα, αλλά μην ανησυχείτε θα το βάλει τον άλλο μήνα, διότι αυτό το μήνα έχει την ημερομηνία γέννησης του Κολοκοτρώνη, μιας και το διεστραμμένο του μυαλό- όσον αφορά την σύνταξη κωδικών, γιατί κατά τα άλλα και μόνο το ότι παντρεύτηκε εμένα αποδεικνύει το συμπαγές και κατασταλαγμένο του χαρακτήρα του- μαζί με όλα τα άλλα προσθέτει και ημερομηνίες παρμένες από το εορταστικό ή επετειακό ημερολόγιο του μήνα. Επίσης επειδή έχει φτιάξει αναλυτικό κατάλογο κωδικών όλου του έτους, ξέρει κανείς εκτός από τη γέννηση της Jolie στις 4 Ιούνη τι άλλο έχει συμβεί εκείνη την ημέρα, γιατί αρνείται εντόνως ότι επί τούτου επέλεξε την συγκεκριμένη ημερομηνία για τον Ιούνη μήνα. Τέλος πάντως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι κάθε φορά που κατεβάζω τα mail μου πια πέφτω σε διάφορα περίεργα του στυλ: "Make every woman to Love You!" Και ακολουθεί ένα κατεβατό. Σήμερα λοιπόν κατάλαβα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή και ο παραπάνω αναφερόμενος με συμπεριφορά ταλιμπάν λογαριασμός δεν είναι ένα τσογλάνι του κερατά αλλά ο καλός άγγελος ταγμένος στη σωτηρία του γάμου μου. Θα μου πεις «Καλά ρε παιδάκι μου από ένα μήνυμα το κατάλαβες;». Όχι είχα πάρει πολλά μηνύματα, αλλά όλα αφορούσαν καταλόγους φαρμακευτικών σκευασμάτων που από ότι μου είπε ο καλός μου όταν τον ρώτησα τα στέλνουν σε όλους. Αυτό ήταν ένα άλλο μήνυμα. Διαφορετικό και από μηνύματα του στυλ «Σε περιμένω. Η για πάντα δική σου Λίτσα» που κατά καιρούς διάβαζα στο mail του. Διότι το επιχείρημα του ήταν αποστομωτικό. Με ρώτησε «ξέρεις εσύ καμία Λίτσα;». «Από πού βγαίνει το Λίτσα;» ρώτησα εγώ.» «Από το Ελπινίκη» μου απάντησε. Εγώ Λίτσα από Ελπινίκη δεν ήξερα, μια από Εφταλία ήξερα, αλλά δεν ήταν αυτή. Τώρα όμως το πρόβλημα πήρε διαστάσεις. Ξέρετε πόσες every woman ξέρω εγώ.;


Τετάρτη 14 Μαρτίου 2007

Πρωινό ξύπνημα



Καλημέρα με το δεξί. Χέρι εννοώ, το αριστερό έχει μουλαρώσει και αρνείται να συνεργαστεί. Έκανα και το γνωστό τεστ: Φώναξα "μονόπετρο από τον Καίσαρη" και αυτό τίποτα. Αγαλματάκι αμίλητο και ακούνητο. Εάν συνεχιστεί αυτή μη διάθεση συνεργασίας της αριστεράς μου πρώτα με την δεξιά μου και μετά με το πρόσωπο μου (αναφορά στη γνωστή παροιμία) θα προχωρήσω στη λήψη δραστικών μέτρων. Θα αγοράσω ΤΟ μονόπετρο και θα το φορέσω σε δάχτυλο του δεξιού χεριού. Για θεραπευτικούς και μόνο λόγους πάντα. Έτσι είναι άμα είναι για την υγεία σου τύφλα να έχει και η περιουσία σου. Για την ακρίβεια όχι "σου", "του" θα ήταν σωστότερο να λέμε. Διότι καλές αναγνώστριες σάρκα μια ναι, τσέπη μια όχι, ειδικά εάν αφορά τη δική σας τσέπη. Και με αυτό το ηθικοπλαστικό δίδαγμα σταματώ, γιατί έτοιμο το κόβω το δεξί μου χέρι να ζητήσει επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και υπερωρίες..


Τρίτη 13 Μαρτίου 2007

ΈΒΔΟΜΗ ΤΈΧΝΗ

















Το παιχνίδι: επτά ταινίες όχι οι αγαπημένες μου, αλλά μέσα στις σταθερές προτιμήσεις μου για ολονύχτιες προβολές>

Το ζήτησαν: τα μεθυσμένα χρώματα

Το συνεχίζουν: Γιώτα, Κερασιά, just me, Διαιρέτης, mhxeirotera, άμμος και ραψωδία.
(Συγνώμη που δεν βάζω link αλλά η τενοντίτιδα καλά κρατεί)




Δευτέρα 12 Μαρτίου 2007

εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα

Kyrie, h en polles amarties

Thn elegan Helen, Ellhnoamerikana, theia ths manas mu. Mas episkeptotan sxetika syxna mexri ta mesa ths dekaetias tou 80. Htan idioktitria gnostou kosmimatopoliou ths Neas Yorkhs. Ezise plousia ke entona, gnorise diasimotites ke galazoematus, arnithike ton gamo pismatika, “it wasn’t my thing” elege. Gia mena, to megalytero ths epiteugma htan to oti den eixe parei pote ton eauto ths sta sovara.

