Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007


Γιατί δε ζητάνε τίποτα
που να μην είμαστε υποχρεωμένοι
να δώσουμε.........

Τελευταία βδομάδα των Χριστουγέννων του 2001. Μόλις έχουμε εγκατασταθεί στο καινούργιο μας σπίτι και προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένας πανικός. Η Νάσια μέσα στο κουτί του δέντρου και η Νερίνα να τη κόβει βόλτες, για την ακρίβεια κάτι σε προσομοίωση πτήσης, με την ελπίδα ότι που θα πάει θα εκσφενδονιστεί στο «άπειρο και ακόμα παραπέρα». Ο καλός μου βάζει φωτάκια, εκατοντάδες φωτάκια και εγώ προσπαθώ να φτάσω τα ψηλά κλαδιά του δέντρου για να κρεμάσω τα μικρά ξύλινα στολίδια που με ευλάβεια συνέλεγα και συνεχίζω να συλλέγω μέχρι σήμερα. Αρχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο. «Τηλέφωνο!!!!!!!!» φωνάζω, γιατί στο σπίτι μας αντιλαμβανόμαστε το τηλέφωνο όχι από το «ντριν», αλλά από την κραυγή μου «το τηλέφωνο γαμότι μου». Ο καλός μου προσπαθεί απεγνωσμένα, ίδιος ψάρι σε δίχτυ, να ξεμπλεχτεί από τα καλώδια, η Νερίνα συνεχίζει την ανέλπιδα προσπάθεια να ξεφορτωθεί τη Νάσια και η Νάσια φωνάζει με όλη τη δύναμη της «κι άλλο, κι άλλο». Σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή ξετρυπώνω το τηλέφωνο κάτω από ένα σωρό ρούχα, παιχνίδια και χαρτιά και ρωτάω τσαντισμένη «Ναι;» «Έλα παιδί μου κοιμάσαι;». Η μαμά μου. Σωστή απάντηση σ' αυτή την ερώτηση δεν υπάρχει. Εάν πω «όχι μαμά δεν κοιμάμαι» μου την πέφτει γιατί δεν ξεκουράζομαι αρκετά με αποτέλεσμα να σέρνομαι, με αποτέλεσμα να αρρωστήσω, με αποτέλεσμα να αφήσω πίσω μου δύο παιδιά να μεγαλώνουν μόνα τους. Εάν πάλι πω «ναι μαμά κοιμάμαι» μου την πέφτει γιατί: είμαι μάνα εγώ; έχω δύο παιδιά να φροντίσω; άλλες στην ηλικία μου μεγαλώνουν εγγόνια και εγώ κοιμάμαι με αποτέλεσμα να αφήνω δύο παιδιά να μεγαλώνουν μόνα τους. Προσπερνάω το προφανές και απαντάω «στολίζω το δέντρο». Περιέργως δεν σχολιάζει και συνεχίζει, «Το απόγευμα θα μιλήσει στην Αντικαρκινική η Μπουχούτσου για τον παιδικό καρκίνο, άσε μου τα παιδιά να πας». "Η μαμά μου" σκέφτομαι. Καινούργιο σπίτι, Χριστούγεννα έρχονται, δέντρο στολίζουμε, πολύ ευτυχία δεν την αντέχει και παίρνει να με σαλτάρει σκέφτομαι και της λέω αποφασιστικά «όχι μαμά δεν θα πάω, μου αρκεί η τρέλα με τις κοινές αρρώστιες των παιδιών που κουβαλάω, δεν θα πέσω και στην εξειδίκευση», ενώ ταυτόχρονα σκέφτομαι πως μπορώ να ξορκίσω το κακό που για μια στιγμή πήγε να μου χαλάσει την εικόνα μιας τέλειας κατά τα άλλα μέρας. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή η Νερίνα αφού απέτυχε να εκσφενδονίσει τη Νάσια, εκσφενδόνισε τον εαυτό της και στο παρά πέντε την γλύτωσα και αυτή και το δέντρο από μια μεγαλειώδη όχι πτήση αλλά πτώση με στυλ.

Πρωτοχρονιά πια της ίδιας χρονιάς. Το σπίτι γεμάτο με τις έξη τους πια, να έχουν ανοίξει τα δώρα τους και να σκούζουν «πρώτα το δικό μου, πρώτα το δικό μου!!!». Έξη ενήλικες ως αλλόφρονες ξεπακετάρουμε, διαβάζουμε οδηγίες χρήσης, συναρμολογούμε, βάζουμε μπαταρίες, σιχτιρίζουμε το σύνολο της βιομηχανίας παιχνιδιών καθώς και το γνωστό πελαργό που φέρνει τα παιδιά, με τις αντοχές μας αντιστρόφως ανάλογες των παιδιών. Μια ώρα μετά, γύρω στις 2:00 πια και με ένα καθιστικό η χαρά της ανακύκλωσης και ενώ προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τις βάλουμε για ύπνο, συνειδητοποιώ ότι εδώ και τόσες μέρες δεν έχουμε βγάλει τη γνωστή πατροπαράδοτη φωτογραφία με τις έξη στο καναπέ. Βλέπετε δεν μας αρκεί το ότι τις κάναμε, θέλουμε και να τις καμαρώνουμε. Έτσι σε τακτά χρονικά διαστήματα από τη μέρα που γεννήθηκαν, η κάθε μια παίρνει τη θέση της στο τριθέσιο καναπέ μου μέχρι που φτάσαμε να γίνουν έξη και τις αποθανατίζουμε, έτσι για να μην χάσουμε τα πειστήρια. Περίεργο εκείνη τη φορά μόνο η Χ. και η Π. έρχονται, οι άλλες δεν μαζεύονται με τίποτα, μην τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ η παραδοσιακή φωτογραφία των έξη δεν τραβήχτηκε, ούτε και καμία από τις επόμενες μέρες, για πρώτη φορά από το 1997 που καθιερώθηκε η επετειακή φωτογράφιση των σκασμένων.

