Ι.
Δεν ήθελε να μεγαλώσει. Ούτε όταν ήταν πολύ-πολύ μικρή ήθελε, εκτός κι αν ήταν να μεγάλωνε πριγκήπισσα σωστή: με μακρύ φόρεμα, τιάρα, τρία αδέλφια – ένα κορίτσι και δυο αγόρια – κι έναν από τους τέσσερις θρόνους μιας χώρας μαγικής όλον δικό της. Εξ άλλου ο χρόνος κυλάει αλλοιώς στις μαγικές χώρες, κι αν κάποτε γυρνούσε πάλι πίσω θα είχαν περάσει μόλις μερικά λεπτά στον κόσμο τον εδώ, και κανείς – ούτε καν η μαμά της – δεν θα είχε ανησυχήσει πραγματικά.
Δεν ήθελε να μη φοβάται το σκοτάδι. Ήθελε να το φοβάται, κι ήθελε όλα τα πράγματα ν’ αλλάζουν στο σκοτάδι – κι ας ήταν να γίνουν τέρατα. Ήθελε οι σκιές να πλέκουν ζοφερά αγκάθια και να υπάρχουν λαμπρά σπαθιά για να τα κόβουν. Δεν ήθελε να είναι έξυπνη. Επειδή ήταν λέει έξυπνη κι ήξερε σχεδόν όλες τις δύσκολες λέξεις που υπήρχαν [λέξεις όπως «αυταπάτες», «εμπάσπερπτώσει» και «ακροκέραμο»] δεν έπρεπε να φοβάται το σκοτάδι, δεν έπρεπε να πιστεύει πως οι κούκλες έφευγαν απ’ τις θέσεις τους κι άρχιζαν να μιλάνε στην ακατάληπτη γλώσσα τους όσο δεν ήταν εκεί – και το σημαντικότερο: δεν έπρεπε να φοβάται την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα.
Όμως εκείνη δεν ήθελε να μεγαλώσει ακριβώς επειδή ήξερε σχεδόν όλες τις δύσκολες λέξεις, κι ήθελε να φοβάται την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα.
Φοβόταν την Ωραία Ελένη ακόμα και πριν την κρεμάσει η μαμά της πάνω απ’ το διπλό κρεββάτι, όταν ήταν τυλιγμένη σε ρολό και καταχωνιασμένη πίσ’ απ’ την πόρτα ακόμα, επειδή δεν ήταν διόλου ωραία. Την ξετύλιγε και την κοιτούσε ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να δει την ομορφιά στα μεγάλα μάτια της που παραήταν μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο, στη σκληρή μύτη της με τις χοντρές γραμμές και στα μακρυά μαύρα κυμματιστά μαλλιά της που δεν αντανακλούσαν το φως, μα δεν κατάφερνε τίποτα. Αν τη λέγαν απλώς Ελένη δεν θα τη φοβόταν τόσο. Ίσως να φοβόταν λίγο τα μάτια, αλλά δεν θα είχε σημασία. Ελένη έλεγαν και μια φίλη του μπαμπά της που δεν ήταν καθόλου τρομακτική. Δεν την έλεγαν Ωραία, όμως. Ούτε ήταν. Έγινε μόλις απέκτησε γιο – κι αυτό γιατί τα μαλλιά της έγιναν αμμοβολημένο χρυσάφι. Όταν τα μαλλιά κάποιας γίνονται χρυσάφι, μετάξι, βελούδο, φλόγες ή κάτι άλλο τέτοιο, τότε πάει να πει πως έχει γίνει απαραίτητη σ’ ένα θαύμα. Και ωραία.