Thn thimame ntimenh me ta aerina ta emprime foremata ths, eixe perasei ta evdominta, to aristero ths xeri htan gemato ametrita lepta vraxiolia, sto afti eixe panta ena louloudi, me safh protomish ston ivisko.

Apo ta ksaderfia mu ksexorize tyo. Thn Kikh pu koritsi mikro tote elege sthn Helen anekdota me asemno pariexomeno, ta opia h teleutea apolamvane idieteros, ke emena. O logos ths simpathias ths pros to prosopo mu paramenei ena mistirio, isos to ekane apo lipish. Ke esy an me evlepes agaphte anagnosta tha me liposun. Ypervaros, afirimenos ke ntimenos san sintaksiuxos.

H Helen ezise thiellodeis desmous. O teleuteos htan me ena Kyprio fitith pu spudaze sthn Nea Yorkh. Otan o nearos autos epestrepse sto nisi, enkatelipse aprosmena ta enkosmia ke klistike se monastiri. Otan to emathe h Helen sinklonistike, mesa se liges meres vrethike sthn Kypro. Hthele pasi thisia na ton dei gia mia teleutea fora, kati san “teleuteon aspasmon” as pume. Den eixe skopo oute na ton metapisei oute na tou zhthsei eksigiseis.

Htan apogeuma Pempths. O pateras mu odiguse, sth thesh tu sinodigou h Helen, sto piso kathisma ego. H Helen foruse ena mavro forema, kokkino kapelo ke kratuse mia megalh dermatinh tsanta, ta matia ths kaliptontan apo kati terastia gialia hliou. Meta apo 2 peripou ores ftasame sto monastiri. Zhthse na dei ton sinkekrimeno monaxo pu molis thn antikrise ekane metavolh ke xathike. Arnithike na ths milisei, arnithike akomh ke na tin kitaksei. Den ton adiko, etsi ofile ke etsi eprakse. Den amfisvito thn orthotita ths prakshs tu, aporripto omos thn sklirotita ths.

Thn eida ligo argotera kathismenh sto arxontariki, eixe vgalei ta gialia hliou, eixe gyrei to kefali sto maksilari mias misofthermenhs polythronas ke eklege me ligmous. Hmhn tote 8 eton. Thn eikona auth den prokite na thn ksexaso pote. Den vlepeis syxna mia hlikiomenh gyneka na odirete gia enan atyxh erota klismeno se monastiri.

Sthn epistrofh den eipe leksh. Thimotan, siopuse ke eklege. Den skoupize ta dakria ths, pios o logos afu akoluthusan alla ki alla…

Auth htan h teleutea episkepsh ths sto nisi. Akoluthise h ypotroph ths asthenias ths. Pethane thn Anoiksh tu 1991 sto diamerisma ths.

Hrthe tis proalles sto domatio mu. Kontostathike sthn porta. Foruse ena aerino forema me laxouria, sto kefali ths lampirizan dekades mikra diamantia. “H zoh einai gia na thn zoume honey” eipe glykopikra. Epita proxorise pros to krevati mu, evgale ton yvisko apo to afti ke ton apothese sto maksilari to keno. Meta apoxorise, pliris hmeron.

To domatio kratise ligo apo to fos pu eksepempe h tiara ths. Fos ilaron.

Ystera xarakse h mera.

Υ.Γ. 1. Ζήτησα να μου επιτρέψουν να αναδημοσιεύσω τα κείμενα που για τη γέννηση τους οι λέξεις μου υπήρξαν η αφορμή. Ο "mhxeirotera" ήταν o pemptos που δέχτηκε.

Υ.Γ.2. Διευκρινίζω για όσους δεν ξέρουν το παιχνίδι των πέντε λέξεων ότι το παραπάνω κείμενο δεν έχει γραφεί απο εμένα, εγώ απλά έδωσα τις πέντε λέξεις και ζήτησα από τoν "mhxeirotera" να γράψει ένα κείμενο που να περιέχει αυτές τις λέξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν το κείμενο που διαβάσατε.




εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα

Η Μάγισσα Ιωάννα



kerasia 09.03.07


«…Η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι
που ‘χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει…»

«Σαράντα βαθμοί έξω και τον Καζαντζίδη στο ραδιόφωνο, γαμώ την τύχη μου…»,
σκέφτηκε κι έριξε μια ακόμα κλεφτή ματιά στο ταξίμετρο να δει τι είχε γράψει μέχρι τώρα. Τα αυτοκίνητα δεν προχωρούσαν καθόλου. Μέσα σε ένα τέταρτο είχαν διανύσει 100 μέτρα… Και το ταξί σκυλοβρομούσε… Άνοιξε τέρμα και το άλλο παράθυρο, για να μπει λίγο αέρας.
- «Πολύ ζέστη σήμερα, κοπελιά…» της είπε χαμογελώντας πονηρά, κοιτώντας με λαγνεία το αβυσσαλέο ντεκολτέ της.«Αυτό μου’ λειπε τώρα, να μου πιάσει και κουβέντα…», σκέφτηκε· «…Κοίταζε, μαλάκα, όσο θέλεις, αλλά μη μιλάς…».Τον έβλεπε που την κοίταζε μέσα από τον καθρέφτη· αφού χόρτασε βυζί, άρχισε να κοιτάζει τα πόδια της.

- «Δεν μου λες, κομποσκίνι είναι αυτό;», τον ρώτησε, ύστερα από λίγο μπας και τον ξενερώσει.

- «Ναι, το’ φερα πριν δυο χρόνια από το Άγιο Όρος μαζί με τούτη την εικόνα του Άη Γιάννη… Πιστεύεις, κοπελιά;»

Ο εκφωνητής των ειδήσεων την έβγαλε από τη δύσκολη θέση: «Την τελευταία του πνοή άφησε πριν από λίγο, σε ηλικία 85 ετών, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ στο νοσοκομείο Τζεμέλι της Ρώμης, όπου είχε εισαχθεί μετά τη νέα υποτροπή που παρουσίασε η υγεία του το βράδυ της Πέμπτης. Πολωνικής καταγωγής, ο κατά κόσμον Κάρολος Βοϊτίλα, εκλέχθηκε πάπας στις 16 Οκτωβρίου του 1978 και έγινε ο πρώτος μη-Ιταλός Πάπας τα τελευταία 455 χρόνια. Σταθερά αντίθετος στην έκτρωση, υπερασπίστηκε την παραδοσιακή άποψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι στη διάρκεια της θητείας του αγιοποίησε πολύ περισσότερους ανθρώπους από κάθε προηγούμενο Πάπα. Αναφέρεται ότι, μέχρι τον Οκτώβριο του 2004, είχε αγιοποιήσει συνολικά 1.340 ανθρώπους. Συνεχίζουμε με τις αθλητικές μας ειδήσεις…».

«Τι πες τώρα…1.340 αγίους… δηλαδή μόνο εμάς δεν έκανε άγιους ο Ιωάννης, κοπελιά…», της είπε χαμογελώντας πλατιά.

«Πάω στοίχημα ότι έχει και ένα χρόνο να πλύνει τα δόντια του»,
σκέφτηκε και του γύρισε:

- «Κι εσύ τι ζόρι τραβάς με το πόσους αγίους έκανε ο πάπας;»

- «Ρε κοπελιά, μπας και είσαι καθολικιά;»
τη ρώτησε μισοαστεία, μισοσοβαρά.

Ευτυχώς η συζήτηση δεν θα πήγαινε μακριά.

- «Φτάσαμε, όπου μπορείς μ’ αφήνεις».

- «Τι εδώ είμαστε;»

- «Ναι».

- «Κοπελιά, εδώ δουλεύεις;»

-
«Ναι εδώ δουλεύω, υπάρχει κανένα πρόβλημα;»

- «Όχι, ρε κοπελιά… κανένα πρόβλημα. Και δε μου λες, τώρα που γνωριστήκαμε, αν έρθουμε κανένα βράδυ μπορείς να μεσολαβήσεις να βρούμε κανένα καλό τραπέζι μπροστά-μπροστά; Τραπέζι με θέα, να πούμε, καταλαβαίνεις…»

Τον κοίταξε κάτω από τις τεράστιες μαύρες βλεφαρίδες της και του είπε βραχνά καθώς τον πλήρωνε:

- «Πες στο γκαρσόνι ότι είσαι γνωστός της Μάγισσας Ιωάννας και θα κανονίσει…»
Τα χέρια τους ακούμπησαν λίγο κι εκείνος ίδρωσε ακόμα περισσότερο.

«Από τη Μάγισσα Ιωάννα, ε; Θα το θυμάμαι…», της είπε καθώς της έδινε τα ρέστα.

