Κυριακή 11 Μαρτίου 2007

εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα


"Τα κόλλυβα"

(απο την giagiaduck)





«Το στάρι να προσέξεις μη σου παραβράσει και γίνουν τα κόλλυβα σούπα», γύρισε η Νίνα στην αδερφή της.

«Μη με λες τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά, μια χαρά είναι το στάρι. Συ το χαρτάκι για τον παπά μην ξεχάσεις να γράψεις. Και να τους βάλεις ούλους, τ’άκουσες; Ούλους τους πεθαμένους μας. Και μη και δω γραμμένη πάλι τη Φρειδερίκη, θα φύγω, στο λέω», απάντησε η Παρή με τα χέρια κατακόκκινα από τα ρόδια που καθάριζε.
Στην κουζίνα έπεσε ησυχία. Σαν αυτή που όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και συχνότερα έβρισκε τη θέση της στην κουζίνα που μαγείρευαν οι δύο αδερφές.

«Μαρή Παρίτσα, τώρα πού’πες Φρειδερίκη, τη θυμάσαι την Άννα-Μαρία στο γάμο της με τον Κωνσταντίνο»; είπε ξαφνικά η Νίνα. «Πα, δεν θα την ξεχάσω αυτή τη μέρα. Εκεί δα καθόμουν, στο δρόμο, για να τους δω να περνούν. Είχα ντύσει και τα κορίτσια με τα καλά τους τα φορέματα και τις άσπρες τους κορδέλες και τσι είχα δώσει και λουλούδια για να προσφέρουν τση βασίλισσας. Κι όταν πλησίαζε η άμαξα, α Παναγιά μου, θαμπώθηκα από το μεγαλείο. Εκείνη την τιάρα της την έβλεπα στον ύπνο μου μήνες μετά. Στράφτανε τα μπριλάντια στον ήλιο και μας τυφλώνανε.»

«Α σε καλό σου, Νίνα μου, πού τον θυμήθηκες σήμερις τον Κοκό και το βρωμόσογό του»;
«Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων, Παρίτσα, ήταν ο άνθρωπος κι αυτά τα κουμμουνιστικά περί Κοκού εμένα μη με τα λες»
έκραξε η Νίνα. «Λυσσάξατε ούλοι να φύγει ο βασιλιάς και να…. τι καταλάβατε; Σκατά κι απόσκατα έιναν τα πράματα. Σεις οι κουμμουνιστές σε τίποτα δεν πιστεύετε κι αφήνετε και τους νεκρούς σας αδιάβαστους, σαν το Νικολάκη μας καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται. Και μετά λυσσάξατε πάλι με τους συνταγματάρχες. Εγώ ένα ξέρω: ο Παπαδόπουλος έβαλε σε τάξη την Ελλάδα. Θυμάσαι που βάζανε και πρόστιμα σε όσους πετούσαν τ’αποτσίγαρα στσου δρόμους; Φύγαν αυτοί και ήρθε ο Παπαντρέας και τά’κανε ούλα ρόιδο. Μια χούντα χρειαζόμαστε, αυτό σε λέω μόνο.», είπε μονοκοπανιά η Νίνα και από τη σύγχυσή της , πάει να ισιώσει το μουσαμαδένιο τραπεζομάντηλο και δίνει μια με το χέρι της και πάρτο κάτω το πιάτο με τα καθαρισμένα ρόδια.

«Καλά, καλά, μη με συγχύζεσαι, θα σού’ρθει κανάς νταμπλάς, μεγάλη γυναίκα» είπε η Παρή μαζεύοντας με τις χούφτες της τα κόκκινα σπυριά από το πάτωμα.

«Ποια μεγάλη μαρή, μη με συγχύζεις άλλο τώρα και θα καταλήξω σα τη θεια τη Ζαμφώ που τση ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τού’μεινε του θείου Χαράλαμπου στα χέρια.»
«Κι ήταν και νταρντάνα η άτιμη και πώς να την κουλαντρίσει ο κακομοίρης ο Χαράλαμπος»,
είπε η Παρή και έσκασε ένα χαμόγελο.

Πέρασε έτσι η μπόρα ανάμεσα στις δύο αδερφές, μπόρα που ξεσπούσε συχνά και για διάφορους λόγους, μα κυρίως γιατί οι κοινές αναμνήσεις τους από τα παιδικάτα τους είχαν με το πέρασμα του χρόνου αλλοιωθεί, διαφορετικά από την κάθε μια. Κι όταν τις διηγούνταν, διαφωνούσαν στις λεπτομέρειες. Κι ήταν τόσες οι αναμνήσεις…

