Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007


Γιατί δε ζητάνε τίποτα
που να μην είμαστε υποχρεωμένοι
να δώσουμε.........

Τελευταία βδομάδα των Χριστουγέννων του 2001. Μόλις έχουμε εγκατασταθεί στο καινούργιο μας σπίτι και προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένας πανικός. Η Νάσια μέσα στο κουτί του δέντρου και η Νερίνα να τη κόβει βόλτες, για την ακρίβεια κάτι σε προσομοίωση πτήσης, με την ελπίδα ότι που θα πάει θα εκσφενδονιστεί στο «άπειρο και ακόμα παραπέρα». Ο καλός μου βάζει φωτάκια, εκατοντάδες φωτάκια και εγώ προσπαθώ να φτάσω τα ψηλά κλαδιά του δέντρου για να κρεμάσω τα μικρά ξύλινα στολίδια που με ευλάβεια συνέλεγα και συνεχίζω να συλλέγω μέχρι σήμερα. Αρχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο. «Τηλέφωνο!!!!!!!!» φωνάζω, γιατί στο σπίτι μας αντιλαμβανόμαστε το τηλέφωνο όχι από το «ντριν», αλλά από την κραυγή μου «το τηλέφωνο γαμότι μου». Ο καλός μου προσπαθεί απεγνωσμένα, ίδιος ψάρι σε δίχτυ, να ξεμπλεχτεί από τα καλώδια, η Νερίνα συνεχίζει την ανέλπιδα προσπάθεια να ξεφορτωθεί τη Νάσια και η Νάσια φωνάζει με όλη τη δύναμη της «κι άλλο, κι άλλο». Σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή ξετρυπώνω το τηλέφωνο κάτω από ένα σωρό ρούχα, παιχνίδια και χαρτιά και ρωτάω τσαντισμένη «Ναι;» «Έλα παιδί μου κοιμάσαι;». Η μαμά μου. Σωστή απάντηση σ' αυτή την ερώτηση δεν υπάρχει. Εάν πω «όχι μαμά δεν κοιμάμαι» μου την πέφτει γιατί δεν ξεκουράζομαι αρκετά με αποτέλεσμα να σέρνομαι, με αποτέλεσμα να αρρωστήσω, με αποτέλεσμα να αφήσω πίσω μου δύο παιδιά να μεγαλώνουν μόνα τους. Εάν πάλι πω «ναι μαμά κοιμάμαι» μου την πέφτει γιατί: είμαι μάνα εγώ; έχω δύο παιδιά να φροντίσω; άλλες στην ηλικία μου μεγαλώνουν εγγόνια και εγώ κοιμάμαι με αποτέλεσμα να αφήνω δύο παιδιά να μεγαλώνουν μόνα τους. Προσπερνάω το προφανές και απαντάω «στολίζω το δέντρο». Περιέργως δεν σχολιάζει και συνεχίζει, «Το απόγευμα θα μιλήσει στην Αντικαρκινική η Μπουχούτσου για τον παιδικό καρκίνο, άσε μου τα παιδιά να πας». "Η μαμά μου" σκέφτομαι. Καινούργιο σπίτι, Χριστούγεννα έρχονται, δέντρο στολίζουμε, πολύ ευτυχία δεν την αντέχει και παίρνει να με σαλτάρει σκέφτομαι και της λέω αποφασιστικά «όχι μαμά δεν θα πάω, μου αρκεί η τρέλα με τις κοινές αρρώστιες των παιδιών που κουβαλάω, δεν θα πέσω και στην εξειδίκευση», ενώ ταυτόχρονα σκέφτομαι πως μπορώ να ξορκίσω το κακό που για μια στιγμή πήγε να μου χαλάσει την εικόνα μιας τέλειας κατά τα άλλα μέρας. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή η Νερίνα αφού απέτυχε να εκσφενδονίσει τη Νάσια, εκσφενδόνισε τον εαυτό της και στο παρά πέντε την γλύτωσα και αυτή και το δέντρο από μια μεγαλειώδη όχι πτήση αλλά πτώση με στυλ.

Πρωτοχρονιά πια της ίδιας χρονιάς. Το σπίτι γεμάτο με τις έξη τους πια, να έχουν ανοίξει τα δώρα τους και να σκούζουν «πρώτα το δικό μου, πρώτα το δικό μου!!!». Έξη ενήλικες ως αλλόφρονες ξεπακετάρουμε, διαβάζουμε οδηγίες χρήσης, συναρμολογούμε, βάζουμε μπαταρίες, σιχτιρίζουμε το σύνολο της βιομηχανίας παιχνιδιών καθώς και το γνωστό πελαργό που φέρνει τα παιδιά, με τις αντοχές μας αντιστρόφως ανάλογες των παιδιών. Μια ώρα μετά, γύρω στις 2:00 πια και με ένα καθιστικό η χαρά της ανακύκλωσης και ενώ προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τις βάλουμε για ύπνο, συνειδητοποιώ ότι εδώ και τόσες μέρες δεν έχουμε βγάλει τη γνωστή πατροπαράδοτη φωτογραφία με τις έξη στο καναπέ. Βλέπετε δεν μας αρκεί το ότι τις κάναμε, θέλουμε και να τις καμαρώνουμε. Έτσι σε τακτά χρονικά διαστήματα από τη μέρα που γεννήθηκαν, η κάθε μια παίρνει τη θέση της στο τριθέσιο καναπέ μου μέχρι που φτάσαμε να γίνουν έξη και τις αποθανατίζουμε, έτσι για να μην χάσουμε τα πειστήρια. Περίεργο εκείνη τη φορά μόνο η Χ. και η Π. έρχονται, οι άλλες δεν μαζεύονται με τίποτα, μην τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ η παραδοσιακή φωτογραφία των έξη δεν τραβήχτηκε, ούτε και καμία από τις επόμενες μέρες, για πρώτη φορά από το 1997 που καθιερώθηκε η επετειακή φωτογράφιση των σκασμένων.

