Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όταν ήμην νέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όταν ήμην νέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

Συνειρμοί


Όπως όλοι ξέρετε -αυτό θα πει υπερφίαλο άτομο, αφού θεωρώ δεδομένο ότι θα έπρεπε να το ξέρετε- είμαι μια σχεδόν μεσήλιξ, κάτι ελάχιστο υπολείπεται ώστε εγώ και το μισό του αιώνα να συναντηθούμε. Όχι δεν είναι ένα άλλο ποστ απόρροια της αναμενόμενης κρίσης των -ηντα. Λόγω ηλικίας λοιπόν πρόλαβα τα "Επίκαιρα". Όχι το περιοδικό -και το περιοδικό το πρόλαβα- αλλά αυτά στο σινεμά. Που πριν ξεκινήσει η ταινία είχαμε μια επισκόπηση της επικαιρότητας. Σε μια τέτοια λοιπόν επισκόπηση -άσχετο, δεν μου αρέσει αυτή η λέξη, αλλά δεν μου έρχεται καλύτερη, βλέπετε τον τελευταίο καιρό το κεφάλι μου είναι γεμάτο λέξεις, μοναχά λέξεις, για την ακρίβεια μοναχά ρήματα, ίσως φταίει το ότι διαβάζω και ξαναδιαβάζω το "Πεθαίνω σα χώρα" και είναι σαν να ξεδιψάω για να ξαναδιψάσω μετά από λίγο και να το ξαναδιαβάσω, οδηγημένη από μια ατέρμονη δίψα, αλλά αυτό είναι θέμα άλλου ποστ, σε μια τέτοια λοιπόν επισκόπηση, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα, είχα δει το εξής:

Στην Ινδία σε κάποια φάση αποφασίστηκε να παρθούν δραστικά μέτρα ελέγχου των γεννήσεων και έτσι υιοθετήθηκε ως μέτρο η στείρωση των αρσενικών. Για να πεισθούν χρειαζόταν να τους δοθεί κάποιο αντάλλαγμα. Η σκηνή λοιπόν διαδραματιζόταν κάπως έτσι:

Χώρος: Σκηνή από αυτές που χρησιμοποιούν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις για να στεγάσουν τις δραστηριότητες τους, κάπου στη μέση του πουθενά. Ινδός σκεφτικός και λίγο αναποφάσιστος μπαίνει μέσα συνοδευόμενος απο χαμογελαστό νοσοκόμο. Επόμενη σκηνή: Ο Ινδός βγαίνει έξω χοροπηδώντας και πασιφανώς ευτυχής, κρατώντας στο χέρι του το αντάλλαγμα της απολεσθείσης γονιμότητας του: ΕΝΑ ΤΡΑΝΤΖΙΣΤΟΡΑΚΙ....

Όλα αυτά δε να προβάλλονται σε γρήγορη κίνηση σαν να έπρεπε να προλάβουν κάτι. Όχι δεν θυμάμαι εάν είχε εκλογές τότε. Χωρίς να το ξέρω, είμαι σίγουρη ότι το ραδιοφωνάκι λειτουργούσε μόνο με μπαταρίες και μάλιστα χρησιμοποιημένες.

Επίσης δεν είμαι σίγουρη για το ποιος ρημαδοσυνειρμός μου ξαναέφερε αυτή τη σκηνή στη μνήμη........