Από την άλλη, φοβόταν την Κοκκόνα επειδή ήταν εξαιρετικά ωραία. Κοιτούσε με ζωντανά μάτια γεμάτα μυστήριο, μάτια πάντα επίμονα και υγρά και πότε-πότε πολύ αυστηρά. Το χαρτί κάτω απ’ το τζάμι της κορνίζας είχε πάρει να κάνει κύμματα από την υγρασία, κι έλεγε μήπως τις νύχτες έκλαιγε κρυφά η Κοκκόνα, έλεγε μήπως ήξερε κάτι λυπημένο, μήπως ήθελε να φοβάται όσους κυκλοφορούσαν στο σαλόνι της γιαγιάς – το οποίο δεν ήταν σαλόνι παρά μόνο όταν ήταν άδειο, διότι όταν ήταν γεμάτο ήταν πάντα υπνοδωμάτιο – μήπως ήθελε και δεν μπορούσε επειδή ήταν πια μεγάλη, ολόκληρη γυναίκα. Φοβόταν την υγρασία στα μάτια της και στο χαρτί. Φοβόταν μήπως η Κοκκόνα δεν ήταν ωραία στον κόσμο των εικόνων, μήπως την κοιτούσε έτσι αυστηρά επειδή μόνο αυτή την έβλεπε ωραία – μήπως πίστευε πως κατά βάθος την κοροϊδεύει. Φοβόταν επίσης πως δεν ήταν όμορφη όσο αυτή, πως ίσως τ’ αυστηρά μάτια τελικά να την κατέκριναν για την ασχήμια της, και πως τριαντάφυλλα στα μαλλιά και τέτοια όμορφα παλιά ρούχα δε θα φορούσε ποτέ – μα πιο πολύ φοβόταν μήπως, ήταν δεν ήταν όμορφη, κατέληγε νά ‘ναι μια εικόνα σ’ έναν τοίχο, βουβή, να κοιτά τον κόσμο από ψηλά κι από μακρυά.
Η Ωραία Ελένη δεν ήταν διόλου ωραία, αλλά την κοιτούσε πολύ περισσότερο απ’ την Κοκκόνα. Βρισκόταν εξ άλλου στο σπίτι της, κι όχι στο σπίτι της γιαγιάς της στο οποίο πήγαινε μια φορά τη βδομάδα. Είχε πάντα πιο πολλά να πει για την Κοκκόνα, αλλά είχε περάσει πολύ περισσότερη ώρα μπροστά απ’ την Ωραία Ελένη παρά μπροστά από ‘κείνη. Δεν κατάφερε ν’ αγαπήσει την Ωραία Ελένη ούτε τόσο δα. Τη συνήθισε, όμως. Το διπλό κρεββάτι της κρεββατοκάμαρας ήταν πρώτα το νησί της – τότε που στη μοναξιά ή στο σκοτάδι η θάλασσα του πατώματος δεν ήταν ασφαλής, και δεν το πατούσε παρά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Ήταν το νησί, κι ας κρεμόταν εκεί πίσω και πάνω απ’ τα μαξιλάρια η Ωραία Ελένη που δεν ήταν ωραία. Ύστερα άλλαξε. Δεν έπρεπε μάλλον να κοιμηθεί ποτέ μαζί με άλλον στο νησί. Άλλαξε αέρα κι ούτε που μοιάζει με νησί πια – κι ούτε που πατάει εκεί πια. Έτσι δε χρειάζεται να βλέπει άλλο την Ωραία Ελένη και να θυμώνει που δεν μπορεί ούτε τώρα να την αγαπήσει πιο πολύ επειδή τα μαλλιά της δεν αντανακλούν το φως, και να φοβάται.
Με την Κοκκόνα προσπάθησε πολλές φορές να μιλήσει αλλά αυτή δεν έβγαζε μιλιά. Σκέφτηκε μήπως έφταιγε το τζάμι κι έδωσε μία μέρα μια να το σπάσει για να της μιλήσει στ’ αυτί, αλλά και πάλι σώπαινε εκείνη. Το τζάμι το άλλαξαν, το άλλαξε ένας θείος της ένα Πάσχα, κι η Κοκκόνα εκεί, κοιτούσε, και κοιτούσε, και κοιτούσε – κι ούτε τον εαυτό της παρηγορούσε, ούτε έδινε παρηγοριά.
Η γιαγιά της έλεγε όλες τις περιποιημένες κοπέλες κοκκόνες, έτσι είχε πάρει τ’ όνομά της η Κοκκόνα. Για τη μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει, βέβαια, δεν υπήρχαν άλλες κοκκόνες. Μόνο αυτή η Κοκκόνα, κι οι λίγοι άνθρωποι που είχαν τέτοια μάτια σαν τα δικά της – λίγο υγρά, λίγο αυστηρά – ποτέ δεν έμειναν για πολύ καιρό στη συντροφιά της για να τους τη γνωρίσει μήπως και λύσουν μαζί τα μάγια της σιωπής της. Είχε αποφασίσει πως όλα τα καταλάβαινε η Κοκκόνα. Όλα τα ήξερε μέσα στην ομορφιά της. Όλα τα ήξερε, κι αν κάποτε της μιλούσε όλα θα λύνονταν χωρίς να πάψει να τη φοβάται. Καμμιά φορά μετάνοιωνε που της έσπασε το τζάμι έτσι απότομα, αλλά τί νά ‘κανε που δε μιλούσε, που ποτέ δε μιλούσε; Μπορεί βέβαια νά ‘χε θυμώσει που της τό ΄σπασε και αν ήταν να μιλήσει κάποτε τελικά να μη μιλούσε ποτέ.