21 Γενάρη του 2002 πια. Με παίρνει η Χ. το μεσημέρι «Η Ε. κλαίει και παραπονιέται ότι την πονάνε πολύ τα πόδια της, τι λες να είναι;». «’Έλα μωρέ -της λέω- και η Νερίνα παραπονιέται κάποιες φορές, ίσως να χτύπησε κάπου, ίσως να έκατσε περίεργα, ίσως απλά να χαϊδεύεται». Ησυχάζει και ησυχάζω. Στο κάτω κάτω της αρκούσε και μόνο η διαβεβαίωση ότι μου έχει συμβεί και εμένα. Μετά από μια ώρα με ξαναπαίρνει «Της έδωσα Depon αλλά συνεχίζει να πονάει, κλαίει και σίγουρα δεν χαϊδεύεται, γιατί της είπα ότι εάν συνεχίσει να κλαίει θα χάσει το πάρτι που έχει να πάει το βράδυ και μου απάντησε ότι δεν θέλει να πάει». Το πράγμα δεν μοιάζει απλό πια, δεν μοιάζει κακό, αλλά είναι περίεργο. " Έλα μωρέ και εμένα με πόναγαν τα πόδια μου μικρή από τις αμυγδαλές, αλλά για καλό και για κακό πήγαινε την στο παιδίατρο". Με παίρνει μετά από δύο ώρες. «Είμαι στο Παίδων, μου λέει, με έστειλε ο παιδίατρος, της κάνουν εξετάσεις, θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις βγουν τα αποτελέσματα, αλλά από ότι μου λένε, γιατί έκανε και πυρετό μόλις ήρθαμε εδώ, κάποια ίωση που περνάει ή πέρασε της δημιούργησε τον πόνο στα πόδια, θα περιμένουμε μια εξέταση ακόμα και θα σε πάρω όταν γυρίσουμε σπίτι». Πέφτω για ύπνο και ακόμα δεν με έχει πάρει, αλλά σκέφτομαι "Παίδων είναι αργούν". Προσπαθώ να την πάρω εγώ, αλλά το τηλέφωνο είμαι απενεργοποιημένο. Γύρω στις 12 παρά χτυπάει το τηλέφωνο. «Έλα, τώρα έφτασες σπίτι;» τη ρωτάω. «Δεν είμαι σπίτι - μου λέει - θα μείνουμε στο Παίδων». Συνεχίζω να αμύνομαι –όχι σε εμάς, δεν μπορεί να συμβεί κάτι σε εμάς-, «Α, ακόμα να βγουν τα αποτελέσματα;» τη ρωτάω. «Τα αποτελέσματα βγήκαν», μου λέει. Προσπαθώ να ανασάνω, η φωνή της είναι επίπεδη, δεν με προετοιμάζει για αυτό που θα ακούσω «Λέγε τι είναι;». «Από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό, αύριο θα ξέρουμε ακριβώς». Δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι σημαίνει από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μυξούλες ήταν και για τις δύο μας –τη μάνα της και εμένα, εννοώ- κάτι κακό και ο μεγάλος πυρετός κάτι πολύ κακό. Στο τσακίρ κέφι των ανασφαλειών μας και η μηνιγγίτιδα. Αυτή σκέφτομαι και ως δια μαγείας νοιώθω ανακούφιση. «Μηνιγγίτιδα;» τη ρωτάω. «Όχι, καρκίνος στο αίμα» μου λέει. Δεν καταλαβαίνω, νοιώθω ότι έχω αλλάξει διάσταση, ο Τ. στέκεται δίπλα μου και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Η Χ. μου κλείνει το τηλέφωνο, ενώ ταυτόχρονα κάνω και εγώ την ίδια κίνηση. Κάθομαι κάτω κουλουριασμένη σε μια γωνιά του σπιτιού κρατώντας το τηλέφωνο αγκαλιά και το νανουρίζω σα μωρό. Ο Τ. με ταρακουνάει «λέγε τι τρέχει, τι είναι, τι σου είπε;». Δεν μπορώ να του μιλήσω, δε θέλω να του μιλήσω, η φωνή του με ενοχλεί, σχεδόν νοιώθω ότι αυτός φταίει για ότι μας συμβαίνει, ώσπου ξαφνικά τον βλέπω και με τον ίδιο μηχανικό στερημένο από χρώμα τόνο φωνής της Χ. του λέω «Από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό, αύριο θα ξέρουμε ακριβώς». Δεν καταλαβαίνω -μου λέει- τι εννοείς; Τι κακό;» «Καρκίνος του λέω στο αίμα, λευχαιμία» και ταυτόχρονα τον σπρώχνω μακριά μου, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε και η πόρτα στο "κακό", έστω και εάν αυτή που θιγότανε άμεσα ήταν αυτή που εγώ λέω "οικογένεια μου υπό την ευρεία έννοια", με την Ε., την επτάχρονη σχεδόν τότε ανιψιά μου , να ξεκινάει ένα ταξίδι με εμάς εκείνες τις ώρες απλά να την κοιτάμε και σχεδόν να μην την βλέπουμε………