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

Του χρόνου τα γυρίσματα μας έρχονται στο κεφάλι



Το πρώτο μου σπίτι είχε μια σοφίτα. Εκεί υπήρχε το παράθυρο μου. Είχε ένα μεγάλο πρεβάζι από τη μέσα πλευρά του και εκεί άραζα τις ώρες που η έξοδος ήταν απαγορευμένη. Με θυμάμαι να μετράω δυνατά όταν είχε αστραπές "μια αστραπή γιαγιά, δυο αστραπές γιαγιά, τρεις αστραπές γιαγιά.....". Εκεί οριοθετούσα, με το δικό μου τρόπο και τις εποχές. Το Σεπτέμβρη ας πούμε, άνοιγα το παράθυρο και αποφασιστικά έλεγα «μυίζει κάστανο γιαγιά» και αυτό σήμαινε ότι η γιαγιά έπρεπε μέχρι το μεσημέρι να μου έχει βράσει κάστανα. Μέσα Νοέμβρη πάλι έλεγα «μυίζει μανταίνι γιαγιά» και αυτό σήμαινε. ότι ανεξάρτητα με τη βούληση της μανταρινιάς, εγώ ως το μεσημέρι έπρεπε να φάω μανταρίνι. Τέλος Μάη πάλι αρχές Ιούνη ήταν η εποχή για το ΑΙΤΗΜΑ «Μυίζει καπούζι γιαγιά» και σε αυτή τη περίπτωση το καρπούζι ερχόταν αυτόματα μπροστά μου, γιατί εγώ και το καρπούζι είχαμε μια παθιασμένη σχέση που δεν ανεχόταν συμβιβασμούς ή αναμονές. Και μια τηλεπαθητική επίσης, καθώς η γιαγιά εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει και ακολουθώντας σαν υπνωτισμένη μια πορεία που δεν την είχε σκεφτεί ή δεν την είχε προγραμματίσει από πριν κατέληγε στο κεντρικό μανάβικο της πόλης και με αποφασιστική κίνηση άπλωνε τα χέρια της και άρπαζε το πρώτο καρπούζι της χρονιάς. Ο μανάβης έκανε πάντα την ίδια ερώτηση "πως γίνεται ρε κυρά Αθανασία και ξέρεις πότε φέρνω το πρώτο καρπούζι κάθε χρονιά;". Η γιαγιά μου τον κοίταζε και με κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο απαντούσε πάντα το ίδιο πράγμα «μας μύρισε». 'Έτσι την ώρα που το αίτημα διατυπωνόταν αυτή πρόβαλε από την κουζίνα έχοντας αγκαλιά ένα μικρό καρπούζι με σκούρα πράσινη φλούδα και το μαχαίρι στο χέρι. Αφού τελείωνα την ιεροτελεστία, χορός γύρω από το καρπούζι, αγκαλιές στη γιαγιά και ακολουθούσαν οι απαραίτητες κραυγές για συγκέντρωση του είδους μου ¨Γώγο καπούζι¨( Γιώργος το αυτοκόλλητο γειτονάκι μου), η γιαγιά έκοβε το καρπούζι και με προσεκτικές κινήσεις αφαιρούσε τη καρδιά του καρπουζίου και με μια μικρή μεροληψία μου έβαζε γρήγορα στο στόμα την περισσότερη πριν προλάβει να έρθει ο Γιώργος. Και εγώ που όλα τα μοιραζόμουν έκανα πως δεν καταλάβαινα την προφανή αδικία και κατάπινα γρήγορα. Όταν έμπαινε ο Γιώργος του έλεγα «η καρδιά σου και το καρπούζι άντε εγώ τη δικιά μου την έφαγα κιόλας» και τον περίμενα να τελειώσει, γιατί μετά ξεκινούσε η πραγματική διασκέδαση. Παίρναμε ο καθένας μας το μισό καρπούζι (μην φανταστείτε τόσα δα μικρούλι ήτανε ακόμα) και από ένα κουτάλι και άμα ο καιρός ήταν καλός βγαίναμε στην αυλή και απλά καταβροχθίζαμε το καρπούζι με τον Γιώργο να μου λέει πάντα «φτύσε τα κουκούτσια θα φυτρώσουν καρπουζιές μέσα σου». Βλέπετε ο Γιώργος είχε ένα θέμα με τα κουκούτσια. Μια φορά είχε στην κυριολεξία αποδεκατίσει τον πληθυσμό μια κερασιάς, στην κυριολεξία όμως, αφού εκτός από τα κεράσια κατάπιε και τα περισσότερα κουκούτσια, μην σας πω και τα φύλλα, με αποτέλεσμα ένα φοβερό πονόκοιλο που κόντεψε να τον ξεκάνει. Η μάνα του, για να τον αποτρέψει από το να ξανακάνει το ίδιο, τον έπεισε ότι μεγάλο ρόλο στο κακό έπαιξαν και τα κουκούτσια με αποτέλεσμα βδομάδες μετά να πρέπει να πηγαίνουμε μαζί του όταν πήγαινε τουαλέτα και να τον ακούμε να μας λέει θριαμβευτικά όταν έβγαινε «μια κερασιά λιγότερη». Από τότε τα κουκούτσια αποτέλεσαν μόνιμο παιδικό εφιάλτη του και όχι μόνο, μιας και τον άκουσα να λέει στη γυναίκα του όταν τάιζε τον γιό του καρπούζι «πρόσεξε τα κουκούτσια» και τότε κατάλαβα τι σημαίνει παιδικό τραύμα.