ΙΙ.
Σιωπούσε η Κοκκόνα, περνούσαν τα χρόνια. Μεγάλωσε κι η βερυκοκιά στην αυλή της γιαγιάς τόσο που να κρατάει ένα κοριτσάκι μικρό να κάνει κούνια, αλλά άργησε και το κοριτσάκι είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Αραίωσαν οι επισκέψεις στο χωριό, ανέβηκαν τοίχοι, κατέβηκαν τοίχοι, βάφτηκαν άλλα χρώματα οι πόρτες, τα μαλλιά της, το γύρω-γύρω απ’ τα μάτια της – μόνο τα μάτια της Κοκκόνας έμεναν ίδια κι ας είχε να τη δει χρόνια. Να τη δει και τι να καταλάβει; Από μνήμη τα πήγαινε πολύ καλά, πιο καλά απ’ όσο ήθελε, θυμόταν το κάθε κύμμα στο χαρτί πίσω απ’ το νέο – πάλιωσε πια κι αυτό – τζάμι, τα γενέθλια όλων όσων την είχαν ξεχάσει, τα τηλέφωνα που δεν την καλούσαν πια, τα ονόματα που έδινε στα ποδήλατά της, στ’ αμάξια των γονιών της, τις λακούβες στο δρόμο για την Ολυμπιάδα πριν φτιάξουν το νέο δρόμο, τα χρώματα στο καβούκι μιας χελώνας που τάιζε κάποτε, όλα τα μάτια σαν της Κοκκόνας... Ανάμεσα στ’ άλλα παιδιά πάντα την ταλαιπωρούσε η μνήμη. Όλα ξεχνούσαν εύκολα, γρήγορα. Ανάμεσα στις άλλες γυναίκες δεν έψαξε καν να συγκρίνει τι και πώς.
Καμμια φορά φοβόταν μήπως τα μαλλιά της δεν αντανακλούσαν το φως και μήπως τα μάτια της ήταν πολύ μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο. Μήπως το μόνο πράγμα που είχε ξεχάσει πριν ακόμα το μάθει ήταν πως την έλεγαν κι αυτή Ελένη, και μήπως η Ωραία Ελένη κι η Κοκκόνα, άσπονδες φίλες, γελούσαν πίσω απ’ την πλάτη της κάθε φορά που θυμόταν τη μια με φόβο και συγκατάβαση, και την άλλη με φόβο και λατρεία. Μήπως δεν μπόρεσε ποτέ να φοβηθεί το σκοτάδι γιατί ήξερε όλες σχεδόν τις δύσκολες λέξεις. Μήπως τα μάτια της Κοκκόνας θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε στη ζωή της, μιας και τα έβλεπε κάθε νύχτα πριν κοιμηθεί και κάθε φορά που παραληρρούσε απ’ τον πυρετό κατά τη διάρκεια κάποιας υποτροπής της ετήσιάς της αμυγδαλίτιδας – δεν ήθελε να πάψει ν’ αρρωσταίνει κάθε χρόνο, τα παιδιά αρρωσταίνουν κάθε χρόνο, αλήθεια δεν ήθελε, κι ας αρρώσταινε Χριστούγεννα, ή και Πάσχα, κι ας είχε πυρετό πάντα στις διακοπές. Και πάντα έβλεπε αγγέλους όταν είχε πυρετό. Αγγέλους με τα μάτια της Κοκκόνας έβλεπε, αγγέλους με τα μάτια λίγο υγρά και λίγο αυστηρά να της προσφέρουν δροσερή πορτοκαλάδα σε γυάλινο ποτήρι που τα δάκτυλά της, τα φλογωμένα απ’ τον πυρετό, το έβρισκαν παγωμένο κι έντονο σαν ήλιο.