21 Γενάρη του 2002 πια. Με παίρνει η Χ. το μεσημέρι «Η Ε. κλαίει και παραπονιέται ότι την πονάνε πολύ τα πόδια της, τι λες να είναι;». «’Έλα μωρέ -της λέω- και η Νερίνα παραπονιέται κάποιες φορές, ίσως να χτύπησε κάπου, ίσως να έκατσε περίεργα, ίσως απλά να χαϊδεύεται». Ησυχάζει και ησυχάζω. Στο κάτω κάτω της αρκούσε και μόνο η διαβεβαίωση ότι μου έχει συμβεί και εμένα. Μετά από μια ώρα με ξαναπαίρνει «Της έδωσα Depon αλλά συνεχίζει να πονάει, κλαίει και σίγουρα δεν χαϊδεύεται, γιατί της είπα ότι εάν συνεχίσει να κλαίει θα χάσει το πάρτι που έχει να πάει το βράδυ και μου απάντησε ότι δεν θέλει να πάει». Το πράγμα δεν μοιάζει απλό πια, δεν μοιάζει κακό, αλλά είναι περίεργο. " Έλα μωρέ και εμένα με πόναγαν τα πόδια μου μικρή από τις αμυγδαλές, αλλά για καλό και για κακό πήγαινε την στο παιδίατρο". Με παίρνει μετά από δύο ώρες. «Είμαι στο Παίδων, μου λέει, με έστειλε ο παιδίατρος, της κάνουν εξετάσεις, θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις βγουν τα αποτελέσματα, αλλά από ότι μου λένε, γιατί έκανε και πυρετό μόλις ήρθαμε εδώ, κάποια ίωση που περνάει ή πέρασε της δημιούργησε τον πόνο στα πόδια, θα περιμένουμε μια εξέταση ακόμα και θα σε πάρω όταν γυρίσουμε σπίτι». Πέφτω για ύπνο και ακόμα δεν με έχει πάρει, αλλά σκέφτομαι "Παίδων είναι αργούν". Προσπαθώ να την πάρω εγώ, αλλά το τηλέφωνο είμαι απενεργοποιημένο. Γύρω στις 12 παρά χτυπάει το τηλέφωνο. «Έλα, τώρα έφτασες σπίτι;» τη ρωτάω. «Δεν είμαι σπίτι - μου λέει - θα μείνουμε στο Παίδων». Συνεχίζω να αμύνομαι –όχι σε εμάς, δεν μπορεί να συμβεί κάτι σε εμάς-, «Α, ακόμα να βγουν τα αποτελέσματα;» τη ρωτάω. «Τα αποτελέσματα βγήκαν», μου λέει. Προσπαθώ να ανασάνω, η φωνή της είναι επίπεδη, δεν με προετοιμάζει για αυτό που θα ακούσω «Λέγε τι είναι;». «Από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό, αύριο θα ξέρουμε ακριβώς». Δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι σημαίνει από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μυξούλες ήταν και για τις δύο μας –τη μάνα της και εμένα, εννοώ- κάτι κακό και ο μεγάλος πυρετός κάτι πολύ κακό. Στο τσακίρ κέφι των ανασφαλειών μας και η μηνιγγίτιδα. Αυτή σκέφτομαι και ως δια μαγείας νοιώθω ανακούφιση. «Μηνιγγίτιδα;» τη ρωτάω. «Όχι, καρκίνος στο αίμα» μου λέει. Δεν καταλαβαίνω, νοιώθω ότι έχω αλλάξει διάσταση, ο Τ. στέκεται δίπλα μου και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Η Χ. μου κλείνει το τηλέφωνο, ενώ ταυτόχρονα κάνω και εγώ την ίδια κίνηση. Κάθομαι κάτω κουλουριασμένη σε μια γωνιά του σπιτιού κρατώντας το τηλέφωνο αγκαλιά και το νανουρίζω σα μωρό. Ο Τ. με ταρακουνάει «λέγε τι τρέχει, τι είναι, τι σου είπε;». Δεν μπορώ να του μιλήσω, δε θέλω να του μιλήσω, η φωνή του με ενοχλεί, σχεδόν νοιώθω ότι αυτός φταίει για ότι μας συμβαίνει, ώσπου ξαφνικά τον βλέπω και με τον ίδιο μηχανικό στερημένο από χρώμα τόνο φωνής της Χ. του λέω «Από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό, αύριο θα ξέρουμε ακριβώς». Δεν καταλαβαίνω -μου λέει- τι εννοείς; Τι κακό;» «Καρκίνος του λέω στο αίμα, λευχαιμία» και ταυτόχρονα τον σπρώχνω μακριά μου, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε και η πόρτα στο "κακό", έστω και εάν αυτή που θιγότανε άμεσα ήταν αυτή που εγώ λέω "οικογένεια μου υπό την ευρεία έννοια", με την Ε., την επτάχρονη σχεδόν τότε ανιψιά μου , να ξεκινάει ένα ταξίδι με εμάς εκείνες τις ώρες απλά να την κοιτάμε και σχεδόν να μην την βλέπουμε………

Πέντε χρόνια και 97 μέρες μετά, νομίζω. Στις 27 του Μάρτη η Ε. έκλεισε τα 11. Πάει στη Ε’ Δημοτικού, κάνει μπαλέτο –οι δασκάλες της μιλάνε για ένα πραγματικό ταλέντο-, τη ρυθμική τη σταμάτησε –το μπαλέτο νίκησε προς μεγάλη μου ικανοποίηση-, απολαμβάνει τη κάθε στιγμή, γελάει, δεν μιλάει για τις μέρες στο νοσοκομείο, παρά μόνο όταν χρειάζεται να πείσει τις άλλες για την αναγκαιότητα να ακολουθήσουν μια θεραπεία ή για να σταματήσουν να κλαίνε με το παραμικρό χτύπημα, της αρέσει να βγάζει φωτογραφίες γιατί έτσι μπορεί να κρατήσει μέρες και ανθρώπους που μαζί τους πέρασε καλά, θέλει να γίνει γιατρός, μάλλον αιματολόγος, θα σπουδάσει στη Γαλλία, στο Παστέρ λέει, δεν αφήνει τίποτα να της χαλάσει τη μέρα, έχει ξανά τα μακριά πυκνά μαλλιά της, κλασσική της έκφραση είναι το «ουπς», το λέει κάθε φορά που αλλάζει γνώμη για κάτι, εγώ και η μάνα της λέμε ότι τη μέρα που θα γεννήσει το πρώτο της παιδί αφού της ρίξουμε ένα γερό χέρι ξύλο θα φύγουμε για 2 χρόνια διακοπές στη Παταγωνία, δηλαδή εγώ θα πάω στη Παταγωνία τη Χ. για Αγγλία τη κόβω, παίζει συνέχεια, κάνει ποδήλατο σαν τρελή, λατρεύει τη θάλασσα, για την ακρίβεια τις βουτιές, σπάνια μένει στην επιφάνεια, μέσα στη θάλασσα αλλά στη κυριολεξία, δεν υπάρχει τίποτα που να αποφασίσει να κάνει και να μην το κάνει τέλεια, αλλά αρκετά έξυπνη ώστε να μην δοκιμάζει τίποτα που δεν είναι σίγουρη ότι μπορεί να το κάνει τέλεια. Τι κερδίσαμε; Την Ε. Τι χάσαμε; Την αίσθηση ότι σε εμάς δεν πρόκειται να συμβεί το «κακό». Τι μάθαμε; Δεν ξέρω. Για την ώρα αποφεύγουμε να κάνουμε απολογισμό, να κατανοήσει ο καθένας μας τι έγινε. Σαν την Ε. όταν κάποιες φορές το μυαλό μας πάει αλλού με ένα «ουπς» αλλάζουμε κουβέντα.

Υ.Γ. Όταν η Ε. έχασε τα μαλλιά της από τις χημειοθεραπείες προβληματιστήκαμε για το πώς θα μιλήσουμε στα παιδιά για αυτό. Αποφάσισα να μην προετοιμάσω την Νερίνα και τη Νάσια, από τη στιγμή που και η ίδια η Ε. το αντιμετώπιζε σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, κομμάτι της θεραπείας που θα της επέτρεπε να γίνει καλά. Όταν μετά από έξη μήνες βγήκε για πρώτη φορά από το νοσοκομείο και κατέβηκε κάτω κατάλαβα γιατί θεωρούν τα παιδιά «σκληρά». Το μόνο που τους ένοιαξε είναι το ότι ήταν πάλι μαζί. Ούτε η Νερίνα ούτε η Νάσια, ούτε η αδελφή της E. ασχολήθηκαν με την έλλειψη των μαλλιών, έτσι που νοιώσαμε ότι μπορεί και να μην το πρόσεξαν καν. Δεν τα λέω τυχαία ζαβά και σκασμένα εγώ…...

Υ.Γ. Χωρίς σχόλια....



Περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες εδώ


Σάββατο 28 Απριλίου 2007

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007


Γιατί δε ζητάνε τίποτα
που να μην είμαστε υποχρεωμένοι
να δώσουμε.........


Περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες εδώ


Παρασκευή 27 Απριλίου 2007

Παραμύθι;