Ξαναγυρνάμε στο καρπούζι. Όταν λοιπόν από το καρπούζι δεν είχε μείνει παρά μόνο το περίβλημα και αυτό γιατί ο Γιώργος μετά από μια άσχημη δηλητηρίαση από αχλάδια που τα έφαγε με τη φλούδα και άπλυτα, είχε μια φοβία στο γύρω γύρω των τροφίμων, ακόμα και στη πέτσα του κοτόπουλου, πράγμα που πολύ μου άρεσε γιατί εγώ λάτρευα τις ξεροψημένες πετσούλες του κοτόπουλου, όταν λοιπόν το καρπούζι είχε πάρει το κατάλληλο σχήμα και εάν ο καιρός βοηθούσε ξεκινούσε ο πόλεμος, αφού υπήρχε ο εξοπλισμός. Κράνος (το μισό καρπούζι) και όπλο το κουτάλια. Βάζαμε το καρπουζοκράνος στο κεφάλι και φωνάζοντας «αέρα» κραδαίνοντας τα κουτάλια μας αρχίζαμε να κυνηγιόμαστε μέχρι που μια τούμπα, η ένας γονιός έσκαζε μύτη και μας μάζευε. Μας μάζευε όχι ακριβώς, γιατί η ιεροτελεστία του «τρώω το πρώτο καρπούζι της χρονιάς» δεν είχε τελειώσει ακόμα. Έτσι όπως είμαστε στην αυλή, όποια μάνα μας έπιανε πρώτη, μας πήγαινε στη βρύση και μας έκανε μπάνιο έτσι όπως ήμασταν, με το άσπρο βρακάκι και το άσπρο φανελάκι. Εγώ πολύ το ευχαριστιόμουνα ο Γιώργος πάλι όχι, αλλά καθόταν ακίνητος σαν παγωμένος και τώρα που ξαναφέρνω την εικόνα στο μυαλό μου είμαι σίγουρη ότι τα χείλια του δεν τρέμανε από το κρύο, αλλά προσευχότανε να τελειώσει το δράμα που ζούσε, αλλά μπροστά στο άλλο δράμα ήτανε προτιμότερο. Βλέπετε για να βάλεις τον Γιώργο στο μπάνιο έπρεπε να πεις τη μαγική φράση "θα σε φάνε οι μέλισσες" και τότε κοκάλωνε και έμενε έτσι μέχρι να τελειώσουν όλα. Όχι δεν είχε φάει μέλισσες με τη φλούδα, αλλά κάποτε θεώρησε σκόπιμο να ανοίξει μια κυψέλη με μέλισσες για να δει πως είναι με τα γνωστά αποτελέσματα. Ακόμα θυμάμαι που ήρθε σπίτι -γιατί πάντα εμείς είχαμε τη τιμή να βιώνουμε πρώτοι τις συνέπειες των εξερευνήσεων του- με ένα σκούρο μπλε χρώμα και διπλάσιος. «Θαύμα» είπανε οι γιατροί, «θαύμα» είπε και η μάνα του, εμείς πάλι τον ρωτήσαμε εάν θα πρέπει πάλι να πηγαίνουμε μαζί του όταν θα πήγαινε τουαλέτα και πολύ ανακουφιστήκαμε όταν μας είπε "όχι", αλλά όταν θα έκανε μπάνιο στην αυλή θα έπρεπε να κάνουμε και εμείς μαζί του.

