Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

"Εκεντήθη"


Για τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου η βασική υπεύθυνη για την καθημερινότητα μου ήταν η γιαγιά μου, υπό την υψηλή εποπτεία της μητέρας μου (Δεν το λέω εγώ η μαμά μου το λέει και ποια είμαι εγώ που θα τολμήσω να αμφισβητήσω τη μαμά μου. Εάν την ξέρατε ούτε εσείς θα την αμφισβητούσατε). Τη μαμά μου λοιπόν μπορώ να την χαρακτηρίσω ιδιότυπα θρησκόληπτο άτομο. Τη γιαγιά μου πάλι, πως χαρακτήρισα τη μαμά μου; καμία σχέση, συν μια ολωσδιόλου απαξιωτική στάση για την κοσμική εκκλησία και τον κλήρο (η γιαγιά μου την είχε όχι η μαμά μου). Η μαμά μου λοιπόν επέμενε κάθε Κυριακή να πηγαίνουμε εκκλησία. Εγώ και η γιαγιά μου. Διότι η μαμά μου, εκτός από την παραπάνω περιγραφείσα σχέση με τη θρησκεία, είχε και μια αντίστοιχη με τον κυριακάτικο πρωινό ύπνο. Εμείς πάλι χωρίς να έχουμε τη πρώτη εξάρτηση της μαμά μου και έχοντας όμως – γονιδιακό το κόβω τελικά - τη δεύτερη με τον ύπνο, κάθε Κυριακή πρωί, σιχτιρίζοντας τον ίδιο αλλά και όλο το σόι του, τον εφευρέτη εννοώ, των δύο ξυπνητηριών που η μαμά μου επιμελώς τοποθετούσε πάνω από το κεφάλι μας, σηκωνόμασταν και σούρναμε τα ταλαιπωρημένα μας κορμιά μέχρι την εκκλησία, πάντα την ίδια, την Παναγία. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί πηγαίναμε σε αυτήν που ήταν τόσο μακριά και όχι στον Αϊ Γιάννη που ήταν πιο κοντά. Τώρα πια ξέρω το λόγο. Εκεί ήταν το νεκροταφείο που ήταν θαμμένος ο πρώτος άντρας της γιαγιάς μου, όχι ο παππούς μου. Μόλις τελείωνε η λειτουργία η γιαγιά έπαιρνε το δρόμο για το τάφο του καλού της και εγώ με τρία τέσσερα αντίδωρα στο ένα χέρι και το κουλουράκι με το τυράκι στο άλλο έκοβα βόλτες στο κοιμητήριο, στους αγαπημένους μου τάφους. Γιατί με τα χρόνια είχα αποκτήσει αγαπημένους τάφους, με καθαρά αισθητικά κριτήρια οφείλω να ομολογήσω, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία όπως λέω συνήθως. Έτσι κάπως διαμορφωνόταν αργά μα σταθερά μια σχέση μου με τα της εκκλησίας που φαινότανε να μην έχει τις καλύτερες προοπτικές. Εκτός από μια φωτεινή εξαίρεση. Τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας. Η γιαγιά μου λάτρευε το Πάσχα και όλα τα γύρω από αυτό. Όλα άλλαζαν εκείνες τις μέρες. Πρώτα από όλα άλλαζε η εκκλησία. Από την Παναγία μετακομίζαμε στον Αϊ Γιάννη. Μια παλιά πέτρινη, βυζαντινής τεχνοτροπίας, εκκλησία, τελείως αντίθετη με την εκκλησία της Παναγίας. Μικρότερη με τη ζωή να διεκδικεί το μερίδιο της στους τοίχους της, αφού όλο το χρόνο διατηρούσαν με την υγρασία τους ζωντανά ένα σωρό αγριολούλουδα και βρύα και με έναν κήπο που κάθε χρόνο την εποχή του Πάσχα μοσχομύριζε με εκείνη την γλυκιά και ιδιότυπη, σαν την σχέση τη δικιά μας με την εκκλησία αλλά και τον ύπνο, μυρωδιά. Από την Μεγάλη Δευτέρα και μέχρι και τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ εγώ και η γιαγιά μου, με μια σιωπηρή συναίνεση, ήμασταν από τις πρώτες που πήγαιναν στην εκκλησία και από τις τελευταίες που