«Θα φας καλά, μαλάκα», σκέφτηκε, καθώς έβγαινε από το ταξί· «Κοίτα ρε το γύφτο που θέλει και πρώτο τραπέζι κι ούτε μια κούρσα δεν κερνάει…»
Ύστερα του χαμογέλασε κι έκλεισε την πόρτα του ταξί τόσο δυνατά που κόντεψε να την ξεχαρβαλώσει.

- «Βρωμιάρη» σφύριξε μέσα από τα δόντια της.

- «Τι είπες, κοπελιά;»,
ρώτησε εκείνος ξαφνιασμένος.

- «Τον Άρη, να ζητήσεις το γκαρσόνι τον Άρη», του απάντησε και χάθηκε γρήγορα μέσα στην πόρτα του κλαμπ.

- «Μυστήριο πράγμα, ρε παιδάκι μου… Σου λέω βγάζει τα περισσότερα φιλοδωρήματα από κάθε άλλη μέσα στο μαγαζί… Και να πεις ότι είναι η πιο όμορφη… Και δε σου λέω για μας… Αλλά να βγάζει παραπάνω κι από τη Οκσάνα και τη Νατάλια… Εσύ πως το εξηγείς αυτό; Τι της βρίσκουνε; Τι παραπάνω έχει από τις υπόλοιπες;».
Η συζήτηση κόπηκε απότομα μόλις την είδαν.

- «Γεια σου, Ιωάννα»,
τη χαιρέτησαν λίγο αμήχανα.

Εκείνη τις κοίταξε, τους χαμογέλασε λίγο ειρωνικά, και συνέχισε αγέρωχη για το καμαρίνι της. Κάθισε στην καρέκλα, κοιτάχτηκε φιλάρεσκα στον καθρέφτη και άρχισε να βάφεται.«Σκρόφες… Τι παραπάνω έχω από εσάς ε;… Απορείτε τι μου βρίσκουν… Θα σας πω τι μου βρίσκουν ρε· είμαι η Μάγισσα Ιωάννα! Κι αυτό δεν μάθετε ποτέ σας τι σημαίνει…», μουρμούρισε και ύστερα στήριξε προσεκτικά τη μαργαριταρένια τιάρα στα κατάξανθα μαλλιά της.

Υ.Γ. 1. Ζήτησα να μου επιτρέψουν να αναδημοσιεύσω τα κείμενα που για τη γέννηση τους οι λέξεις μου υπήρξαν η αφορμή. Η "κερασιά" ήταν η τέταρτη που δέχτηκε.

Υ.Γ.2. Διευκρινίζω για όσους δεν ξέρουν το παιχνίδι των πέντε λέξεων ότι το παραπάνω κείμενο δεν έχει γραφεί απο εμένα, εγώ απλά έδωσα τις πέντε λέξεις και ζήτησα από την "kerasia" να γράψει ένα κείμενο που να περιέχει αυτές τις λέξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν το κείμενο που διαβάσατε.




εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα

Τα τρία πορτραίτα






Ι.

Δεν ήθελε να μεγαλώσει. Ούτε όταν ήταν πολύ-πολύ μικρή ήθελε, εκτός κι αν ήταν να μεγάλωνε πριγκήπισσα σωστή: με μακρύ φόρεμα, τιάρα, τρία αδέλφια – ένα κορίτσι και δυο αγόρια – κι έναν από τους τέσσερις θρόνους μιας χώρας μαγικής όλον δικό της. Εξ άλλου ο χρόνος κυλάει αλλοιώς στις μαγικές χώρες, κι αν κάποτε γυρνούσε πάλι πίσω θα είχαν περάσει μόλις μερικά λεπτά στον κόσμο τον εδώ, και κανείς – ούτε καν η μαμά της – δεν θα είχε ανησυχήσει πραγματικά.

Δεν ήθελε να μη φοβάται το σκοτάδι. Ήθελε να το φοβάται, κι ήθελε όλα τα πράγματα ν’ αλλάζουν στο σκοτάδι – κι ας ήταν να γίνουν τέρατα. Ήθελε οι σκιές να πλέκουν ζοφερά αγκάθια και να υπάρχουν λαμπρά σπαθιά για να τα κόβουν. Δεν ήθελε να είναι έξυπνη. Επειδή ήταν λέει έξυπνη κι ήξερε σχεδόν όλες τις δύσκολες λέξεις που υπήρχαν [λέξεις όπως «αυταπάτες», «εμπάσπερπτώσει» και «ακροκέραμο»] δεν έπρεπε να φοβάται το σκοτάδι, δεν έπρεπε να πιστεύει πως οι κούκλες έφευγαν απ’ τις θέσεις τους κι άρχιζαν να μιλάνε στην ακατάληπτη γλώσσα τους όσο δεν ήταν εκεί – και το σημαντικότερο: δεν έπρεπε να φοβάται την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα.