Τώρα θα μου πείτε γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί με καθυστέρηση φέτος είπα στο μπαμπά μου το πρωί «καλά πεπονάκι παίρνεις εδώ και δύο εβδομάδες για τα εγγόνια σου, καρπούζι για μένα δεν θα πάρεις;». «Καλά είπε η μαμά μου, άμα έχουν στη λαϊκή θα σου φέρω». Τέσσερεις ώρες μετά με πήρε η Νάσια τηλέφωνο από το σπίτι και μου είπε με τον ίδιο θριαμβευτικό τρόπο, με εκείνο τον παλιό το δικό μου, «μαμά μάντεψε τι τρώω;». Και χωρίς με περιμένει την απάντηση μου, συνέχισε «Τρώω την μισή καρδούλα από το πρώτο καρπούζι της χρονιάς. Την άλλη μισή τη φύλαξε η γιαγιά για τη Νερίνα».. 46 καλοκαίρια εγώ άκουγα το πρώτο κρακ που κάνει ένα καρπούζι όταν κόβεται στο σπίτι, εγώ μύριζα πρώτη εκείνη τη μυρωδιά που πιστοποιούσε και επίσημα ότι ό,τι κόλπα και να βρει ο καιρός το καλοκαίρι ήρθε επιτέλους και πάνω από όλα εγώ έτρωγα την καρδιά από το πρώτο καρπούζι της χρονιάς. Κάτι έκανε κρακ μέσα μου, σαν να άκουγα το κρακ από όλα τα πρώτα καρπούζια που έφαγα στη ζωή μου και θυμωμένα της είπα «να πεις στο παππού σου ντροπή του». Τότε ο πατέρας μου είπε «δεν πειράζει τώρα θα τρως τρίτη το πρώτο καρπούζι της χρονιάς» και συνέχισε η Νάσια, αποτελειώνοντας με, αρπάζοντας το τηλέφωνο από τον παππού της και λέγοντας μου «Μην στεναχωριέσαι μαμά έτσι είναι η ζωή», ρουφώντας ταυτόχρονα τον καρπουζοχυμό που τις έστυψε ο παππούς της για να συνοδεύσει την καρδιά του καρπουζιού., ενισχύοντας έτσι τις υποψίες μου ότι εγώ από το πρώτο καρπούζι της χρονιάς το μόνο που θα μείνει να φάω είναι η φλούδα του, γιατί έτσι που μεγάλωσε το κεφάλι μου δεν μπορώ ούτε να παίξω καρπουζοπόλεμο πια, άσε που χωρίς τον Γιώργο δεν έχει πλάκα και δεν νομίζω ότι θα το εκτιμήσουν τα έτερα μας ήμισυ εάν σκάσουμε μύτη στο μπαλκόνι με άσπρα βρακάκια και φανελάκια και από μια καρπουζόφλουδα για κράνος στο κεφάλι, άσε που μεγαλώνουμε και παιδιά και τι παράδειγμα θα τους δώσουμε. Βέβαια φρόντισα να στραπατσάρω λίγο την ευτυχία της λέγοντας την «ελπίζω να μην κατάπιες και τα κουκούτσια γιατί θα φυτρώσουν καρπουζιές στην κοιλιά σου, το ξέρω γιατί όταν ήμασταν παιδιά το είχε πάθει ένας φίλος μου».

Υ.Γ. Από την άλλη σκέφτομαι ότι ίσως αυτό να είναι και θεία δίκη. Κάποτε θα έπρεπε να πληρώσω για τις επιπλέον καρδιές που έφαγα κλέβοντας τες χωρίς καμία ενοχή από τον Γιώργο.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

"Εκεντήθη"