Η Παρή ήταν η μεγάλη και η Νίνα η μικρή. Υπήρχε και ένας Βενιαμίν, ο Νίκος, αλλά αυτόν τον χάσανε το ‘22 στην πυρκαγιά στον αρμενομαχαλά. Όταν η μάνα τους μάζευε σαν αφιονισμένη δυο τρία μπογαλάκια για να φύγουν με το πλοίο, το αγόρι βρήκε την πόρτα ανοιχτή, βγήκε στο δρόμο για να παίξει, σα θάλασσα ορμητική τον παρέσυρε το πλήθος, μέχρι που βρέθηκε στο μαχαλά και κάηκε μαζί με τόσους άλλους. Θρήνος για τη χαμένη πατρίδα, θρήνος για το πεθαμένο αγόρι. Πού να συνέλθει η έρμη μάνα μετά απ’αυτά. Σαν φάντασμα είχε κουρνιάσει με τα δυο της κορίτσια σε μια γωνιά στο κατάστρωμα με κλειστά μάτια για να μη βλέπει την πόλη της που καιγόταν και κρατούσε σφιχτά στην αγκάλη της την εικόνα της Παναγιάς και το ζακετάκι του Νίκου. Απ’όλο της το βιος, απ’όλη της την οικογένεια, απ’όλη της τη ζωή, μαζί της κατάφερε να πάρει την εικόνα, λίγα ρούχα των παιδιών, ένα μάτσο λίρες που είχε από καιρό στην άκρη, μέσα στο ραϊσμένο βάζο από ροζ φίλντισι και τις φωτογραφίες που έβγαλαν το περασμένο καλοκαίρι στο φωτογραφείο της προκυμαίας. Και το ζακετάκι του Νίκου. Μάταια παρακάλαγε να πάρει μαζί στο καράβι και το κορμάκι του, για να το θάψει μόλις φτάσουν στην Ελλάδα. «Δε χωρούμε, κυρά Ιωάννα, δεν το καταλαβαίνεις; Τόσες λίρες εδώκαμε για να πάρουν εσάς τσι τρεις, άμα δουν και ένα κουφάρι, τι περιμένεις; Στη θάλασσα θα το ρίξουν. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κυρά, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. ΄Αστο δω χάμω το παιδί και θα μηνύσω γω του Οσκιέρ πασά να το θάψει. Είναι καλός άνθρωπος, κι ας είναι Τούρκος, θα το φροντίσει το παιδί. Κι όταν ησυχάσουν τα πράματα, θα γυρίσεις πίσω να του ανάψεις ένα κεράκι. Άιντε, πάμε τώρα».
Κι έτσι έμεινε με το ζακετάκι.

Το καράβι τις έβγαλε στη Θεσσαλονίκη κι από κει στην Αθήνα. Να προσπαθούν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους σε έναν άλλο τόπο, με άλλα συνήθεια. Λίγες μέρες μετά έφτασε και η θεια Ζαμφώ με το Χαράλαμπο και την κόρη τους την Αρίκα. Κι έτσι είχαν έναν δικό τους άνθρωπο να πουν δυο κουβέντες. Βρήκαν όλοι ένα σπιτάκι στον Ποδονίφτη και βολεύτηκαν εκεί. Τα παιδιά συνήθισαν γρήγορα. Ένα μυστήριο ήταν το πώς ξέχασαν τα μεγαλεία της Σμύρνης και ευτήχησαν στο χαμόσπιτο. Μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν καλούς ανθρώπους, η Παρή το Χρήστο και η Νίνα το Βασίλη, έκαναν τα δικά τους παιδιά και δεν την σκέφτονταν την καμμένη πόλη. Μόνο η κυρά Ιωάννα δεν κατάφερε να ριζώσει στο νέο τόπο. Της έλειπε το σπίτι της, ο οντάς της, οι γειτόνοι της, το αγόρι της. Δυο μήνες αφότου έφτασαν στην Ελλάδα, αρρώστησε βαριά. Κι αν το ξεπέρασε εκείνη την πρώτη φορά, η αρρώστεια δεν την ξέχασε. Τρία χρόνια μετά, η τελευταία υποτροπή ήταν η μοιραία. Πήγε να βρει το Νικολάκη της. Όλος ο Ποδονίφτης την έκλαψε σαν νά’ταν γέννημα θρέμμα του. Και στον τάφο της, πάνω στο μάρμαρο, ένα χέρι πάντα πότιζε τη γλάστρα με τα κίτρινα λουλούδια. Έτσι έμειναν μόνες στον κόσμο η Παρή και η Νίνα. Και πορεύτηκαν.

Αυτά σκεφτόταν η Νίνα, ψιθυρίζοντας «έτοιμο και το χαρτάκι».

«Για πες, να ιδώ μπας και ξέχασες κανέναν ή μού’βαλες κανάν τρισκατάρατο μέσα» αντιγύρισε η Παρή.

«Μη σε νοιάζει, μόνο τους δικούς μας θα βάζω πια, ράγισε η φωνή της Νίνας.

Νίκος

Ιωάννα,

Ζαμφώ,

Χαράλαμπος,

Χρήστος,

Βασίλης

ψθύρισε και ακούμπησε το κεφάλι της στο τραπέζι κλαίγοντας.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

Υ.Γ. 1. Ζήτησα να μου επιτρέψουν να αναδημοσιεύσω τα κείμενα που για τη γέννηση τους οι λέξεις μου υπήρξαν η αφορμή. Η γιαγιά Ντακ ήταν η πρώτη που δέχτηκε

Υ.Γ.2. Διευκρινίζω για όσους δεν ξέρουν το παιχνίδι των πέντε λέξεων ότι το παραπάνω κείμενο δεν έχει γραφεί απο εμένα, εγώ απλά έδωσα τις πέντε λέξεις και ζήτησα από την γιαγιά Ντάκ να γράψει ένα κείμενο που να περιέχει αυτές τις λέξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν το κείμενο που διαβάσατε.

4 σχόλια:

nyctolouloudo είπε...

Νερίνα, η ιστορία(κείμενο)της γιαγιάς Duck είναι πολύ όμορφη!
πραγματική ιστορία ζωής..
πόσες και πόσες οικογένειες θα έχουν τα ίδια να πουν...

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Αντιπροσωπευτική ιστορία μιας περιόδου των παιδικών χρόνων αρκετών από εμάς, περιγράφοντας γλαφυρά την προετοιμασία ενός από τα εθιμα του τόπου μας, των "σπερνών"

Mh Xeirotera είπε...

Katapliktikh afigish...

Kalhmera!

Ανώνυμος είπε...

Οι πιο ωραιες ιστοριες ειναι απο την ζωη βγαλμενες και παντα εχουν ενα δακρυ μαζι με την χαρα
Καταπληκτικη ιστορια
Γιωτα