έφευγαν. Εγώ εκείνες τις μέρες ένοιωθα σαν να έμπαινα σε μια άλλη διάσταση και ασυνείδητα στην αρχή λόγω ηλικίας, αλλά τελείως πια συνειδητά περνώντας τα χρόνια βυθιζόμουνα σε μια περίεργη κατάσταση την οποία αδυνατούσα τότε να την εξηγήσω. Εγώ που όσες ώρες δεν ήμουν σχολείο ή δεν έπαιζα ζούσα κολλημένη στη γιαγιά μου, που μέχρι τα 10 μου κοιμόμουν μαζί της, που δεν υπάρχει στιγμή της παιδικής μου ηλικίας που να μην παίζει αυτή, που όταν ο μπαμπάς μου πάτησε πόδι και μας χώρισε μέναμε και οι δύο ξύπνιες μέχρι να κοιμηθούν οι γονείς μου και τότε αυτή ερχόταν στο κρεβάτι μου και με έπαιρνε αγκαλιά στο δικό της και τότε μόνο εγώ κοιμόμουνα. Τότε κοιμόταν και ο πατέρας μου που σηκωνότανε σιγά σιγά και σκέπαζε και τις δύο. Το πρωί πάλι, πριν ξυπνήσουν οι δικοί μου, η γιαγιά με μετέφερε στο κρεβάτι μου για να ξανασηκωθεί μετά ο πατέρας μου να μας σκεπάσει και τις δύο. Εγώ λοιπόν που ένοιωθα ότι η μια ήταν προέκταση της άλλης, εκείνες τις μέρες χώριζα από τη γιαγιά μου και το ίδιο έκανε και εκείνη. Αυτή στο στασίδι της με εκείνο το περίεργο κερί σαν πλεχτή κοτσίδα και εγώ με τη σύνοψη, που εκείνη μου αγόρασε, στο χέρι καθόμασταν δίπλα δίπλα χωρίς να αγγιζόμαστε, χωρίς να μιλάμε, χωρίς καν να κοιτιόμαστε. Μόνο κάθε Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που πατήρ Ματθαίος, κουβαλώντας μόνος του, ίδια γκρεγκική φιγούρα, τον Σταυρό, έτσι ψηλός και λιπόσαρκος με ωχρή επιδερμίδα που ήταν και με φωνή που έτρεμε από το κλάμα έψελνε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…», όταν όλα τελείωναν και ανάβανε τα φώτα, η γιαγιά με έπαιρνε αγκαλιά και με έσφιγγε με όλη της τη δύναμη και δεν με άφηνε μέχρι που αργά αφού τελειώνανε όλα τα Ευαγγέλια και γυρίζαμε στο σπίτι. Η Μεγάλη Παρασκευή για εμάς τις δύο ήταν η αγαπημένη μας και όταν πια μεγάλωσα, ώστε να μπορώ να μένω ξύπνια, ήταν μια από τις μέρες του χρόνου που περίμενα πως και πώς να έρθουν. Όταν τελείωνε η Ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης αρκετές γυναίκες, κάτω από την υψηλή καθοδήγηση της γεροντοκόρης καθηγήτριας θεούσας της περιοχής, στόλιζαν τον Επιτάφιο και κάνανε πρόβες τα «Εγκώμια». (Η μόνη μέρα τελικά, που εμείς οι γυναίκες έχουμε το προνόμιο να διαχειριστούμε τα του τελετουργικού της λειτουργίας, είναι για να διεκπεραιώσουμε το τελετουργικό ενός θρήνου, αλλά και αυτό είναι άλλη ιστορία). Από τα έξη μου και μετά αποτελούσα και εγώ μέρος αυτής της διαδικασίας. Στην αρχή στον άχαρο ρόλο του μαδήματος των λουλουδιών – ναι σωστά μαντέψατε - των βιολετών και το πέρασμα τους σε κλωστή και αργότερα μετακόμισα στο γυναικωνίτη, όπου μόνο εγώ από όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς έψελνα μαζί με τις «μεγάλες» τα «Εγκώμια». Και μετά, με τη γιαγιά μου να με κρατάει σφιχτά από το χέρι, βγαίναμε έξω με τη νύχτα να φεύγει σιγά σιγά μυρίζοντας το άρωμα της βιολέτας στον αέρα αλλά και πάνω μας έτσι που είχε ποτίσει τα ρούχα και το δέρμα μας. Ούτε που θυμάμαι πως γύριζα σπίτι, μιας