Για τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου η βασική υπεύθυνη για την καθημερινότητα μου ήταν η γιαγιά μου, υπό την υψηλή εποπτεία της μητέρας μου (Δεν το λέω εγώ η μαμά μου το λέει και ποια είμαι εγώ που θα τολμήσω να αμφισβητήσω τη μαμά μου. Εάν την ξέρατε ούτε εσείς θα την αμφισβητούσατε). Τη μαμά μου λοιπόν μπορώ να την χαρακτηρίσω ιδιότυπα θρησκόληπτο άτομο. Τη γιαγιά μου πάλι, πως χαρακτήρισα τη μαμά μου; καμία σχέση, συν μια ολωσδιόλου απαξιωτική στάση για την κοσμική εκκλησία και τον κλήρο (η γιαγιά μου την είχε όχι η μαμά μου). Η μαμά μου λοιπόν επέμενε κάθε Κυριακή να πηγαίνουμε εκκλησία. Εγώ και η γιαγιά μου. Διότι η μαμά μου, εκτός από την παραπάνω περιγραφείσα σχέση με τη θρησκεία, είχε και μια αντίστοιχη με τον κυριακάτικο πρωινό ύπνο. Εμείς πάλι χωρίς να έχουμε τη πρώτη εξάρτηση της μαμά μου και έχοντας όμως – γονιδιακό το κόβω τελικά - τη δεύτερη με τον ύπνο, κάθε Κυριακή πρωί, σιχτιρίζοντας τον ίδιο αλλά και όλο το σόι του, τον εφευρέτη εννοώ, των δύο ξυπνητηριών που η μαμά μου επιμελώς τοποθετούσε πάνω από το κεφάλι μας, σηκωνόμασταν και σούρναμε τα ταλαιπωρημένα μας κορμιά μέχρι την εκκλησία, πάντα την ίδια, την Παναγία. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί πηγαίναμε σε αυτήν που ήταν τόσο μακριά και όχι στον Αϊ Γιάννη που ήταν πιο κοντά. Τώρα πια ξέρω το λόγο. Εκεί ήταν το νεκροταφείο που ήταν θαμμένος ο πρώτος άντρας της γιαγιάς μου, όχι ο παππούς μου. Μόλις τελείωνε η λειτουργία η γιαγιά έπαιρνε το δρόμο για το τάφο του καλού της και εγώ με τρία τέσσερα αντίδωρα στο ένα χέρι και το κουλουράκι με το τυράκι στο άλλο έκοβα βόλτες στο κοιμητήριο, στους αγαπημένους μου τάφους. Γιατί με τα χρόνια είχα αποκτήσει αγαπημένους τάφους, με καθαρά αισθητικά κριτήρια οφείλω να ομολογήσω, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία όπως λέω συνήθως. Έτσι κάπως διαμορφωνόταν αργά μα σταθερά μια σχέση μου με τα της εκκλησίας που φαινότανε να μην έχει τις καλύτερες προοπτικές. Εκτός από μια φωτεινή εξαίρεση. Τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας. Η γιαγιά μου λάτρευε το Πάσχα και όλα τα γύρω από αυτό. Όλα άλλαζαν εκείνες τις μέρες. Πρώτα από όλα άλλαζε η εκκλησία. Από την Παναγία μετακομίζαμε στον Αϊ Γιάννη. Μια παλιά πέτρινη, βυζαντινής τεχνοτροπίας, εκκλησία, τελείως αντίθετη με την εκκλησία της Παναγίας. Μικρότερη με τη ζωή να διεκδικεί το μερίδιο της στους τοίχους της, αφού όλο το χρόνο διατηρούσαν με την υγρασία τους ζωντανά ένα σωρό αγριολούλουδα και βρύα και με έναν κήπο που κάθε χρόνο την εποχή του Πάσχα μοσχομύριζε με εκείνη την γλυκιά και ιδιότυπη, σαν την σχέση τη δικιά μας με την εκκλησία αλλά και τον ύπνο, μυρωδιά. Από την Μεγάλη Δευτέρα και μέχρι και τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ εγώ και η γιαγιά μου, με μια σιωπηρή συναίνεση, ήμασταν από τις πρώτες που πήγαιναν στην εκκλησία και από τις τελευταίες που έφευγαν. Εγώ εκείνες τις μέρες ένοιωθα σαν να έμπαινα σε μια άλλη διάσταση και ασυνείδητα στην αρχή λόγω ηλικίας, αλλά τελείως πια συνειδητά περνώντας τα χρόνια βυθιζόμουνα σε μια περίεργη κατάσταση την οποία αδυνατούσα τότε να την εξηγήσω. Εγώ που όσες ώρες δεν ήμουν σχολείο ή δεν έπαιζα ζούσα κολλημένη στη γιαγιά μου, που μέχρι τα 10 μου κοιμόμουν μαζί της, που δεν υπάρχει στιγμή της παιδικής μου ηλικίας που να μην παίζει αυτή, που όταν ο μπαμπάς μου πάτησε πόδι και μας χώρισε μέναμε και οι δύο ξύπνιες μέχρι να κοιμηθούν οι γονείς μου και τότε αυτή ερχόταν στο κρεβάτι μου και με έπαιρνε αγκαλιά στο δικό της και τότε μόνο εγώ κοιμόμουνα. Τότε κοιμόταν και ο πατέρας μου που σηκωνότανε σιγά σιγά και σκέπαζε και τις δύο. Το πρωί πάλι, πριν ξυπνήσουν οι δικοί μου, η γιαγιά με μετέφερε στο κρεβάτι μου για να ξανασηκωθεί μετά ο πατέρας μου να μας σκεπάσει και τις δύο. Εγώ λοιπόν που ένοιωθα ότι η μια ήταν προέκταση της άλλης, εκείνες τις μέρες χώριζα από τη γιαγιά μου και το ίδιο έκανε και εκείνη. Αυτή στο στασίδι της με εκείνο το περίεργο κερί σαν πλεχτή κοτσίδα και εγώ με τη σύνοψη, που εκείνη μου αγόρασε, στο χέρι καθόμασταν δίπλα δίπλα χωρίς να αγγιζόμαστε, χωρίς να μιλάμε, χωρίς καν να κοιτιόμαστε. Μόνο κάθε Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που πατήρ Ματθαίος, κουβαλώντας μόνος του, ίδια γκρεγκική φιγούρα, τον Σταυρό, έτσι ψηλός και λιπόσαρκος με ωχρή επιδερμίδα που ήταν και με φωνή που έτρεμε από το κλάμα έψελνε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…», όταν