Όμως εκείνη δεν ήθελε να μεγαλώσει ακριβώς επειδή ήξερε σχεδόν όλες τις δύσκολες λέξεις, κι ήθελε να φοβάται την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα.

Φοβόταν την Ωραία Ελένη ακόμα και πριν την κρεμάσει η μαμά της πάνω απ’ το διπλό κρεββάτι, όταν ήταν τυλιγμένη σε ρολό και καταχωνιασμένη πίσ’ απ’ την πόρτα ακόμα, επειδή δεν ήταν διόλου ωραία. Την ξετύλιγε και την κοιτούσε ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να δει την ομορφιά στα μεγάλα μάτια της που παραήταν μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο, στη σκληρή μύτη της με τις χοντρές γραμμές και στα μακρυά μαύρα κυμματιστά μαλλιά της που δεν αντανακλούσαν το φως, μα δεν κατάφερνε τίποτα. Αν τη λέγαν απλώς Ελένη δεν θα τη φοβόταν τόσο. Ίσως να φοβόταν λίγο τα μάτια, αλλά δεν θα είχε σημασία. Ελένη έλεγαν και μια φίλη του μπαμπά της που δεν ήταν καθόλου τρομακτική. Δεν την έλεγαν Ωραία, όμως. Ούτε ήταν. Έγινε μόλις απέκτησε γιο – κι αυτό γιατί τα μαλλιά της έγιναν αμμοβολημένο χρυσάφι. Όταν τα μαλλιά κάποιας γίνονται χρυσάφι, μετάξι, βελούδο, φλόγες ή κάτι άλλο τέτοιο, τότε πάει να πει πως έχει γίνει απαραίτητη σ’ ένα θαύμα. Και ωραία.

Από την άλλη, φοβόταν την Κοκκόνα επειδή ήταν εξαιρετικά ωραία. Κοιτούσε με ζωντανά μάτια γεμάτα μυστήριο, μάτια πάντα επίμονα και υγρά και πότε-πότε πολύ αυστηρά. Το χαρτί κάτω απ’ το τζάμι της κορνίζας είχε πάρει να κάνει κύμματα από την υγρασία, κι έλεγε μήπως τις νύχτες έκλαιγε κρυφά η Κοκκόνα, έλεγε μήπως ήξερε κάτι λυπημένο, μήπως ήθελε να φοβάται όσους κυκλοφορούσαν στο σαλόνι της γιαγιάς – το οποίο δεν ήταν σαλόνι παρά μόνο όταν ήταν άδειο, διότι όταν ήταν γεμάτο ήταν πάντα υπνοδωμάτιο – μήπως ήθελε και δεν μπορούσε επειδή ήταν πια μεγάλη, ολόκληρη γυναίκα. Φοβόταν την υγρασία στα μάτια της και στο χαρτί. Φοβόταν μήπως η Κοκκόνα δεν ήταν ωραία στον κόσμο των εικόνων, μήπως την κοιτούσε έτσι αυστηρά επειδή μόνο αυτή την έβλεπε ωραία – μήπως πίστευε πως κατά βάθος την κοροϊδεύει. Φοβόταν επίσης πως δεν ήταν όμορφη όσο αυτή, πως ίσως τ’ αυστηρά μάτια τελικά να την κατέκριναν για την ασχήμια της, και πως τριαντάφυλλα στα μαλλιά και τέτοια όμορφα παλιά ρούχα δε θα φορούσε ποτέ – μα πιο πολύ φοβόταν μήπως, ήταν δεν ήταν όμορφη, κατέληγε νά ‘ναι μια εικόνα σ’ έναν τοίχο, βουβή, να κοιτά τον κόσμο από ψηλά κι από μακρυά.

Η Ωραία Ελένη δεν ήταν διόλου ωραία, αλλά την κοιτούσε πολύ περισσότερο απ’ την Κοκκόνα. Βρισκόταν εξ άλλου στο σπίτι της, κι όχι στο σπίτι της γιαγιάς της στο οποίο πήγαινε μια φορά τη βδομάδα. Είχε πάντα πιο πολλά να πει για την Κοκκόνα, αλλά είχε περάσει πολύ περισσότερη ώρα μπροστά απ’ την Ωραία Ελένη παρά μπροστά από ‘κείνη. Δεν κατάφερε ν’ αγαπήσει την Ωραία Ελένη ούτε τόσο δα. Τη συνήθισε, όμως. Το διπλό κρεββάτι της κρεββατοκάμαρας ήταν πρώτα το νησί της – τότε που στη μοναξιά ή στο σκοτάδι η θάλασσα του πατώματος δεν ήταν ασφαλής, και δεν το πατούσε παρά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Ήταν το νησί, κι ας κρεμόταν εκεί πίσω και πάνω απ’ τα μαξιλάρια η Ωραία Ελένη που δεν ήταν ωραία. Ύστερα άλλαξε. Δεν έπρεπε μάλλον να κοιμηθεί ποτέ μαζί με άλλον στο νησί. Άλλαξε αέρα κι ούτε που μοιάζει με νησί πια – κι ούτε που πατάει εκεί πια. Έτσι δε χρειάζεται να βλέπει άλλο την Ωραία Ελένη και να θυμώνει που δεν μπορεί ούτε τώρα να την αγαπήσει πιο πολύ επειδή τα μαλλιά της δεν αντανακλούν το φως, και να φοβάται.