Μια φορά και ένα καιρό ίσως δύο φορές μπορεί και τρεις, αλλά εγώ αυτή τη μια ξέρω, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι με τέσσερα μάτια. Ίσως αυτό για μας να είναι λίγο περίεργο αλλά στη χώρα της ήταν ευλογία. Τα περισσότερα κοριτσάκια σ’ αυτή τη χώρα δεν είχαν καθόλου μάτια. Στη θέση των ματιών τους φύτρωναν δυο μικρά γιασεμιά, με τόσο μικρά μικρά ανθάκια που το άρωμα τους έφτανε στις μύτες των άλλων μαζί με την υποψία του. Ψηλά στη κορυφή των μικρών γιασεμιών, ίσα ίσα εκεί που τελείωναν τα φρύδια τους, υπήρχαν δύο λιλιπούτειες κεραίες λεπτές σαν ιστοί παιδούλας αράχνης, που καθοδηγούσαν τα κοριτσάκια για να κινούνται. Εξαιτίας του μεγέθους τους, πολλές φορές αρκούσε μια δυνατή ανάσα για να αρχίσουν τα κοριτσάκια να κινούνται ανεξέλεγκτα με αποτελέσματα από αστεία ως πολλές φορές μοιραία για τη ζωή τους. ‘Έτσι μετά από πολλά μαθήματα που έγιναν παθήματα τα μικρά κοριτσάκια σε αυτή τη χώρα κινιόντουσαν μόνο σε καταστάσεις πλήρους άπνοιας και μετά από μια διαδικασία που τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τη σωματική τους ακεραιότητα. Το αποτέλεσμα ήταν σε αυτή τη χώρα τα μικρά κοριτσάκια με τον καιρό να επιλέξουν να ζουν μια ακίνητη ζωή. Με τον καιρό οι κεραίες χάσανε την ευαισθησία τους και τα δύο μικρά μάτια γιασεμιά αρχίσαν να γερνάνε γρήγορα και μαζί τους και τα μικρά κοριτσάκια, που πριν προλάβουν να μεγαλώσουν γερνούσαν για να καταλήξουν μικρές φιγούρες με δύο ξεραμένα γιασεμιά για μάτια. Τη χρονιά που γεννήθηκε η Νέσια –έτσι την ονόμασαν, από το Νε που στη χώρα τους σήμαινε μάτια και –σια που στη χώρα τους ήταν ο αριθμός τέσσερα- ήταν το μοναδικό κοριτσάκι της χρονιάς. Βλέπετε οι άρχοντες, αναγνωρίζοντας την οδύνη που προκαλούσε το θέαμα δεκάδων μικρών κοριτσιών ακίνητων έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, αποφάσισαν να μην επιτρέψουν σε κανένα άλλο κοριτσάκι να γεννηθεί. Έτσι βγήκε διάταγμα που απαγόρευε στους άντρες να γεννούν και να αφήνουν στη ζωή μικρά τυφλά κοριτσάκια με μάτια γιασεμιά. Ξέχασα να σας πω ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν υπήρχαν ζευγάρια. Οι γυναίκες εκτελούσαν χρέη γλάστρας σε κήπο και οι άντρες φρόντιζαν -γεννώντας αυτοί- την διαιώνιση του είδους σε πλήρη αρμονία με την διατήρηση του ονόματος της χώρας σαν ο «παράδεισος των γιασεμιών». Όμως πια κανείς δεν ερχόταν σε μια χώρα που τα αξιοθέατα της έπαιρναν τη μορφή απολιθωμένου δάσους και μύριζε απ’ άκρη σε άκρη πεθαμένο γιασεμί. Ο πατέρας της Νέσια στην αρχή ξεγελάστηκε, μιας και πουθενά στη κοιλιά του δεν ένοιωθε εκείνο το γνωστό γαργάλημα που του προκαλούσαν οι κεραίες μέσα στη κοιλιά και έτσι θεώρησε, όχι χωρίς ανακούφιση, ότι στη κοιλιά του μεγάλωνε ένα μικρό αγόρι. Ακόμα και την ώρα της γέννας, όταν του την έδωσαν, του είπαν «αγόρι να σας ζήσει» και για λίγο έμεινε να θαυμάζει τα δύο μεγάλα πράσινα σαν φύλλα γιασεμιού –πως του ήρθε τώρα αυτό;- μάτια του μωρού. «Σπάνιο χρώμα» σκέφτηκε και προσπάθησε να θυμηθεί ποιος στην οικογένεια είχε τέτοιο χρώμα ματιών και εδώ που τα λέμε και μαλλιών. Βλέπετε τα μαλλιά του μωρού έμοιαζαν και αυτά με φύλλα γιασεμιού, λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από τα μάτια. Το μικρό τον κοίταξε και αυτός άπλωσε τα χέρια να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Φώναξαν ταυτόχρονα και οι δύο. Το μικρό με εκείνη τη κραυγή των μωρών που σημαίνει «αουτς με πόνεσες!», αυτός με εκείνη την κραυγή των μεγάλων που σημαίνει «αυτό που συμβαίνει ή που θα συμβεί θα με πληγώσει». Με προσοχή παραμέρισε τα μαλλιά του μωρού και εκεί στη κορυφή αντίκρισε δύο άλλα μάτια να τον κοιτάνε, όχι πράσινα σαν τα άλλα, αλλά λευκά με πιο σκούρες λευκές ίνες, ίδια με γιασεμιά, να τον κοιτάνε μισό κλαμένα, μισοθυμωμένα. Τρομαγμένος ξεγύμνωσε το μωρό και έμεινε ανήμπορος να βλέπει αυτό που δεν ήθελε να δει ούτε αυτός, ούτε και αυτός που τον βοήθησε να ξεγεννήσει. Το μωρό ήταν κορίτσι, ένα κορίτσι με τέσσερα μάτια. Όταν ξεπέρασε τον πρώτο τρόμο, άρχισε να σκέφτεται τις συνέπειες. Σίγουρα δεν θα τον τιμωρούσαν γιατί δεν μπορούσε να ξέρει ότι θα γεννούσε κορίτσι, όμως πάλι ποιος μπορούσε να ξέρει και είχε άλλα εννιά αγόρια να θρέψει και τέσσερα κορίτσια από τότε που ακόμα επιτρεπόταν η γέννηση τους. Όμως η διαταγή το έλεγε ρητά «Όποιος γεννήσει κορίτσι τιμωρείται και θα εξορίζεται για πάντα από την χώρα». Πανικοβλημένος άρχισε να σκέφτεται τρόπους να γλυτώσει. Το μωρό είχε κοιμηθεί αποκαμωμένο με το πρόσωπο του χωμένο στο λαιμό του. "Πως δεν το κατάλαβα;" σκέφτηκε εισπνέοντας τη μυρωδιά των μαλλιών του μωρού. Γιασεμί. Όχι όμως σαν την μυρωδιά που έφερνε ο νοτιάς τα απογεύματα και θύμιζε σαπίλα και θάνατο, αλλά σαν εκείνη του πρώτου καιρού που σε έκανε να θέλεις να τα παρατήσεις όλα και να αρχίσεις να χορεύεις σαν παλαβός………… (Συνεχίζεται;;; Και συνειδητά δεν κλείνει η παρένθεση...


Υ.Γ. Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Το έγραψα ως συνήθως με τη μια πριν από δυο βδομάδες περίπου και η πρώτη μου σκέψη ήταν να το σβήσω. Και οι επόμενες σκέψεις μου το ίδιο. Δεν ξέρω γιατί το έγραψα. Δε γράφω γενικώς και αορίστως Πάντα κάτι γύρω μου με αναγκάζει να το κάνω και παρορμητικά αρχίζω να γράφω, ελεγχόμενα παρορμητικά ίσως αλλά πάντα με αυτό τον τρόπο.

Τρίτη 24 Απριλίου 2007

Πρωινό ξύπνημα, λέγε με Blogανάπαυση




Καλημέρα. Δεν εγκαταλείπω, αλλά για λίγο μπαίνουμε, εγώ και το blog, σε blogανάπαυση, κατά το αγρανάπαυση, απαραίτητη για να ξαναβρούμε το κέφι μας. Ξαφνικά έμοιαζε να γίνεται "υποχρέωση" κάτι σαν δουλειά ένα πράγμα και άρα προβλέψιμο και το χειρότερο ελέγξιμο.

H "Καλημέρα" στα blog σας μέχρι νεωτέρας.............που μεταξύ μας με εμένα μπορεί να είναι και σε μια ώρα (η "νεωτέρα εννοώ")...

Κυριακή 22 Απριλίου 2007

Κυριακάτικη παροιμία (αφιερωμένη)


Ένα φυλακισμένο σκυλί γαβγίζει στα τσιμπούρια του.

Ένα σκυλί που κυνηγά ούτε που τα προσέχει.

(Κινέζικη παροιμία)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2007

Πρωινό ξύπνημα ή Άσκηση Αισιοδοξίας Νο...., δεν θυμάμαι νούμερο



Καλημέρα

Οι παραδοχές


1/ Είναι άνοιξη και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τ' αλλάξω.

2/ Έρχεται καλοκαίρι και αυτό είναι κάτι που φοβάμαι μην μου τ' αλλάξουν.