όλα τελείωναν και ανάβανε τα φώτα, η γιαγιά με έπαιρνε αγκαλιά και με έσφιγγε με όλη της τη δύναμη και δεν με άφηνε μέχρι που αργά αφού τελειώνανε όλα τα Ευαγγέλια και γυρίζαμε στο σπίτι. Η Μεγάλη Παρασκευή για εμάς τις δύο ήταν η αγαπημένη μας και όταν πια μεγάλωσα, ώστε να μπορώ να μένω ξύπνια, ήταν μια από τις μέρες του χρόνου που περίμενα πως και πώς να έρθουν. Όταν τελείωνε η Ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης αρκετές γυναίκες, κάτω από την υψηλή καθοδήγηση της γεροντοκόρης καθηγήτριας θεούσας της περιοχής, στόλιζαν τον Επιτάφιο και κάνανε πρόβες τα «Εγκώμια». (Η μόνη μέρα τελικά, που εμείς οι γυναίκες έχουμε το προνόμιο να διαχειριστούμε τα του τελετουργικού της λειτουργίας, είναι για να διεκπεραιώσουμε το τελετουργικό ενός θρήνου, αλλά και αυτό είναι άλλη ιστορία). Από τα έξη μου και μετά αποτελούσα και εγώ μέρος αυτής της διαδικασίας. Στην αρχή στον άχαρο ρόλο του μαδήματος των λουλουδιών – ναι σωστά μαντέψατε - των βιολετών και το πέρασμα τους σε κλωστή και αργότερα μετακόμισα στο γυναικωνίτη, όπου μόνο εγώ από όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς έψελνα μαζί με τις «μεγάλες» τα «Εγκώμια». Και μετά, με τη γιαγιά μου να με κρατάει σφιχτά από το χέρι, βγαίναμε έξω με τη νύχτα να φεύγει σιγά σιγά μυρίζοντας το άρωμα της βιολέτας στον αέρα αλλά και πάνω μας έτσι που είχε ποτίσει τα ρούχα και το δέρμα μας. Ούτε που θυμάμαι πως γύριζα σπίτι, μιας και η επόμενη εικόνα ήταν πάντα η γιαγιά μου να με ξυπνάει για να με ντύσει για την Αποκαθήλωση και εμένα υπάκουη να κάθομαι να με πλύνει, να με χτενίσει, να με ντύσει και να φεύγουμε για την εκκλησία, με τη μάνα μου να απορεί κάθε χρόνο το ίδιο για την περίεργη προθυμία που μας έπιανε κάθε Μεγάλη Βδομάδα. Μια φορά νομίζω ότι μας παρακολούθησε για να σιγουρευτεί ότι πηγαίναμε πράγματι στην εκκλησία και όχι βόλτα στο πάρκο. Και μετά το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Ντυμένη με τη μπλε φούστα μου, το λευκό πουκάμισο και την μπλε ζακέτα, άφηνα στη γιαγιά μου το παλτό μου, μιας και τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ ο καιρός άλλαζε, για να μαλακώσει μόλις ο Επιτάφιος γύριζε στην εκκλησία και ανέβαινα στον γυναικωνίτη μαζί με τις «μεγάλες» κρατώντας με σοβαρότητα τη σύνοψή μου και το κερί μου έτοιμη για τη μεγάλη στιγμή τα «Εγκώμια». Στις σελίδες της σύνοψης μου η γιαγιά μου πάντα έβαζε ένα από εκείνα τα λευκά μαντηλάκια κεντημένα με ροζ ή κίτρινα λουλουδάκια, ξέροντας ότι εκείνη ήταν η μόνη μέρα της χρονιάς που εγώ έκλαιγα. Ποτέ δεν κατάλαβα πως η γιαγιά μου το ήξερε, αφού το στασίδι της ήταν κάτω από τον γυναικωνίτη, αλλά και με την μυωπία που είχε θα της ήταν αδύνατο να με δει και και οποιαδήποτε άλλη θέση της εκκλησίας. Γιατί εγώ με το που ξεκινούσαν τα Εγκώμια ένοιωθα εκείνο το κόμπο στο λαιμό που σε κάνει να θέλεις να ανασάνεις με όλη σου τη δύναμη έτσι που νομίζεις ότι πνίγεσαι. Την πρώτη φορά που το ένοιωσα ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα τι να κάνω, τρόμαξα και προσπάθησα να ανασάνω με όλη μου τη δύναμη. Και μετά έκλαψα και ήταν σαν να ανάσανα και αλάφρωσα από "όλα", χωρίς να ξέρω ποια ήταν αυτά τα «όλα». Και αυτό μου συνέβαινε για 30 χρόνια και, μέχρι που μια Μεγάλη Παρασκευή δεν μπορούσα πια να κλάψω για μια άλλη γυναίκα, ήθελα να κλάψω μόνο για μένα και όπως όλες τις φορές που ήθελα και θέλω να κλάψω για μένα δεν μπόρεσα, αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Εγώ και η γιαγιά δεν πηγαίναμε στην Ανάσταση. Η προφανής δικαιολογία ήταν ότι εγώ φοβόμουνα τα βεγγαλικά. Η μαμά μου υποστήριζε ότι δεν αντέχαμε να περιμένουμε τόσες ώρες για να φάμε, αλλά παρόλο που είχε την υψηλή εποπτεία, η επιρροή της σε κάποια πράγματα ήταν σκανδαλωδώς κοντή. Γύρω στις 10 εγώ και η γιαγιά μου, υποταγμένες στις μυρωδιές της μαγειρίτσας και με συμπεριφορά υπνοβάτη, παρακούοντας πάντα την εντολή της μητέρας που ήθελε να αυγοκόψουμε τη μαγειρίτσα και να περιμένουμε για να φάμε και οι τέσσερεις μαζί, εμείς τρώγαμε τσουγκρίζαμε τα αυγά μας και το μόνο που είχαν να κάνουν την ώρα που γύριζαν σπίτι ήταν να μας σκεπάσουν, αφού νόμιμα τις μεγάλες γιορτές μπορούσαμε να κοιμόμαστε μαζί. Την άλλη μέρα το απόγευμα η γιαγιά με πήγαινε στην «Αγάπη» μην πάνε στράφι τα κόκκινα λουστρινένεια παπούτσια και η λαμπάδα που ανελλιπώς μου έφερνε η νονά μου και το καινούργιο πλουμιστό φουστάνι που ανελλιπώς μου αγόραζε η γιαγιά μου.