Με την Κοκκόνα προσπάθησε πολλές φορές να μιλήσει αλλά αυτή δεν έβγαζε μιλιά. Σκέφτηκε μήπως έφταιγε το τζάμι κι έδωσε μία μέρα μια να το σπάσει για να της μιλήσει στ’ αυτί, αλλά και πάλι σώπαινε εκείνη. Το τζάμι το άλλαξαν, το άλλαξε ένας θείος της ένα Πάσχα, κι η Κοκκόνα εκεί, κοιτούσε, και κοιτούσε, και κοιτούσε – κι ούτε τον εαυτό της παρηγορούσε, ούτε έδινε παρηγοριά.

Η γιαγιά της έλεγε όλες τις περιποιημένες κοπέλες κοκκόνες, έτσι είχε πάρει τ’ όνομά της η Κοκκόνα. Για τη μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει, βέβαια, δεν υπήρχαν άλλες κοκκόνες. Μόνο αυτή η Κοκκόνα, κι οι λίγοι άνθρωποι που είχαν τέτοια μάτια σαν τα δικά της – λίγο υγρά, λίγο αυστηρά – ποτέ δεν έμειναν για πολύ καιρό στη συντροφιά της για να τους τη γνωρίσει μήπως και λύσουν μαζί τα μάγια της σιωπής της. Είχε αποφασίσει πως όλα τα καταλάβαινε η Κοκκόνα. Όλα τα ήξερε μέσα στην ομορφιά της. Όλα τα ήξερε, κι αν κάποτε της μιλούσε όλα θα λύνονταν χωρίς να πάψει να τη φοβάται. Καμμιά φορά μετάνοιωνε που της έσπασε το τζάμι έτσι απότομα, αλλά τί νά ‘κανε που δε μιλούσε, που ποτέ δε μιλούσε; Μπορεί βέβαια νά ‘χε θυμώσει που της τό ΄σπασε και αν ήταν να μιλήσει κάποτε τελικά να μη μιλούσε ποτέ.

ΙΙ.


Σιωπούσε η Κοκκόνα, περνούσαν τα χρόνια. Μεγάλωσε κι η βερυκοκιά στην αυλή της γιαγιάς τόσο που να κρατάει ένα κοριτσάκι μικρό να κάνει κούνια, αλλά άργησε και το κοριτσάκι είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Αραίωσαν οι επισκέψεις στο χωριό, ανέβηκαν τοίχοι, κατέβηκαν τοίχοι, βάφτηκαν άλλα χρώματα οι πόρτες, τα μαλλιά της, το γύρω-γύρω απ’ τα μάτια της – μόνο τα μάτια της Κοκκόνας έμεναν ίδια κι ας είχε να τη δει χρόνια. Να τη δει και τι να καταλάβει; Από μνήμη τα πήγαινε πολύ καλά, πιο καλά απ’ όσο ήθελε, θυμόταν το κάθε κύμμα στο χαρτί πίσω απ’ το νέο – πάλιωσε πια κι αυτό – τζάμι, τα γενέθλια όλων όσων την είχαν ξεχάσει, τα τηλέφωνα που δεν την καλούσαν πια, τα ονόματα που έδινε στα ποδήλατά της, στ’ αμάξια των γονιών της, τις λακούβες στο δρόμο για την Ολυμπιάδα πριν φτιάξουν το νέο δρόμο, τα χρώματα στο καβούκι μιας χελώνας που τάιζε κάποτε, όλα τα μάτια σαν της Κοκκόνας... Ανάμεσα στ’ άλλα παιδιά πάντα την ταλαιπωρούσε η μνήμη. Όλα ξεχνούσαν εύκολα, γρήγορα. Ανάμεσα στις άλλες γυναίκες δεν έψαξε καν να συγκρίνει τι και πώς.