3/ Τα ασιδέρωτα έχουν σχέση αντιστρόφως ανάλογη με τις αντοχές μου και αυτό είναι επίσης κάτι που δεν μπορώ να τ' αλλάξω.

4/ Τα παιδιά πάνε σχολείο και αυτό σημαίνει ότι κάθε πρωί πρέπει να ξυπνάω από τα μαύρα χαράματα και αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να τ' αλλάξω.

5/ Η καθημερινότητα μου μου αρέσει και αυτό είναι κάτι που φοβάμαι να μην μου τ' αλλάξουν.

6/ Τα αυτονόητα για όλους είναι υπό διαπραγμάτευση και αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να τ' αλλάξω.

7/ Πολύ γύρη, πολλές αλλεργίες και αργεί και η εποχή που θα σκάσει μύτη στα μανάβικα το καρπούζι και αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να τ' αλλάξω, όχι χωρίς εκπτώσεις στη γεύση.

8/ Τελευταία δεν απολαμβάνω πια το ότι μεγαλώνω και μπαίνει και αυτό σε αυτά που πρέπει να πάρω απόφαση ότι δεν μπορώ να τ' αλλάξω.

9/ Δεν μου αρέσει να τρέχω και όμως όλο και συχνότερα θέλω να το βάλω στα πόδια και αυτό και εάν δεν μπορώ να τ' αλλάξω.

Από την άλλη όταν κοιτάω γύρω μου, ένας άντρας, δυο παιδιά, ένας γάτος, δυο χελώνες και καμιά εικοσαριά πλυντήρια, όλοι και όλα τους να αιωρούνται στο χώρο και τότε όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να αλλάξουν αυτό που νοιώθω: Είμαι εδώ που θέλω να είμαι και η μόνη άμυνα μου είναι ότι το ότι υπάρχουν αυτά και οι φόβοι μου μην αλλάξουν.

(Τώρα οφείλω να παραδεχτώ ότι μια ασάφεια την έχω, αλλά αυτό δεν θέλω να τ' αλλάξω.)

Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Πρωινό ξύπνημα



Καλημέρα σας παιδιά χωρίς τρα, λα, λα. Απο τα άγρια χαράματα ξυπνήσαμε σήμερα. Τα ξυπνήσαμε, τα πλύναμε, τα ταίσαμε, τα ποτίσαμε, τα ντύσαμε, τα χτενίσαμε, φάγαμε τον τόπο να βρούμε το ανθολόγιο της μεγάλης, δεν το βρήκαμε και φύγανε για το σχολείο. Ελπίζω την τρίτη ώρα να αποκτήσουν επαφή με το περιβάλλον. Εμένα πάλι δεν με κόβω τώρα κοντά να αποκτάω επαφή με το περιβάλλον.

Σπέσιαλ καλημέρα σήμερα στον νέο συγκάτοικο της Ραλλούς. "Κούλη καλημέρα"........!

Παρασκευή 13 Απριλίου 2007

Πρωινό ξύπνημα


Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός

Σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει

Μα εσύ σε λίγο δεν θα βρίσκεσαι εδώ

Κάποιοι άλλοι θα παλεύουν με τη σκόνη

Θέλεις ξανά ν' αποτελειώσεις μοναχός

Ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει

Κάτω απ' τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός

Μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι

Ποιοί χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό

Ποιές θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι

Ποιός άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω

Πες μου ποιό φόβο αγάπησες πάλι

Σε ποιό όνειρο σε ξύπνησαν βρεμένο, λειψό

Ποιοί δαίμονες ποτίζουν την καινούρια σου ζάλη

Ποιός έρωτας σε σπρώχνει πιό μακριά από δω

Πες μου ποιό φόβο αγάπησες πάλι

Το όνειρο που σ' έφερε μια μέρα ως εδώ

Σήμερα καίγεται, σκουριάζει και σε διώχνει

Μια σε κρατάει στη γη, μια σε ξερνάει στον ουρανό

Το ίδιο όνειρο σε τρώει και σε γλυτώνει

Θέλεις ξανά ν' αποτελειώσεις μοναχός

Ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει

Κάτω απ' τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός

Μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι

Ποιά νήματα σ' ενώνουν με μια άλλη θηλιά

Ποιά κύματα σε διώχνουν απ' αυτό το λιμάνι

Ποιά μοίρα σε φωνάζει από την άλλη μεριά

Πες μου ποιό φόβο αγάπησες πάλι

Ποιά σύννεφα σκεπάσαν τη στεγνή σου καρδιά

Ποιά αστέρια τραγουδάνε τη καινούρια σου ζάλη

Ποιό ψέμα σε κρατάει στην αλήθεια κοντά

Πες μου ποιό φόβο αγάπησες πάλι

Ποιές λέξεις μέσα σου σαπίζουν και δεν θέλουν να βγουν

Ποιά ελπίδα σ' οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη

Ποιά θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού

Πες μου ποιός φόβος σε νίκησε πάλι...


(Τρύπες, "Καινούργια Ζάλη")

Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Τώρα έχουμε ένα υπαρκτό μυστήριο στα χέρια μας και μια ψόφια πάπια




Το ερώτημα είναι εάν το μυστήριο είναι τόσο ψόφιο όσο ανεπίστρεπτα υπαρκτή είναι η πάπια, καταλήγοντας έτσι στο γνωστό κολομβικό ερώτημα που βασάνισε επί χρόνια υπαρξιακά κότες και ανθρώπους και δεν απαντήθηκε ποτέ ικανοποιητικά ούτε από τις κότες ούτε από τους ανθρώπους. Ευλόγως μπορούμε να υποθέσουμε, θα μου πείτε από πού ευλόγως; ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους που άφησε το μάταιο τούτο κόσμο η πάπια. Απ’ την άλλη, όσο και να ‘ναι αυτή μια καλή δικαιολογία, ικανή να ανακουφίσει πλήθος παπιόφιλων, σχετικά με το πως και ακόμα περισσότερο το γιατί τα τίναξε η πάπια, διότι όσο και να το κάνουμε, κάλλιο να την κάνει η πάπια από άλυτο μυστήριο, παρά από διατροφικό μαρτύριο, διατροφικό δικό μας ουχί της πάπιας. Ανησυχίες όλων των τύπων τέλος εδώ. Τα πράγματα είναι πιο απλά και ανύπαρκτα από το υπαρκτό μυστήριο που αφήνει νεκρές πάπιες στο πέρασμα του. Μια δύναμη από αυτές που δεν με πιάνουν από το μανίκι, αλλά τις πιάνω εγώ απ’ την ουρά και δίκην κομήτη διασχίζουμε την σφαίρα, τι ποια σφαίρα; Τη γνωστή σφαίρα, βρέστε και κάτι μόνοι σας επιτέλους. Τέρμα η μασημένη τροφή και όλοι ξέρουν ότι ψόφια πάπια δε τρώγεται, καθώς επίσης και τα ψόφια σαλιγκάρια και άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Όχι δεν βρίσκομαι σε ζωοφιλικό παραλήρημα, με τι φόντα άλλωστε; Βρίσκομαι σε γενικό παραλήρημα. Όλα τρέχουν γύρω μου και εγώ γαντζωμένη αφήνω μεγαλοπρεπείς σπίθες, αποτέλεσμα της επαφής με το έδαφος και της γνωστής δύναμης, τριβή νομίζω ότι τη λένε, επίσης επιστημονικά αναφέρεται και ως φωτιά στα μπατζάκια μας. Καλοί μου άνθρωποι, υπαρκτό μου μυστήριο και ψόφια πάπια μην φοβάστε, η συντέλεια δεν ήρθε και επίσης αργεί ο καιρός των καλοκαιρινών εκπτώσεων και ως εκ τούτου προφανής λόγος να αρχίσετε να τρέχετε μαζί μου δεν υπάρχει, πόσο μάλλον να σέρνεστε πίσω από τον προαναφερθέντα κομήτη. Εγώ το αποφάσισα από εδώ και πέρα θα βουτάω το ωραίο μωβ κάτι φτερό, ένα από αυτά που βλέπετε στη εικόνα δεξιά όπως κοιτάμε το μπλογκ, ναι, της παπίτσας είναι και αυτό, στο μεγαλοπρεπές κίτρινο του κρόκου και για όσο αντέξει θα γράφω τα κροκί αυτιστικά μου κείμενα προσπαθώντας να λύσω το υπαρκτό μυστήριο του θανάτου της βρωμοπάπιας. Μεταξύ μας το αυγό κοτίσιο μοιάζει. Με αυτά και μ’ αυτά έχω βάσιμες υποψίες ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο οι κότες του Κολόμβου ξεκίνησαν τη φασαρία.