Τίποτα δεν ήξερε να φτιάχνει που να μη μιλούσε για την Κοκκόνα. Τίποτα δεν ήξερε να εκτιμά που δεν ήταν έστω λιγάκι σαν την Κοκκόνα. Η Κοκκόνα είχε μακρυά λευκά δάκτυλα. Η Κοκκόνα τραγουδούσε. Η Κοκκόνα αγαπούσε την Ωραία Ελένη κι έβλεπε τα μαλλιά της σα μαύρο βελούδο. Η Κοκκόνα χάρισε έναν καθρέφτη στην Ωραία Ελένη με σκαλισμένη αφιέρωση στην πίσω πλευρά του: «Για να θαυμάζεις το θαύμα.». Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα θα της μάθαινε να χορεύει παλιούς χορούς.
Κάποτε ζωγράφισε μια γύψινη μάσκα ίδια με την Κοκκόνα και τη φόρεσε σε κάποιον, αλλ’ αυτός δεν άντεξε να μένει ανέκφραστος κάτω απ’ το βάρος της, κι έτσι έπεσε. Μιαν άλλη φορά νόμισε πως είδε την Κοκκόνα στο δρόμο και πως θα περπατούσε δίπλα της όσο υπήρχε μουσική.
Κάποτε ζωγράφισε μια γύψινη μάσκα ίδια με την Κοκκόνα και τη φόρεσε σε κάποιον, αλλ’ αυτός δεν άντεξε να μένει ανέκφραστος κάτω απ’ το βάρος της, κι έτσι έπεσε. Μιαν άλλη φορά νόμισε πως είδε την Κοκκόνα στο δρόμο και πως θα περπατούσε δίπλα της όσο υπήρχε μουσική.
ΙΙΙ.
Τώρα κοιτάζει στον καθρέφτη και βλέπει την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα να την κοιτούν άπιαστες πίσω απ’ τα τζάμια τους, και πατά πάνω στη θάλασσα, και φορά τριαντάφυλλο στα μαλλιά, τ’ αλλάζει κάθε που μαραίνεται. Θαρρεί πως βουλιάζει, πως τα μαύρα φύκια της γλείφουν τα πόδια – αρπάζει τη μάσκα που επιπλέει στα νερά πριν βουλιάξει και την κολλάει βίαια στο πρόσωπό της. Κλείνει τα μάτια. Κλείνει τ’ αυτιά. Η Κοκκόνα τραγουδάει. Λαα-σοολ-λαα-μιι... Η Κοκκόνα χαμογελάει. Λαα-σοολ-λαα-μιι... Δίνει μια γερή στον καθρέφτη. Δε σπάει. Δίνει κι άλλη μια, κι άλλη μια, και δε λέει να σπάσει. Η Κοκκόνα αγγίζει τα χείλη της Ωραίας Ελένης – δεν το βλέπει, μα το ξέρει. Συνεχίζει να χτυπάει τον καθρέφτη με μανία. «Φύγε», φωνάζει. «Φύγε, φύγε πια – ΦΥΓΕ!». Η Κοκκόνα χαϊδεύει τα μαλλιά-βελούδο κι η Ωραία Ελένη κοιτάζει τα λίγο υγρά-λίγο αυστηρά μάτια γαληνεμένη. Δεν το βλέπει, μα το ξέρει. «ΦΥΓΕ!» Η Κοκκόνα έχει φτερά που στάζουν πορτοκαλάδα και ήλιο. Η Ωραία Ελένη τ’ αγγίζει και γλύφει τα δάκτυλά της μεθυσμένη. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει κρατάει με τό ‘να χέρι τη μάσκα, και με τ’ άλλο χτυπάει τον καθρέφτη ρυθμικά. Τάτα τα τάτα τα, τα τα-ά τα, τάτατα τα τα τα. Τα φύκια κουνιούνται και τη χαϊδεύουν. Η Κοκκόνα χαϊδεύει τα μαλλιά-βελούδο και τα φύκια κουνιούνται. Η μικρή πιέζει τη μάσκα στο πρόσωπό της μ’ όλη της τη δύναμη, παίρνει φόρα και πέφτει πάνω στον καθρέφτη. Δε φωνάζει πια. Χτυπιέται στον καθρέφτη ξανά και ξανά. Σφίγγει τα μάτια της να μην ανοίξουν και δουν την Κοκκόνα να φιλά τα χείλη της Ωραίας Ελένης που δεν είναι πια σφιγμένα σε μια γραμμούλα μοναστικής αθωότητας κι έχουν μισανοίξει φιλήδονα, λαίμαργα κι αθώα σαν παιδιού μ’ επιλεκτική μνήμη μικρής διάρκειας μπροστά σε παγωτό σοκολάτα... Όχι, δε θ’ ανοίξει τα μάτια. Μια, δυο, τρεις, χτυπιέται στον καθρέφτη. Πάντα σιχαινόταν τα φύκια κι έτρεμε τη μαύρη θάλασσα. Μια, δυο, πέντε. Ο καθρέφτης λειώνει ξαφνικά λες και του άρεσε ο τελευταίος ρυθμός κι ο αριθμός πέντε, λειώνει σαν πρόθυμο κερί, κερί-παιχνίδι στα χέρια εραστών-κυνηγών της έκστασης υπό τη μορφή της έντασης. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει βυθίζεται μέσα και τινάζει τα πόδια της να ξεφορτωθεί τις μαύρες σταγόνες και το γλοιώδες γλείψιμο απ’ τα φύκια. Ανοίγει τα χέρια ν’ αγκαλιάσει το λειωμένο καθρέφτη. Στροβιλίζεται μέσα στο ασημένιο υλικό. Η Κοκκόνα φιλά το χέρι της Ωραίας Ελένης αλλ’ αυτή δεν θα το δει, δε θ’ ανοίξει τα μάτια – δε θ’ ανοίξει τα μάτια.
Στροβιλίζεται μέχρι που το ψυχρό κερί ψυχραίνει κι άλλο γύρω της, κι έξαφνα στεριώνει και κοκκαλώνει καθώς μια καμπάνα κάπου μακρυά αναγγέλει ένα γεγονός που δε θα την αγγίξει ποτέ. Όλα είναι πιο μακρυά τώρα. Τα χέρια και τα πόδια της είναι πολύ μακρυά τώρα. Νοιώθει μόνο το πρόσωπό της, το στήθος της, τους ώμους της και τη μάσκα με τα λίγο υγρά - λίγο αυστηρά μάτια. Έχει το τριαντάφυλλο στα μαλλιά της, αλλά δε μαραίνεται πια. Ένα φως σαν ήρεμη μα επιτακτική φωνή αγγίζει με σιγουριά τα μάτια της προστάζοντάς τα ν’ ανοίξουν. Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί πια. Η Ωραία Ελένη στέκεται πίσω απ’ την Κοκκόνα και την αγκαλιάζει απ’ τη μέση. Τωρα πια είναι στ’ αλήθεια Ωραία, αλλά δεν έχει σημασία. Η Κοκκόνα βάφει τα χείλη της κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Η Κοκκόνα βάφει τα χείλη της κοιτάζοντας την βαθειά στα μάτια. Όλα εκεί έξω γελούν. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Μισανοίγει τα χείλη κι εκπνέει τ’ ακροκέραμο, το εμπάσπερπτώσει και τις αυταπάτες. Ο καθρέφτης θολώνει απ’ το χνώτο και δεν είναι καθρέφτης ποτέ ξανά. Τα μάτια της Κοκκόνας είναι τα πιο όμορφα στον κόσμο. Ο καθρέφτης που δεν είναι πια καθρέφτης έχει όμορφη σκαλιστή κορνίζα, και το πορτραίτο με τη μάσκα μοιάζει ζωντανό – σαν αληθινό.
Υ.Γ. 1. Ζήτησα να μου επιτρέψουν να αναδημοσιεύσω τα κείμενα που για τη γέννηση τους οι λέξεις μου υπήρξαν η αφορμή. Η "αταλάντη" ήταν η τρίτη που δέχτηκε. Υ.Γ.2. Διευκρινίζω για όσους δεν ξέρουν το παιχνίδι των πέντε λέξεων ότι το παραπάνω κείμενο δεν έχει γραφεί απο εμένα, εγώ απλά έδωσα τις πέντε λέξεις και ζήτησα από την "αταλάντη" να γράψει ένα κείμενο που να περιέχει αυτές τις λέξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν το κείμενο που διαβάσατε.
1 σχόλιο:
Εφερα αντιφλεγμονωδη ,σπρει και καφε μαζι με την καλημερα μου και την αμεριστη συμπαρασταση Κουργιο μαννα!
Και τα τρια που γραφτηκαν μου αρεσαν πολυ και τα τρια με ταξιδεψαν
Γιωτα
Δημοσίευση σχολίου