Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

«Εκείνη» και εγώ

(η συνέχεια)

Γνωριστήκαμε 3 χρόνια περίπου πριν μπω εγώ πια κυρά στο σπίτι της. Αρχές άνοιξης πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα της αυλής και όπως και όλοι όσοι πρωτόμπαιναν στο σπίτι το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα κυκλάμινα. Δυο τεράστιοι θάμνοι με κυκλάμινα σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ. Από λευκά με αχνές ροζ γραμμές μέχρι το ροζ της Νάσιας, τόσο ροζ που να θυμίζει κόκκινο. Η αλήθεια είναι ότι μια μικρή αμηχανία την είχα, πρώτη γνωριμία με το σόι του καλού μου συν γυναιξί και τέκνοις και τα κυκλάμινα ήταν μια καλή και πιστευτή δικαιολογία να καθυστερήσω έστω λίγο ακόμα τη στιγμή που θα την γνώριζα, γιατί τους άλλους τους είχα ήδη γνωρίσει.

«Έλα, μου είπε ο Τ., έχουμε αργήσει και πρόσεξε τα σκαλιά γλιστράνε, η μάνα έπλυνε την αυλή σήμερα». Βλέπεις οι δυο μας μόνο, έτσι νομίζανε τότε, ξέραμε ότι η Νερίνα μεγάλωνε μέσα μου. Χάιδεψα τη κοιλιά μου για δύναμη, έπιασα τον Τ. από το χέρι και πριν προλάβουμε να χτυπήσουμε το κουδούνι η πόρτα άνοιξε, σαν κάποιος να παραφύλαγε από πίσω μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη την μέρα. Φάγαμε ροσμπίφ, παίξαμε με τις δύο μικρές εγγονές της, μετρήσαμε η μια την άλλη και έφυγα χωρίς να καταλάβω εάν με συμπάθησε, σίγουρη όμως ότι χάρηκε που ήμουνα μαζί με το γιό της. Από την άλλη μπορεί και αυτό να ήθελα σε εκείνη την δεδομένη στιγμή να καταλάβω. Και ότι όλοι ήξεραν ότι ήμουνα έγκυος και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβω ποιος το είχε καρφώσει. Το καρφί πέρασε την περισσότερη ώρα χαϊδεύοντας την ανύπαρκτη τότε κοιλιά μου ή ρωτώντας με εάν είμαι καλά και άλλα τέτοια χαριτωμένα, που ή έγκυος ήμουνα ή με σοβαρό πρόβλημα υγείας. Προτίμησαν την αισιόδοξη εκδοχή που ήταν και στη λογική του μη χείρον βέλτιστο.

Ήξερα ότι ήταν σοβαρά άρρωστη και ότι μέχρι ώρας είχε ξεπεράσει με επιτυχία δύο καρκίνους ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Έχοντας μεγαλώσει με ασαφή όρια του τι ακριβώς σημαίνει οικογένεια ήμουνα πάντα θετικά προδιατεθειμένη στις σχέσεις μου με τους μεγάλους ανθρώπους. Από μικρή η εικόνα μιας μεγάλης οικογένειας ήτανε για μένα μια γοητευτική και όχι μόνο προοπτική ζωής.
Στη φάση που γνωριστήκαμε κατά κάποιο τρόπο θέλαμε και οι δύο το ίδιο πράγμα. Εγώ μια οικογένεια μεγάλη που να δέσει με τη δική μου και των γονιών μου και εκείνη με τα δυο παιδιά της να έχουν φύγει πια, μια οικογένεια που θα την άφηνε να είναι μέρος της. Μην παρεξηγηθούμε, δεν ήθελε μια νύφη για να την γηροκομήσει, η αξιοπρέπεια της δεν την το επέτρεπε άλλωστε, ήθελε κάποιον να την κανακέψει και που θα της δώσει το δικαίωμα για πρώτη φορά στη ζωή της να ζητήσει.