Υ.Γ.1 Όχι πανικός, όχι πανικός, όσο και εάν δεν φαίνεται η κατάσταση ελέγχεται πλήρως. Εγώ πάλι δεν ξέρω, αλλά αφού δεν πρόκειται να συναντηθούμε δεν διατρέχετε κανένα κίνδυνο.

Υ.Γ.2 Μην αποπειραθείτε να το δοκιμάσετε σπίτι και ειδικά όταν είστε μόνοι σας.

Oh, Mon Dieu





Είχα ανάγκη απο χρώμα και φασαρία και άλλη δικαιολογία δεν έχω. Είναι και ένας τρόπος να δοκιμάσω τις ιντερνετικές μου φιλίες !!!!!!!!

Τετάρτη 11 Απριλίου 2007

Μια έκκληση

(περισσότερες πληροφορίες : εδώ)



Αυτά έγραψε ο N.Ago

Παρακαλείτε όποιος blogger το επιθυμεί, ας βάλει το συγκεκριμένο θέμα στο δικό του blog του! Το Καλιβάτσι (Kalivaci), είναι ένα ορεινό χωριό στο νομό Τεπελενίου στη νότια Αλβανία. Χωρισμένο σε πέντε μαχαλάδες, σε μια πολύ μεγάλη γεωγραφική έκταση, κάποτε, στις αρχές του 90’, απαριθμούσε περίπου 2000 κατοίκους και 350 οικογένειες! Μετά το άνοιγμα των συνόρων - όπως συνέβη παντού στην Αλβανία - κι από το χωριό αυτό, μετανάστευσε ο περισσότερος πληθυσμός. Σήμερα, έχουν μείνει κοντά 100 οικογένειες από τις οποίες, ενεργές είναι το 50% περίπου! Από αυτές προέρχονται και τα παιδιά του σχολείου του χωριού (Δημοτικό - Γυμνάσιο) που απαριθμεί 110 μαθητές. Αυτό, όμως, που πρέπει εδώ να σημειωθεί είναι ότι, η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων που έχουν απομείνει εκεί, αν και υπάρχουν οι εξαιρέσεις, είναι αρκετά δύσκολη, για να μην χρησιμοποιήσω άλλη λέξη. Μαζί με τους δασκάλους και καθηγητές, έχουμε αναλάβει μια πρωτοβουλία που θα βοηθήσει έστω στο ελάχιστο, τους μαθητές του χωριού και θα ελαφρύνει έστω λίγο τον οικογενειακό προϋπολογισμό των γονιών τους, για το επερχόμενο σχολικό έτος.

Ξεκινώντας από εσάς τους επισκέπτες αυτού του ταπεινού blog, που η γνωριμία μεταξύ μας είναι εντελώς ανιδιοτελής και χωρίς κανένα συμφέρον, κάνω έκκληση σε όλους, όποιος μπορεί να βοηθήσει, ας το κάνει. Αυτό που σκεφτήκαμε είναι να προσφέρουμε σε κάθε παιδί -μαθητή, στις 12 Αυγούστου που γιορτάζονται και τα 70 χρόνια της λειτουργίας του σχολείου, μια σχολική τσάντα για κάθε μαθητή μαζί με τη γραφική ύλη (τετράδια, μολύβια, κασετίνα, γεωμετρικά σχήματα, πλαστελίνες). Θα είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Πριν απευθυνθώ σε «έχοντες και κατέχοντες», ξεκινώ από εμάς που δεν μας περισσεύουν. Το σημείο συγκέντρωσης του υλικού, θα είναι η American Bank of Albania (Εμμ.Μπενάκη 14 & Πανεπιστημιου 54) στην Αθήνα και για τη Θεσσαλονίκη, θα ενημερώσουμε πολύ σύντομα. Όποιος πραγματικά θέλει να προσφέρει, ανώνυμα ή και επώνυμα, έχει την ευκαιρία να το κάνει. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να έρθετε σε επαφή στο προσωπικό μου e-mail που βρίσκεται πάνω δεξιά στην αρχή της σελίδας. Σε όποιον το ζητήσει, θα δοθούν και τα τηλέφωνα επικοινωνίας με τη τράπεζα και τα δικά μου προσωπικά. Θέλουμε να στείλουμε 105 τσάντες, όσο και οι μαθητές τη νέα χρονιά. Ας βρεθούμε τόσα άτομα που θα κάνουμε τα παιδάκια αυτά και τις οικογένειες τους χαρούμενα. Αν θέλεις, μπορείς να βοηθήσεις!



Δευτέρα 9 Απριλίου 2007

Άμα γίνεις θεία θα καταλάβεις



Υπάρχουν πολλοί τρόποι να περάσεις την επόμενη μέρα της Κυριακής του Πάσχα. Ας πούμε με μια μέρα που θυμίζει καλοκαίρι θα μπορούσαμε να είμαστε αραχτοί σε μια παραλία, να ξεσαλώνουν τα σκασμένα και εμείς να μαζεύουμε ήλιο και σεροτονίνη απαραίτητη για να αντιμετωπίσουμε τις μέρες που έρχονται. Ή ξαπλωμένοι στο κρεβατάκι μας να κοιμόμαστε μακάριοι ελπίζοντας, όνειρο κακό και φωνή σκασμένου τον ύπνο μας να μην ταράξει. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Και φαντάζομαι ότι σε όλα τα φυσιολογικά σπίτια που σέβονται τον εαυτό τους κάτι από όλα τα παραπάνω θα έγινε και θα γίνεται.

Όχι στο δικό μας σπίτι όμως. Οφείλω να το παραδεχτώ, μπορεί ότι κάνουμε να μην είναι αυτό που θα έκανε εμάς τους ενήλικες επιεικώς αραχτούς, αλλά σίγουρα μας κάνει διαφορετικούς. Ή τουλάχιστον κάνει τη δικιά μου μέρα διαφορετική από τις μέρες των άλλων. Και εξηγούμαι: Ενήλικες δύο -όχι εγώ, είπα ενήλικες- τελείωνουν μια εργασία με κάτι που το λένε java. Μην με ρωτήσετε τι είναι όσα ξέρετε ξέρω. Παιδιά τέσσερα, γυρνάνε με μια μεμβράνη στο κεφάλι - δηλαδή και οι ενήλικες το ίδιο γυρνάνε, όχι εγώ δεν είμαι ενήλικας ούτε παιδί, μην με ρωτήσετε τι είμαι δεν ξέρω/δεν απαντώ-, έχουμε και λέμε, άτομα έξη γυρνάνε με την προαναφερθείσα μεμβράνη στο κεφάλι, μιας και το πρωί ανακαλύψαμε ότι εκτός απο τις 11 ψυχές στο σπίτι έμεινε τουλάχιστον άλλη μια, μικρή, μαύρη και πηδηχτούλα, που περνούσε τις ώρες της στο κεφάλι της Έλενας. Αμέσως προχωρήσαμε στη γνωστή και ιατρικώς αποδεκτή θεραπεία "πνίξτε τις ψείρες στο οινόπνευμα και κλείστε και τις διόδους διαφυγής", εξ ου και το στύλινγκ μεμβράνη στο κεφάλι και περιμένουμε τα αποτελέσματα της πολεμικής μανίας που μας έπιασε. Εγώ πάλι πέρασα το πρωινό μου ξαναδιαβάζοντας το «Καπλάνι της βιτρίνας» ώστε να μπορέσω να επιτελέσω το ρόλο μου ως θεία της Έλενας. Βλέπετε η Έλενα έπρεπε να διαβάσει το παραπάνω βιβλίο, να γράψει περίληψη του βιβλίου, να επιλέξει αγαπημένο χαρακτήρα και να εξηγήσει γιατί τον επέλεξε, να χαρακτηρίσει τους ήρωες, να δημιουργήσει ένα καινούργιο ήρωα και να τον εντάξει στη ροή του βιβλίου και τέλος να ξαναγράψει με δικά της λόγια το τέλος της ιστορίας.