Σήμερα με την Νάσια, τη μικρή μου κόρη και την Έλενα, την ανιψιά μου, να κοιμούνται στον απέναντι καναπέ, την Χριστίνα, την άλλη ανιψιά μου, ξαπλωμένη στη βαθιά πολυθρόνα της γιαγιάς της, εγώ έχοντας στην αγκαλιά μου την Νερίνα παρακολουθήσαμε την Σταύρωση, με εμένα να της εξηγώ το τροπάριο για μια ακόμα φορά και εκείνη να ρωτάει, «γιατί έπρεπε να τον τρυπήσουν για να δουν εάν πέθανε, δεν είχαν άλλο τρόπο;», μιας και εχθές βράδυ ξενύχτησε για να δει μια ακόμα τηλεσειρά με τα «Πάθη του Χριστού», «με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες μαμά σου λέω».



Για την ιστορία


Ευκαιρία για να τα θυμηθώ όλα αυτά ήταν η ένα σχόλιο της Queerdom στο οποίο έγραψε «Να θίξω κάτι άσχετο εγώ επειδή έχω την απορία; ε; Γιατί να μάθεις στα παιδιά να νηστεύουν για θρησκευτικούς λόγους; Είναι σε θέση να καταλάβουν, να κρίνουν και να συμφωνήσουν; Ή το θεωρείς δεδομένο ότι αυτό θα έπρεπε να κάνουν;»