Καμμια φορά φοβόταν μήπως τα μαλλιά της δεν αντανακλούσαν το φως και μήπως τα μάτια της ήταν πολύ μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο. Μήπως το μόνο πράγμα που είχε ξεχάσει πριν ακόμα το μάθει ήταν πως την έλεγαν κι αυτή Ελένη, και μήπως η Ωραία Ελένη κι η Κοκκόνα, άσπονδες φίλες, γελούσαν πίσω απ’ την πλάτη της κάθε φορά που θυμόταν τη μια με φόβο και συγκατάβαση, και την άλλη με φόβο και λατρεία. Μήπως δεν μπόρεσε ποτέ να φοβηθεί το σκοτάδι γιατί ήξερε όλες σχεδόν τις δύσκολες λέξεις. Μήπως τα μάτια της Κοκκόνας θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε στη ζωή της, μιας και τα έβλεπε κάθε νύχτα πριν κοιμηθεί και κάθε φορά που παραληρρούσε απ’ τον πυρετό κατά τη διάρκεια κάποιας υποτροπής της ετήσιάς της αμυγδαλίτιδας – δεν ήθελε να πάψει ν’ αρρωσταίνει κάθε χρόνο, τα παιδιά αρρωσταίνουν κάθε χρόνο, αλήθεια δεν ήθελε, κι ας αρρώσταινε Χριστούγεννα, ή και Πάσχα, κι ας είχε πυρετό πάντα στις διακοπές. Και πάντα έβλεπε αγγέλους όταν είχε πυρετό. Αγγέλους με τα μάτια της Κοκκόνας έβλεπε, αγγέλους με τα μάτια λίγο υγρά και λίγο αυστηρά να της προσφέρουν δροσερή πορτοκαλάδα σε γυάλινο ποτήρι που τα δάκτυλά της, τα φλογωμένα απ’ τον πυρετό, το έβρισκαν παγωμένο κι έντονο σαν ήλιο.

Τίποτα δεν ήξερε να φτιάχνει που να μη μιλούσε για την Κοκκόνα. Τίποτα δεν ήξερε να εκτιμά που δεν ήταν έστω λιγάκι σαν την Κοκκόνα. Η Κοκκόνα είχε μακρυά λευκά δάκτυλα. Η Κοκκόνα τραγουδούσε. Η Κοκκόνα αγαπούσε την Ωραία Ελένη κι έβλεπε τα μαλλιά της σα μαύρο βελούδο. Η Κοκκόνα χάρισε έναν καθρέφτη στην Ωραία Ελένη με σκαλισμένη αφιέρωση στην πίσω πλευρά του: «Για να θαυμάζεις το θαύμα.». Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα θα της μάθαινε να χορεύει παλιούς χορούς.
Κάποτε ζωγράφισε μια γύψινη μάσκα ίδια με την Κοκκόνα και τη φόρεσε σε κάποιον, αλλ’ αυτός δεν άντεξε να μένει ανέκφραστος κάτω απ’ το βάρος της, κι έτσι έπεσε. Μιαν άλλη φορά νόμισε πως είδε την Κοκκόνα στο δρόμο και πως θα περπατούσε δίπλα της όσο υπήρχε μουσική.

ΙΙΙ.


Τώρα κοιτάζει στον καθρέφτη και βλέπει την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα να την κοιτούν άπιαστες πίσω απ’ τα τζάμια τους, και πατά πάνω στη θάλασσα, και φορά τριαντάφυλλο στα μαλλιά, τ’ αλλάζει κάθε που μαραίνεται. Θαρρεί πως βουλιάζει, πως τα μαύρα φύκια της γλείφουν τα πόδια – αρπάζει τη μάσκα που επιπλέει στα νερά πριν βουλιάξει και την κολλάει βίαια στο πρόσωπό της. Κλείνει τα μάτια. Κλείνει τ’ αυτιά. Η Κοκκόνα τραγουδάει. Λαα-σοολ-λαα-μιι... Η Κοκκόνα χαμογελάει. Λαα-σοολ-λαα-μιι...

Δίνει μια γερή στον καθρέφτη. Δε σπάει. Δίνει κι άλλη μια, κι άλλη μια, και δε λέει να σπάσει. Η Κοκκόνα αγγίζει τα χείλη της Ωραίας Ελένης – δεν το βλέπει, μα το ξέρει. Συνεχίζει να χτυπάει τον καθρέφτη με μανία.

«Φύγε», φωνάζει.

«Φύγε, φύγε πια – ΦΥΓΕ!».

Η Κοκκόνα χαϊδεύει τα μαλλιά-βελούδο κι η Ωραία Ελένη κοιτάζει τα λίγο υγρά-λίγο αυστηρά μάτια γαληνεμένη. Δεν το βλέπει, μα το ξέρει.

«ΦΥΓΕ!»