Η Έλενα, παρόλο που ανήκει στα διαβαστερά της οικογένειας, δεν συμπάθησε, πάλι επιεικώς, το βιβλίο και μετά τη δέκατη σελίδα το παράτησε. Εδώ συμφώνησα μαζί της. Ούτε εγώ συμπάθησα το βιβλίο όταν το διάβασα και δεν άλλαξα γνώμη τώρα που το ξαναδιάβασα. Παρόλα αυτά η οφείλω να ομολογήσω ότι η επιλογή της δασκάλας εξαιτίας της δομής του βιβλίου ήταν σωστή, με μια μικρή λεπτομέρεια που αφορά στην ηλικία. Το βιβλίο είναι κατάλληλο για παιδιά από 12 χρονών και επάνω και η Έλενα μόλις έκλεισε τα 11 και αρκετοί συμμαθητές της δεν τα έχουν ακόμα κλείσει. Και μην μου πείτε τι 11, τι 12, γιατί η ηλικία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κατανόησης, αφού αναφερόμαστε σε ένα μέσο όρο ηλικίας και όχι στις ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Επίσης θεωρώ απαράδεκτο να δίνεις ένα τέτοιο βιβλίο για τις διακοπές ζητώντας από τα παιδιά να το δουλέψουν μόνα τους και να θεωρείς ότι θα τα δουλέψουν μόνα τους και ακόμα χειρότερο να θεωρείς ότι μπορούν και αντικειμενικά να το κάνουν. Και όχι δεν έχω πρόβλημα με την αναφορά της «δικτατορίας» ως κατάστασης, αλλά δεν μπορώ εύκολα να βρω ένα τρόπο να μιλήσω για αυτό σε ένα 11χρονο. Για αυτό και επέλεξα να κάνω την εργασία της και μέσα από τον σκελετό που θα φτιάξω να μιλήσουμε για το βιβλίο. Επιμένω όμως ότι αυτό δεν είναι δουλειά για να γίνει σπίτι, αλλά δουλειά που πρέπει να γίνεται εξ ολοκλήρου στο σχολείο.

Υ.Γ. Επίσης πολύ μου στοίχισε που δεν πρόκειται να δω καμιά ανιψιά μου να γίνεται συγγραφέας εάν βέβαια θεωρήσουμε ότι έχει δίκιο η κ. Ζέη όταν λέει: «Όταν έχεις μια θεία σαν τη Διδώ, αντί να μάθεις να φτιάχνεις κουλουράκια, μαθαίνεις να γράφεις…».

Εγώ ήμουν αυτή που μόλις προχθές τις έμαθα να φτιάχνουν κουλουράκια, άσε που δεν είμαι και συγγραφέας. Όλα τα περίμενα από τα πασχαλιάτικα κουλουράκια μου, αλλά ότι θα ήταν εν δυνάμει ανασταλτικός παράγοντας στη συγγραφή βιβλίων δεν το περίμενα……..Και επειδή άλλα λέω άλλα καταλαβαίνουν πλάκα κάνω.....

Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

"Εκεντήθη"