Για πέντε μήνες δεν ξαναπήγα σπίτι της, η Νερίνα, τσογλάνι από την κοιλιά μου, με ανάγκασε να μείνω στο κρεβάτι. Οι γονείς μου με τον Τ. ανέλαβαν να την φέρνουν στο σπίτι, να τρώμε όλοι μαζί, να πηγαίνουν για καφέ σπίτι της, μιας και ο Τ. μετακόμισε σπίτι μου. Τα βράδια γύριζε πάντα στο δικό της. Ποτέ δεν δέχτηκε να κοιμηθεί σε εμάς.
Όταν οι γιατροί μου είπαν, ότι με προσοχή, αλλά μπορώ να ξαναβγώ έξω, άρχισα κάποια μεσημέρια να πηγαίνω για φαγητό στο σπίτι της ή για καφέ το απόγευμα. Ένα απόγευμα της είπα «τι λέτε δεν πάμε καμιά βόλτα με το αυτοκίνητο κατά θάλασσα μεριά και εάν έχετε όρεξη πίνουμε καφέ εκεί». Δέχτηκε και πήγαμε.
Εν τω μεταξύ η υγεία της άρχιζε ήδη να παρουσιάζει προβλήματα και κουραζότανε εύκολα. Παρόλα αυτά γυρίσαμε σπίτι γύρω στις δέκα. Εγώ νομίζοντας ότι έμεινε έξω τόσο αργά για μας την ζήτησα συγνώμη. Μου απάντησε «Ξέρεις πόσα χρόνια ονειρευόμουν να πάω με το αυτοκίνητο μια βόλτα στη θάλασσα και ας μην έπινα ούτε πορτοκαλάδα, απλά μια βόλτα ήθελα πάντα».

Μέσες άκρες είχα καταλάβει από κουβέντες του Τ. ότι παρόλο που καταγόταν από μια πλούσια για την εποχή της οικογένεια, παρόλο που καλοπροικίοστηκε, παρόλο που ο άντρας της άφησε πεθαίνοντας μια σεβαστή περιουσία, που επιτρέπει και σε εμάς σήμερα να ζούμε άνετα, δεν έβγαιναν έξω, για την ακρίβεια αυτή δεν έβγαινε έξω, παρά μόνο για την εκπλήρωση των αναγκαίων κοινωνικών καθηκόντων. Όλο τον άλλο καιρό ζούσε κλεισμένη στο σπίτι τους, καπνίζοντας και βλέποντας τηλεόραση στην ίδια πάντα πολυθρόνα τους χειμώνες και από την άνοιξη και μετά στο καρεκλάκι της στη βεράντα πίνοντας καφέ και βλέποντας τους ανθρώπους να περνάνε. Όταν φτάσαμε σπίτι εκείνο το βράδυ, ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της.


Την άλλη μέρα το απόγευμα πήγαμε πάλι για καφέ. Έτσι κι αλλιώς μου άρεσε να κάθομαι μαζί της. Όταν είχε τα κέφια της άφηνε τον εαυτό της και τότε ένοιωθες ότι εάν τα πράγματα είχαν πάει αλλιώς στη ζωή της, είχε όλα τα φόντα να εξελιχθεί σε μια «πάστα Φλώρα» και σίγουρα για εκείνο τον καιρό ήταν πολύ καλή παρέα και για εμένα και για την Νερίνα, που πάντα ήταν ήρεμη όταν πηγαίναμε να δούμε την γιαγιά της. Κάθισα στη πολυθρόνα που έβγαζε πάντα για μένα στο μπαλκόνι και ετοιμαζόμουνα να τη ρωτήσω εάν θέλει να της φτιάξω καφέ. Κάτι στο βλέμμα της με εμπόδισε και τότε πρόσεξα ότι φορούσε τα καλά της και είχε χτενίσει τα μαλλιά της (τότε ακόμα μου κράταγε κρυφό ότι ήταν περούκα μιας και τα δικά της μαλλιά εξαιτίας των χημειοθεραπειών δεν είχαν επανέλθει ποτέ στην προηγούμενη κατάσταση τους). «Α, είπα, είστε έτοιμη και ο Τ. νόμιζε ότι δεν θα έχετε ακόμα ετοιμαστεί και πάρκαρε το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Κλειδώστε το σπίτι και θα του πω να έρθει μπροστά να μας πάρει». «Έχω κλειδώσει, μου είπε, πάμε να τον βρούμε μαζί» και με έπιασε από το χέρι. «Γλιστράνε τα σκαλιά πρέπει να προσέχεις». Ένοιωσα θυμάμαι την Νερίνα να κάνει μια κολοτούμπα, σαν να επικροτούσε την απόφαση της γιαγιάς της να βγούμε βόλτα και της είπα «Και η μικρή βρίσκει υπέροχη την ιδέα της βόλτας». Γέλασε και χάιδεψε για πρώτη φορά την κοιλιά μου.

(συνεχίζεται)




1 σχόλιο:

Mh Xeirotera είπε...

"Θα περάσουν τα σύννεφα
θα ρθουν χελιδόνια
θα 'ρθει η Ανοιξη ξανά
μ' άσπρο και γαλάζιο φως
η ελπίδα.
Κι η ζωή γλυκιά
πλάι στη θάλασσα
σε μια φοινικιά."

(Λίνα Νικολακοπούλου)