Η Κοκκόνα έχει φτερά που στάζουν πορτοκαλάδα και ήλιο. Η Ωραία Ελένη τ’ αγγίζει και γλύφει τα δάκτυλά της μεθυσμένη. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει κρατάει με τό ‘να χέρι τη μάσκα, και με τ’ άλλο χτυπάει τον καθρέφτη ρυθμικά. Τάτα τα τάτα τα, τα τα-ά τα, τάτατα τα τα τα. Τα φύκια κουνιούνται και τη χαϊδεύουν. Η Κοκκόνα χαϊδεύει τα μαλλιά-βελούδο και τα φύκια κουνιούνται. Η μικρή πιέζει τη μάσκα στο πρόσωπό της μ’ όλη της τη δύναμη, παίρνει φόρα και πέφτει πάνω στον καθρέφτη. Δε φωνάζει πια. Χτυπιέται στον καθρέφτη ξανά και ξανά. Σφίγγει τα μάτια της να μην ανοίξουν και δουν την Κοκκόνα να φιλά τα χείλη της Ωραίας Ελένης που δεν είναι πια σφιγμένα σε μια γραμμούλα μοναστικής αθωότητας κι έχουν μισανοίξει φιλήδονα, λαίμαργα κι αθώα σαν παιδιού μ’ επιλεκτική μνήμη μικρής διάρκειας μπροστά σε παγωτό σοκολάτα...

Όχι, δε θ’ ανοίξει τα μάτια. Μια, δυο, τρεις, χτυπιέται στον καθρέφτη. Πάντα σιχαινόταν τα φύκια κι έτρεμε τη μαύρη θάλασσα. Μια, δυο, πέντε. Ο καθρέφτης λειώνει ξαφνικά λες και του άρεσε ο τελευταίος ρυθμός κι ο αριθμός πέντε, λειώνει σαν πρόθυμο κερί, κερί-παιχνίδι στα χέρια εραστών-κυνηγών της έκστασης υπό τη μορφή της έντασης. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει βυθίζεται μέσα και τινάζει τα πόδια της να ξεφορτωθεί τις μαύρες σταγόνες και το γλοιώδες γλείψιμο απ’ τα φύκια. Ανοίγει τα χέρια ν’ αγκαλιάσει το λειωμένο καθρέφτη. Στροβιλίζεται μέσα στο ασημένιο υλικό. Η Κοκκόνα φιλά το χέρι της Ωραίας Ελένης αλλ’ αυτή δεν θα το δει, δε θ’ ανοίξει τα μάτια – δε θ’ ανοίξει τα μάτια.

Στροβιλίζεται μέχρι που το ψυχρό κερί ψυχραίνει κι άλλο γύρω της, κι έξαφνα στεριώνει και κοκκαλώνει καθώς μια καμπάνα κάπου μακρυά αναγγέλει ένα γεγονός που δε θα την αγγίξει ποτέ. Όλα είναι πιο μακρυά τώρα. Τα χέρια και τα πόδια της είναι πολύ μακρυά τώρα. Νοιώθει μόνο το πρόσωπό της, το στήθος της, τους ώμους της και τη μάσκα με τα λίγο υγρά - λίγο αυστηρά μάτια. Έχει το τριαντάφυλλο στα μαλλιά της, αλλά δε μαραίνεται πια. Ένα φως σαν ήρεμη μα επιτακτική φωνή αγγίζει με σιγουριά τα μάτια της προστάζοντάς τα ν’ ανοίξουν. Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί πια. Η Ωραία Ελένη στέκεται πίσω απ’ την Κοκκόνα και την αγκαλιάζει απ’ τη μέση. Τωρα πια είναι στ’ αλήθεια Ωραία, αλλά δεν έχει σημασία. Η Κοκκόνα βάφει τα χείλη της κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Η Κοκκόνα βάφει τα χείλη της κοιτάζοντας την βαθειά στα μάτια. Όλα εκεί έξω γελούν. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Μισανοίγει τα χείλη κι εκπνέει τ’ ακροκέραμο, το εμπάσπερπτώσει και τις αυταπάτες. Ο καθρέφτης θολώνει απ’ το χνώτο και δεν είναι καθρέφτης ποτέ ξανά. Τα μάτια της Κοκκόνας είναι τα πιο όμορφα στον κόσμο. Ο καθρέφτης που δεν είναι πια καθρέφτης έχει όμορφη σκαλιστή κορνίζα, και το πορτραίτο με τη μάσκα μοιάζει ζωντανό – σαν αληθινό.


Υ.Γ. 1. Ζήτησα να μου επιτρέψουν να αναδημοσιεύσω τα κείμενα που για τη γέννηση τους οι λέξεις μου υπήρξαν η αφορμή. Η "αταλάντη" ήταν η τρίτη που δέχτηκε.

Υ.Γ.2. Διευκρινίζω για όσους δεν ξέρουν το παιχνίδι των πέντε λέξεων ότι το παραπάνω κείμενο δεν έχει γραφεί απο εμένα, εγώ απλά έδωσα τις πέντε λέξεις και ζήτησα από την "αταλάντη" να γράψει ένα κείμενο που να περιέχει αυτές τις λέξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν το κείμενο που διαβάσατε.