Για τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου η βασική υπεύθυνη για την καθημερινότητα μου ήταν η γιαγιά μου, υπό την υψηλή εποπτεία της μητέρας μου (Δεν το λέω εγώ η μαμά μου το λέει και ποια είμαι εγώ που θα τολμήσω να αμφισβητήσω τη μαμά μου. Εάν την ξέρατε ούτε εσείς θα την αμφισβητούσατε). Τη μαμά μου λοιπόν μπορώ να την χαρακτηρίσω ιδιότυπα θρησκόληπτο άτομο. Τη γιαγιά μου πάλι, πως χαρακτήρισα τη μαμά μου; καμία σχέση, συν μια ολωσδιόλου απαξιωτική στάση για την κοσμική εκκλησία και τον κλήρο (η γιαγιά μου την είχε όχι η μαμά μου). Η μαμά μου λοιπόν επέμενε κάθε Κυριακή να πηγαίνουμε εκκλησία. Εγώ και η γιαγιά μου. Διότι η μαμά μου, εκτός από την παραπάνω περιγραφείσα σχέση με τη θρησκεία, είχε και μια αντίστοιχη με τον κυριακάτικο πρωινό ύπνο. Εμείς πάλι χωρίς να έχουμε τη πρώτη εξάρτηση της μαμά μου και έχοντας όμως – γονιδιακό το κόβω τελικά - τη δεύτερη με τον ύπνο, κάθε Κυριακή πρωί, σιχτιρίζοντας τον ίδιο αλλά και όλο το σόι του, τον εφευρέτη εννοώ, των δύο ξυπνητηριών που η μαμά μου επιμελώς τοποθετούσε πάνω από το κεφάλι μας, σηκωνόμασταν και σούρναμε τα ταλαιπωρημένα μας κορμιά μέχρι την εκκλησία, πάντα την ίδια, την Παναγία. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί πηγαίναμε σε αυτήν που ήταν τόσο μακριά και όχι στον Αϊ Γιάννη που ήταν πιο κοντά. Τώρα πια ξέρω το λόγο. Εκεί ήταν το νεκροταφείο που ήταν θαμμένος ο πρώτος άντρας της γιαγιάς μου, όχι ο παππούς μου. Μόλις τελείωνε η λειτουργία η γιαγιά έπαιρνε το δρόμο για το τάφο του καλού της και εγώ με τρία τέσσερα αντίδωρα στο ένα χέρι και το κουλουράκι με το τυράκι στο άλλο έκοβα βόλτες στο κοιμητήριο, στους αγαπημένους μου τάφους. Γιατί με τα χρόνια είχα αποκτήσει αγαπημένους τάφους, με καθαρά αισθητικά κριτήρια οφείλω να ομολογήσω, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία όπως λέω συνήθως. Έτσι κάπως διαμορφωνόταν αργά μα σταθερά μια σχέση μου με τα της εκκλησίας που φαινότανε να μην έχει τις καλύτερες προοπτικές. Εκτός από μια φωτεινή εξαίρεση. Τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας. Η γιαγιά μου λάτρευε το Πάσχα και όλα τα γύρω από αυτό. Όλα άλλαζαν εκείνες τις μέρες. Πρώτα από όλα άλλαζε η εκκλησία. Από την Παναγία μετακομίζαμε στον Αϊ Γιάννη. Μια παλιά πέτρινη, βυζαντινής τεχνοτροπίας, εκκλησία, τελείως αντίθετη με την εκκλησία της Παναγίας. Μικρότερη με τη ζωή να διεκδικεί το μερίδιο της στους τοίχους της, αφού όλο το χρόνο διατηρούσαν με την υγρασία τους ζωντανά ένα σωρό αγριολούλουδα και βρύα και με έναν κήπο που κάθε χρόνο την εποχή του Πάσχα μοσχομύριζε με εκείνη την γλυκιά και ιδιότυπη, σαν την σχέση τη δικιά μας με την εκκλησία αλλά και τον ύπνο, μυρωδιά. Από την Μεγάλη Δευτέρα και μέχρι και τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ εγώ και η γιαγιά μου, με μια σιωπηρή συναίνεση, ήμασταν από τις πρώτες που πήγαιναν στην εκκλησία και από τις τελευταίες που έφευγαν. Εγώ εκείνες τις μέρες ένοιωθα σαν να έμπαινα σε μια άλλη διάσταση και ασυνείδητα στην αρχή λόγω ηλικίας, αλλά τελείως πια συνειδητά περνώντας τα χρόνια βυθιζόμουνα σε μια περίεργη κατάσταση την οποία αδυνατούσα τότε να την εξηγήσω. Εγώ που όσες ώρες δεν ήμουν σχολείο ή δεν έπαιζα ζούσα κολλημένη στη γιαγιά μου, που μέχρι τα 10 μου κοιμόμουν μαζί της, που δεν υπάρχει στιγμή της παιδικής μου ηλικίας που να μην παίζει αυτή, που όταν ο μπαμπάς μου πάτησε πόδι και μας χώρισε μέναμε και οι δύο ξύπνιες μέχρι να κοιμηθούν οι γονείς μου και τότε αυτή ερχόταν στο κρεβάτι μου και με έπαιρνε αγκαλιά στο δικό της και τότε μόνο εγώ κοιμόμουνα. Τότε κοιμόταν και ο πατέρας μου που σηκωνότανε σιγά σιγά και σκέπαζε και τις δύο. Το πρωί πάλι, πριν ξυπνήσουν οι δικοί μου, η γιαγιά με μετέφερε στο κρεβάτι μου για να ξανασηκωθεί μετά ο πατέρας μου να μας σκεπάσει και τις δύο. Εγώ λοιπόν που ένοιωθα ότι η μια ήταν προέκταση της άλλης, εκείνες τις μέρες χώριζα από τη γιαγιά μου και το ίδιο έκανε και εκείνη. Αυτή στο στασίδι της με εκείνο το περίεργο κερί σαν πλεχτή κοτσίδα και εγώ με τη σύνοψη, που εκείνη μου αγόρασε, στο χέρι καθόμασταν δίπλα δίπλα χωρίς να αγγιζόμαστε, χωρίς να μιλάμε, χωρίς καν να κοιτιόμαστε. Μόνο κάθε Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που πατήρ Ματθαίος, κουβαλώντας μόνος του, ίδια γκρεγκική φιγούρα, τον Σταυρό, έτσι ψηλός και λιπόσαρκος με ωχρή επιδερμίδα που ήταν και με φωνή που έτρεμε από το κλάμα έψελνε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…», όταν όλα τελείωναν και ανάβανε τα φώτα, η γιαγιά με έπαιρνε αγκαλιά και με έσφιγγε με όλη της τη δύναμη και δεν με άφηνε μέχρι που αργά αφού τελειώνανε όλα τα Ευαγγέλια και γυρίζαμε στο σπίτι. Η Μεγάλη Παρασκευή για εμάς τις δύο ήταν η αγαπημένη μας και όταν πια μεγάλωσα, ώστε να μπορώ να μένω ξύπνια, ήταν μια από τις μέρες του χρόνου που περίμενα πως και πώς να έρθουν. Όταν τελείωνε η Ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης αρκετές γυναίκες, κάτω από την υψηλή καθοδήγηση της γεροντοκόρης καθηγήτριας θεούσας της περιοχής, στόλιζαν τον Επιτάφιο και κάνανε πρόβες τα «Εγκώμια». (Η μόνη μέρα τελικά, που εμείς οι γυναίκες έχουμε το προνόμιο να διαχειριστούμε τα του τελετουργικού της λειτουργίας, είναι για να διεκπεραιώσουμε το τελετουργικό ενός θρήνου, αλλά και αυτό είναι άλλη ιστορία). Από τα έξη μου και μετά αποτελούσα και εγώ μέρος αυτής της διαδικασίας. Στην αρχή στον άχαρο ρόλο του μαδήματος των λουλουδιών – ναι σωστά μαντέψατε - των βιολετών και το πέρασμα τους σε κλωστή και αργότερα μετακόμισα στο γυναικωνίτη, όπου μόνο εγώ από όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς έψελνα μαζί με τις «μεγάλες» τα «Εγκώμια». Και μετά, με τη γιαγιά μου να με κρατάει σφιχτά από το χέρι, βγαίναμε έξω με τη νύχτα να φεύγει σιγά σιγά μυρίζοντας το άρωμα της βιολέτας στον αέρα αλλά και πάνω μας έτσι που είχε ποτίσει τα ρούχα και το δέρμα μας. Ούτε που θυμάμαι πως γύριζα σπίτι, μιας και η επόμενη εικόνα ήταν πάντα η γιαγιά μου να με ξυπνάει για να με ντύσει για την Αποκαθήλωση και εμένα υπάκουη να κάθομαι να με πλύνει, να με χτενίσει, να με ντύσει και να φεύγουμε για την εκκλησία, με τη μάνα μου να απορεί κάθε χρόνο το ίδιο για την περίεργη προθυμία που μας έπιανε κάθε Μεγάλη Βδομάδα. Μια φορά νομίζω ότι μας παρακολούθησε για να σιγουρευτεί ότι πηγαίναμε πράγματι στην εκκλησία και όχι βόλτα στο πάρκο. Και μετά το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Ντυμένη με τη μπλε φούστα μου, το λευκό πουκάμισο και την μπλε ζακέτα, άφηνα στη γιαγιά μου το παλτό μου, μιας και τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ ο καιρός άλλαζε, για να μαλακώσει μόλις ο Επιτάφιος γύριζε στην εκκλησία και ανέβαινα στον γυναικωνίτη μαζί με τις «μεγάλες» κρατώντας με σοβαρότητα τη σύνοψή μου και το κερί μου έτοιμη για τη μεγάλη στιγμή τα «Εγκώμια». Στις σελίδες της σύνοψης μου η γιαγιά μου πάντα έβαζε ένα από εκείνα τα λευκά μαντηλάκια κεντημένα με ροζ ή κίτρινα λουλουδάκια, ξέροντας ότι εκείνη ήταν η μόνη μέρα της χρονιάς που εγώ έκλαιγα. Ποτέ δεν κατάλαβα πως η γιαγιά μου το ήξερε, αφού το στασίδι της ήταν κάτω από τον γυναικωνίτη, αλλά και με την μυωπία που είχε θα της ήταν αδύνατο να με δει και και οποιαδήποτε άλλη θέση της εκκλησίας. Γιατί εγώ με το που ξεκινούσαν τα Εγκώμια ένοιωθα εκείνο το κόμπο στο λαιμό που σε κάνει να θέλεις να ανασάνεις με όλη σου τη δύναμη έτσι που νομίζεις ότι πνίγεσαι. Την πρώτη φορά που το ένοιωσα ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα τι να κάνω, τρόμαξα και προσπάθησα να ανασάνω με όλη μου τη δύναμη. Και μετά έκλαψα και ήταν σαν να ανάσανα και αλάφρωσα από "όλα", χωρίς να ξέρω ποια ήταν αυτά τα «όλα». Και αυτό μου συνέβαινε για 30 χρόνια και, μέχρι που μια Μεγάλη Παρασκευή δεν μπορούσα πια να κλάψω για μια άλλη γυναίκα, ήθελα να κλάψω μόνο για μένα και όπως όλες τις φορές που ήθελα και θέλω να κλάψω για μένα δεν μπόρεσα, αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Εγώ και η γιαγιά δεν πηγαίναμε στην Ανάσταση. Η προφανής δικαιολογία ήταν ότι εγώ φοβόμουνα τα βεγγαλικά. Η μαμά μου υποστήριζε ότι δεν αντέχαμε να περιμένουμε τόσες ώρες για να φάμε, αλλά παρόλο που είχε την υψηλή εποπτεία, η επιρροή της σε κάποια πράγματα ήταν σκανδαλωδώς κοντή. Γύρω στις 10 εγώ και η γιαγιά μου, υποταγμένες στις μυρωδιές της μαγειρίτσας και με συμπεριφορά υπνοβάτη, παρακούοντας πάντα την εντολή της μητέρας που ήθελε να αυγοκόψουμε τη μαγειρίτσα και να περιμένουμε για να φάμε και οι τέσσερεις μαζί, εμείς τρώγαμε τσουγκρίζαμε τα αυγά μας και το μόνο που είχαν να κάνουν την ώρα που γύριζαν σπίτι ήταν να μας σκεπάσουν, αφού νόμιμα τις μεγάλες γιορτές μπορούσαμε να κοιμόμαστε μαζί. Την άλλη μέρα το απόγευμα η γιαγιά με πήγαινε στην «Αγάπη» μην πάνε στράφι τα κόκκινα λουστρινένεια παπούτσια και η λαμπάδα που ανελλιπώς μου έφερνε η νονά μου και το καινούργιο πλουμιστό φουστάνι που ανελλιπώς μου αγόραζε η γιαγιά μου.