Πέντε χρόνια και 97 μέρες μετά, νομίζω. Στις 27 του Μάρτη η Ε. έκλεισε τα 11. Πάει στη Ε’ Δημοτικού, κάνει μπαλέτο –οι δασκάλες της μιλάνε για ένα πραγματικό ταλέντο-, τη ρυθμική τη σταμάτησε –το μπαλέτο νίκησε προς μεγάλη μου ικανοποίηση-, απολαμβάνει τη κάθε στιγμή, γελάει, δεν μιλάει για τις μέρες στο νοσοκομείο, παρά μόνο όταν χρειάζεται να πείσει τις άλλες για την αναγκαιότητα να ακολουθήσουν μια θεραπεία ή για να σταματήσουν να κλαίνε με το παραμικρό χτύπημα, της αρέσει να βγάζει φωτογραφίες γιατί έτσι μπορεί να κρατήσει μέρες και ανθρώπους που μαζί τους πέρασε καλά, θέλει να γίνει γιατρός, μάλλον αιματολόγος, θα σπουδάσει στη Γαλλία, στο Παστέρ λέει, δεν αφήνει τίποτα να της χαλάσει τη μέρα, έχει ξανά τα μακριά πυκνά μαλλιά της, κλασσική της έκφραση είναι το «ουπς», το λέει κάθε φορά που αλλάζει γνώμη για κάτι, εγώ και η μάνα της λέμε ότι τη μέρα που θα γεννήσει το πρώτο της παιδί αφού της ρίξουμε ένα γερό χέρι ξύλο θα φύγουμε για 2 χρόνια διακοπές στη Παταγωνία, δηλαδή εγώ θα πάω στη Παταγωνία τη Χ. για Αγγλία τη κόβω, παίζει συνέχεια, κάνει ποδήλατο σαν τρελή, λατρεύει τη θάλασσα, για την ακρίβεια τις βουτιές, σπάνια μένει στην επιφάνεια, μέσα στη θάλασσα αλλά στη κυριολεξία, δεν υπάρχει τίποτα που να αποφασίσει να κάνει και να μην το κάνει τέλεια, αλλά αρκετά έξυπνη ώστε να μην δοκιμάζει τίποτα που δεν είναι σίγουρη ότι μπορεί να το κάνει τέλεια. Τι κερδίσαμε; Την Ε. Τι χάσαμε; Την αίσθηση ότι σε εμάς δεν πρόκειται να συμβεί το «κακό». Τι μάθαμε; Δεν ξέρω. Για την ώρα αποφεύγουμε να κάνουμε απολογισμό, να κατανοήσει ο καθένας μας τι έγινε. Σαν την Ε. όταν κάποιες φορές το μυαλό μας πάει αλλού με ένα «ουπς» αλλάζουμε κουβέντα.

Υ.Γ. Όταν η Ε. έχασε τα μαλλιά της από τις χημειοθεραπείες προβληματιστήκαμε για το πώς θα μιλήσουμε στα παιδιά για αυτό. Αποφάσισα να μην προετοιμάσω την Νερίνα και τη Νάσια, από τη στιγμή που και η ίδια η Ε. το αντιμετώπιζε σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, κομμάτι της θεραπείας που θα της επέτρεπε να γίνει καλά. Όταν μετά από έξη μήνες βγήκε για πρώτη φορά από το νοσοκομείο και κατέβηκε κάτω κατάλαβα γιατί θεωρούν τα παιδιά «σκληρά». Το μόνο που τους ένοιαξε είναι το ότι ήταν πάλι μαζί. Ούτε η Νερίνα ούτε η Νάσια, ούτε η αδελφή της E. ασχολήθηκαν με την έλλειψη των μαλλιών, έτσι που νοιώσαμε ότι μπορεί και να μην το πρόσεξαν καν. Δεν τα λέω τυχαία ζαβά και σκασμένα εγώ…...

Υ.Γ. Χωρίς σχόλια....



Περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες εδώ


2 σχόλια:

Φωτούλα Τζιώντζου είπε...

Προσπάθησα να αποκλείσω τα σχόλια αλλά δεν μπόρεσα. Θα ήθελα να μην σχολιάστει αυτό το κείμενο.
Καλό σας βράδυ

Ανώνυμος είπε...

Γιατί να δημοσιεύσεις κάτι τέτοιο;
..................................