και η επόμενη εικόνα ήταν πάντα η γιαγιά μου να με ξυπνάει για να με ντύσει για την Αποκαθήλωση και εμένα υπάκουη να κάθομαι να με πλύνει, να με χτενίσει, να με ντύσει και να φεύγουμε για την εκκλησία, με τη μάνα μου να απορεί κάθε χρόνο το ίδιο για την περίεργη προθυμία που μας έπιανε κάθε Μεγάλη Βδομάδα. Μια φορά νομίζω ότι μας παρακολούθησε για να σιγουρευτεί ότι πηγαίναμε πράγματι στην εκκλησία και όχι βόλτα στο πάρκο. Και μετά το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Ντυμένη με τη μπλε φούστα μου, το λευκό πουκάμισο και την μπλε ζακέτα, άφηνα στη γιαγιά μου το παλτό μου, μιας και τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ ο καιρός άλλαζε, για να μαλακώσει μόλις ο Επιτάφιος γύριζε στην εκκλησία και ανέβαινα στον γυναικωνίτη μαζί με τις «μεγάλες» κρατώντας με σοβαρότητα τη σύνοψή μου και το κερί μου έτοιμη για τη μεγάλη στιγμή τα «Εγκώμια». Στις σελίδες της σύνοψης μου η γιαγιά μου πάντα έβαζε ένα από εκείνα τα λευκά μαντηλάκια κεντημένα με ροζ ή κίτρινα λουλουδάκια, ξέροντας ότι εκείνη ήταν η μόνη μέρα της χρονιάς που εγώ έκλαιγα. Ποτέ δεν κατάλαβα πως η γιαγιά μου το ήξερε, αφού το στασίδι της ήταν κάτω από τον γυναικωνίτη, αλλά και με την μυωπία που είχε θα της ήταν αδύνατο να με δει και και οποιαδήποτε άλλη θέση της εκκλησίας. Γιατί εγώ με το που ξεκινούσαν τα Εγκώμια ένοιωθα εκείνο το κόμπο στο λαιμό που σε κάνει να θέλεις να ανασάνεις με όλη σου τη δύναμη έτσι που νομίζεις ότι πνίγεσαι. Την πρώτη φορά που το ένοιωσα ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα τι να κάνω, τρόμαξα και προσπάθησα να ανασάνω με όλη μου τη δύναμη. Και μετά έκλαψα και ήταν σαν να ανάσανα και αλάφρωσα από "όλα", χωρίς να ξέρω ποια ήταν αυτά τα «όλα». Και αυτό μου συνέβαινε για 30 χρόνια και, μέχρι που μια Μεγάλη Παρασκευή δεν μπορούσα πια να κλάψω για μια άλλη γυναίκα, ήθελα να κλάψω μόνο για μένα και όπως όλες τις φορές που ήθελα και θέλω να κλάψω για μένα δεν μπόρεσα, αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Εγώ και η γιαγιά δεν πηγαίναμε στην Ανάσταση. Η προφανής δικαιολογία ήταν ότι εγώ φοβόμουνα τα βεγγαλικά. Η μαμά μου υποστήριζε ότι δεν αντέχαμε να περιμένουμε τόσες ώρες για να φάμε, αλλά παρόλο που είχε την υψηλή εποπτεία, η επιρροή της σε κάποια πράγματα ήταν σκανδαλωδώς κοντή. Γύρω στις 10 εγώ και η γιαγιά μου, υποταγμένες στις μυρωδιές της μαγειρίτσας και με συμπεριφορά υπνοβάτη, παρακούοντας πάντα την εντολή της μητέρας που ήθελε να αυγοκόψουμε τη μαγειρίτσα και να περιμένουμε για να φάμε και οι τέσσερεις μαζί, εμείς τρώγαμε τσουγκρίζαμε τα αυγά μας και το μόνο που είχαν να κάνουν την ώρα που γύριζαν σπίτι ήταν να μας σκεπάσουν, αφού νόμιμα τις μεγάλες γιορτές μπορούσαμε να κοιμόμαστε μαζί. Την άλλη μέρα το απόγευμα η γιαγιά με πήγαινε στην «Αγάπη» μην πάνε στράφι τα κόκκινα λουστρινένεια παπούτσια και η λαμπάδα που ανελλιπώς μου έφερνε η νονά μου και το καινούργιο πλουμιστό φουστάνι που ανελλιπώς μου αγόραζε η γιαγιά μου.