Σήμερα με την Νάσια, τη μικρή μου κόρη και την Έλενα, την ανιψιά μου, να κοιμούνται στον απέναντι καναπέ, την Χριστίνα, την άλλη ανιψιά μου, ξαπλωμένη στη βαθιά πολυθρόνα της γιαγιάς της, εγώ έχοντας στην αγκαλιά μου την Νερίνα παρακολουθήσαμε την Σταύρωση, με εμένα να της εξηγώ το τροπάριο για μια ακόμα φορά και εκείνη να ρωτάει, «γιατί έπρεπε να τον τρυπήσουν για να δουν εάν πέθανε, δεν είχαν άλλο τρόπο;», μιας και εχθές βράδυ ξενύχτησε για να δει μια ακόμα τηλεσειρά με τα «Πάθη του Χριστού», «με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες μαμά σου λέω».



Για την ιστορία


Ευκαιρία για να τα θυμηθώ όλα αυτά ήταν η ένα σχόλιο της Queerdom στο οποίο έγραψε «Να θίξω κάτι άσχετο εγώ επειδή έχω την απορία; ε; Γιατί να μάθεις στα παιδιά να νηστεύουν για θρησκευτικούς λόγους; Είναι σε θέση να καταλάβουν, να κρίνουν και να συμφωνήσουν; Ή το θεωρείς δεδομένο ότι αυτό θα έπρεπε να κάνουν;»


Σαφέστατα θα διαλέξουν οι ίδιες. Πέρα όμως από όλο αυτό, την ιστορία που λέγεται θρησκεία, εκκλησία, εκπρόσωποι της κ.λ.π., υπάρχει μια από τις πιο όμορφες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ. Και θεωρώ ότι πρέπει να τους τη μάθω. Την ιστορία και μόνο, σεβόμενη απόλυτα το τυπικό της. Όπως και με εμένα η ζωή θα τις βοηθήσει να κάνουν τις επιλογές τους. Εγώ πάλι πάω να βρω τη σύνοψη μου, την ίδια που είχα από παιδί, που σε μια κρίση στην εφηβεία μου την έντυσα με φιγούρες του Ιερώνυμου Μπος. Και βέβαια δεν θα ξεχάσω να βάλω και ένα χαρτομάντιλο μέσα στις σελίδες της. Και επίσης πρέπει να θυμηθώ να δείξω στη Νερίνα, τη σελίδα της Σταύρωσης, όπου στην εικόνα του Εσταυρωμένου έχω βάψει με το σκούρο ροζ μανόν (σομόν για την ακρίβεια) της μαμάς μου το σημείο που «εκεντήθη»………..

Τετάρτη 4 Απριλίου 2007

Κάτι νηστίσιμο


Φέτος αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα οι μικρές να νηστέψουν. Όχι μόνο για τους γνωστούς θρησκευτικούς λόγους, αλλά και γιατί πιστεύω ότι δεν πρέπει με τίποτα να χάσουν την προσμονή της Ανάστασης, στενά δεμένης με τις μυρωδιές της κουζίνας, το Μεγάλο Σάββατο σε συνδυασμό με εκείνη την ιδιότυπη πείνα που ακολουθεί τη νηστεία της Μεγάλης Βδομάδας, υπαρκτή ακόμα και στα παιδιά της δικιάς μας γενιάς, με το πιο ισορροπημένο διαιτολόγιο. Στην αρχή το εγχείρημα ήταν εύκολο, αλλά όσο περνάνε οι μέρες η φαντασία στερεύει, οι διατροφικές τους συνήθειες αποκλείουν μια σειρά φαγητά και σε συνδυασμό με την άρρωστη ανιψιά μου, που αναγκαστικά τρέφεται κανονικά, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα.

Εδώ μπαίνει η Ραλλού, για την ακρίβεια το σοκολατένιο κέικ της. Δεν θα αναδημοσιεύσω τη συνταγή, αφενός γιατί νομίζω ότι για ένα τέτοιο κέικ αξίζει να περπατήσει λίγο κανείς και από την άλλη υπάρχουν άλλοι καταλληλότεροι εδώ.

Απλά θα αναφέρω το ότι φαγώθηκε από όλους με τη μια, παρ' όλο που δεν μπόρεσα να βάλω δύο στρώσεις σοκολάτας, αφού έκανα λάθος και το έβαλα σε απλή φόρμα και βγήκε αρκετά λεπτό, ώστε δεν μπορούσα να το κάνω δύο κομμάτια. Έτσι και εγκαταλείφθηκε η ιδέα αντί για στρώση σοκολάτας στο εσωτερικό να βάλω μαρμελάδα βερίκοκο (γιατί ο μπαμπάς μου έχει και βερικοκιές και μανταρινιές και λεμονιές και νεραντζιές και γκρεϊπφρουτιές καθώς επίσης μια κληματαριά και μια καρυδιά).

Ο καλός μου δήλωσε ότι είναι από τις καλύτερες εκδοχές νηστίσιμου κέικ που έχει φάει και διέταξε την πάραυτα ένταξη του στο διαιτολόγιο της οικογένειας. Όλοι μαζί δε ανακηρύξαμε τη Ραλλού Ιππότη του τάγματος των σοκολατένιων κέικ της οικογένειας και την τοποθετήσαμε σε περίοπτη θέση στη διατροφική αλυσίδα της οικογένειας μας. Όπως έγραψα και στην ίδια, αυτό δεν είναι απαραίτητα όσο κακό ακούγεται, αφού για την ώρα τη πρώτη θέση στη παραπάνω αλυσίδα την κρατά εδώ και 9 χρόνια ο παιδίατρος μας.

Ραλλού σκύψε! (για να σε χρίσουμε ιππότη, εννοώ)

Υ.Γ. Η αλήθεια είναι ότι υπερέβαλλα λίγο όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, αλλά πιστέψτε με ήταν ότι πιο απλό μπόρεσα να κάνω.

Πρωινό ξύπνημα


Καλημέρα. Αυτός που ονόμασε τη συγκεκριμένη εβδομάδα "των Παθών" ήταν ένας πολύ διορατικός άνθρωπος. Τσουρέκια σήμερα και ισχύει η ίδια ρήση της γιαγιάς. Καλά να μου περνάτε.

Υ.Γ. Εδώ πάντως ο καιρός κουραμπιέδες μοιάζει να θέλει......

Τρίτη 3 Απριλίου 2007

Πρωινό ξύπνημα



Τα αστεία τελείωσαν, έφτασε η ώρα, όχι του χωρισμού, η άλλη.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητέ Μέρλιν, η μέρα σήμερα υπαγορεύει ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ και ΤΣΟΥΡΕΚΑΚΙΑ.

Έτσι με τη γνωστή συλλογική διάθεση που διακατέχει αυτό το μπλογκ, επαυξημένη κατά μια ενήλικα, δύο σκασμένα ακόμα, τη Μέγκυ το σκυλάκι τους και τις δύο χελώνες που εδώ και τρίμηνο συμβιώνουν μαζί μας, σύνολο δηλαδή 11 ψυχές ζωή να 'χουμε, θα επιτελέσουμε το χρέος μας στις παραδόσεις, ή θα τις εκτελέσουμε, θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα.

Θα ακολουθήσει αναλυτική περιγραφή του εγχειρήματος με τίτλο:
"Η αβάσταχτη ελαφρότητα των κουλουριών". Διότι όπως έλεγε και η γνωστή γιαγιά το σωστό κουλούρι το τρώμε, το λάθος το πετάμε στο κεφάλι των οχθρών μας. Ή το ανάποδο;

Καλή σας μέρα

Υ.Γ. Χωρίς μουσική. Το Radio blog φτιάχνει και αυτό κουλούρια....

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

Μη ζητάς Αθανασία......(το τραγούδι εννοώ)


H Κερασιά σε ένα από τα «μικρά» κείμενά της, εδώ στο τέλος του έγραψε:
«Η κάθε είδους βία είναι κυρίως προσπάθεια μεταφοράς της οδύνης».
Το δανείζομαι γιατί με βοήθησε να ξαναβρώ τη χαμένη μου μπλογκική ισορροπία.