Σήμερα με την Νάσια, τη μικρή μου κόρη και την Έλενα, την ανιψιά μου, να κοιμούνται στον απέναντι καναπέ, την Χριστίνα, την άλλη ανιψιά μου, ξαπλωμένη στη βαθιά πολυθρόνα της γιαγιάς της, εγώ έχοντας στην αγκαλιά μου την Νερίνα παρακολουθήσαμε την Σταύρωση, με εμένα να της εξηγώ το τροπάριο για μια ακόμα φορά και εκείνη να ρωτάει, «γιατί έπρεπε να τον τρυπήσουν για να δουν εάν πέθανε, δεν είχαν άλλο τρόπο;», μιας και εχθές βράδυ ξενύχτησε για να δει μια ακόμα τηλεσειρά με τα «Πάθη του Χριστού», «με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες μαμά σου λέω».



Για την ιστορία


Ευκαιρία για να τα θυμηθώ όλα αυτά ήταν η ένα σχόλιο της Queerdom στο οποίο έγραψε «Να θίξω κάτι άσχετο εγώ επειδή έχω την απορία; ε; Γιατί να μάθεις στα παιδιά να νηστεύουν για θρησκευτικούς λόγους; Είναι σε θέση να καταλάβουν, να κρίνουν και να συμφωνήσουν; Ή το θεωρείς δεδομένο ότι αυτό θα έπρεπε να κάνουν;»


Σαφέστατα θα διαλέξουν οι ίδιες. Πέρα όμως από όλο αυτό, την ιστορία που λέγεται θρησκεία, εκκλησία, εκπρόσωποι της κ.λ.π., υπάρχει μια από τις πιο όμορφες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ. Και θεωρώ ότι πρέπει να τους τη μάθω. Την ιστορία και μόνο, σεβόμενη απόλυτα το τυπικό της. Όπως και με εμένα η ζωή θα τις βοηθήσει να κάνουν τις επιλογές τους. Εγώ πάλι πάω να βρω τη σύνοψη μου, την ίδια που είχα από παιδί, που σε μια κρίση στην εφηβεία μου την έντυσα με φιγούρες του Ιερώνυμου Μπος. Και βέβαια δεν θα ξεχάσω να βάλω και ένα χαρτομάντιλο μέσα στις σελίδες της. Και επίσης πρέπει να θυμηθώ να δείξω στη Νερίνα, τη σελίδα της Σταύρωσης, όπου στην εικόνα του Εσταυρωμένου έχω βάψει με το σκούρο ροζ μανόν (σομόν για την ακρίβεια) της μαμάς μου το σημείο που «εκεντήθη»………..

9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΚΙ ετσι και οι δικες σου κορες θα χουν κατι απο το αρωμα των ημερων για να θυμουνται με νοσταλγια ολο αυτο που τυλιγει την μ. εβδομαδα.
Καλο βραδυ τωρα πια
Γιωτα

Ανώνυμος είπε...

Κρίμα όμως όλη αυτή η ώρα που αφιερώθηκε στον υπολογιστή και τους ξένους να στερηθεί από την οικογένεια. Έχω κι εγώ (κακές) εικόνες από γονείς κολλημένους στον υπολογιστή, αντί να'ναι δίπλα μας...
Ποια τάχα ανάγκη να τα μοιραστείς όλα αυτά με ξένους; Για να σου πούνε μπράβο; Για να περάσει η ώρα;
Κρίμα, κρίμα...

dodo είπε...

Kρατούμε από τα παιδικά μας ό,τι μάς έχει συγκινήσει. Αυτό παραδίδουμε στους επόμενους. Γιά να διαλέξουν μετά...
Καλή Ανάσταση!

Queerdom είπε...

Ήταν όμορφο το κείμενό σου.Γεμάτο εικόνες, χαίρομαι που σε στάθηκα αφορμή για αυτό το ποστ. Κατανοώ ότι ερχόμαστε από διαφορετικά μέρη, σέβομαι την επιθυμία σου να τους μεταδώσεις αυτό που νιώθεις ως δική σου παράδοση. Απλά ελπίζω να τους δώσεις τον χώρο, αν κάποια στιγμή την απορρίψουν. Καλό σου Πάσχα λοιπόν :)

Queerdom είπε...

Έφηβη Ματίλντα, να πεις στους γονείς σου ότι τους θες πιο κοντά σου, δεν σου στερεί κανένας υπολογιστής κάτι τέτοιο. Την ανάγκη να μοιραζόμαστε φαντάζομαι την καταλαβαίνεις. Την ανάγκη να δημιουργούμε κάτι δικό μας, έξω από τους αγαπημένους μας ανθρώπους, για αυτούς πολλές φορές.

david santos είπε...

Thanks for you work and have a good weekend.

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Ιερά Σύνοψη, Εγκώμια....κόμπος στο λαιμό, ΓΙΑΓΙΑ, γλυκειά νοσταλγία...
Αχ, τα κατάφερες και μ'εκανες να δακρύσω.
Κι εγώ με τη σειρά μου παρέδωσα στην ...ομάδα μου αυτά που είχα κρατήσει από την παιδικότητά μου. Είναι ελεύθεροι τώρα στο πως θα τα διαχειριστούν. Είμαι σίγουρη όμως, πως θα θυμούνται με νοσταλγία...
ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Ανώνυμος είπε...

Συναγωνιστρια 25 ατομα ενηλικες και 3 παιδια. Τα παιδια παιζουν το ιδιο παιχνιδι με τα δικα σας .Περσης αραχτος Καναρινη αραχτο .Τελειωσε το τραπεζωμα και αρχισε το μαζωμα του αμαζευτου.
Χρονια πολλα στον Μαντου και στον αντρα της κουνιαδας Να τα χιλιασουν Μαζευω τα ποδια μου Αλλου τα παω αλλου με πανε,και δεν ηπια δεν αντεχα να πιω κιολας.Ευχαριστω για την ευχη
Γιωτα

Mh Xeirotera είπε...

Thn eixa anavalei thn anagnosh autu tu post,to diavasa shmera...


Katapliktiko!

Kalhmera :)