Σαφέστατα θα διαλέξουν οι ίδιες. Πέρα όμως από όλο αυτό, την ιστορία που λέγεται θρησκεία, εκκλησία, εκπρόσωποι της κ.λ.π., υπάρχει μια από τις πιο όμορφες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ. Και θεωρώ ότι πρέπει να τους τη μάθω. Την ιστορία και μόνο, σεβόμενη απόλυτα το τυπικό της. Όπως και με εμένα η ζωή θα τις βοηθήσει να κάνουν τις επιλογές τους. Εγώ πάλι πάω να βρω τη σύνοψη μου, την ίδια που είχα από παιδί, που σε μια κρίση στην εφηβεία μου την έντυσα με φιγούρες του Ιερώνυμου Μπος. Και βέβαια δεν θα ξεχάσω να βάλω και ένα χαρτομάντιλο μέσα στις σελίδες της. Και επίσης πρέπει να θυμηθώ να δείξω στη Νερίνα, τη σελίδα της Σταύρωσης, όπου στην εικόνα του Εσταυρωμένου έχω βάψει με το σκούρο ροζ μανόν (σομόν για την ακρίβεια) της μαμάς μου το σημείο που «εκεντήθη»………..

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007

Κινέζικο - καλαμάκια (Μέρος τρίτο)

(άχρηστη πληροφορία)

(Συνέχεια από την προηγούμενη μέρα)

Τα μεθυσμένα χρώματα* σχολιάζοντας το πρώτο ποστ έγραψαν: «διαβάζω Αντώνης, Διονύσης, Ευθύμης, Αλέξης, κινέζοι....όλοι να δουλεύουν σκληρά για τα καλαμάκια...εσύ τι έκανες βρε; μανικιούρ ή περμανάντ;;».

Υποκατηγορία: Το ψιλόκομμα

Την άλλη μέρα πρωί με την αυγούλα επιστρέψαμε στο χώρο του φεστιβάλ. Τον Ευθύμη και τον Διονύση τους είχαμε αφήσει εκεί και πάλι για τους λόγους που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο ποστ. Ο Αντώνης και ο Αλέξανδρος έφτασαν στο χώρο λίγο καθυστερημένοι, γιατί ήρθαν με τα πόδια, μιας και με τα τσιμπιδάκια φρυδιών στα χέρια δεν τους ήταν εύκολο να βρίσκουν στις τσέπες τους το αντίτιμο για το εισιτήριο του λεωφορείου. «Ο καλύτερος φίλος που απέκτησα ποτέ» έφερε τα υπόλοιπα κρεμμύδια, που είχε φροντίσει να καθαρίσει το βράδυ, για την παρασκευή της κρεμμυδόσουπας για τα άτομα που θα έκαναν περιφρούρηση στο χώρο. Οι τρεις κινέζοι μας περίμεναν όρθιοι και παραξενεμένη ρώτησα που ήταν ο ελληνόφωνος κινέζος. Σαν να κατάλαβαν τι τους είπα γύρισαν και οι τρεις και μου δείξανε με το χέρι τους προς μια κατεύθυνση, Ο ελληνόφωνος κινέζος ήταν καθισμένος πάνω στον ίδιο κορμό που τον είχα τοποθετήσει με τόση φροντίδα την προηγούμενη μέρα και έμοιαζε να μην έχει μετακινηθεί ούτε μία στιγμή από εκεί. «Καλά δεν έφυγε αυτός από εκεί» ξαναρώτησα γυρνώντας το κεφάλι μου προς τους τρεις κινέζους. Οι μουγκρίζοντες - χαμογελώντες και στον υπόλοιπο χρόνιο αμίλητοι κινέζοι είχαν εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο. «Στα δέντρα που γελάνε» μου είπε ο Αντώνης με το γνωστό μακάριο ύφος του, βγάζοντας παράλληλα μια τρίχα από τα φρύδια της Ελένης. Βλέπετε είχε αποφασίσει, να μην πάει χαμένη αυτή η νέα εργασιακή προοπτική όπου είχε ανοιχτεί μπροστά του και έτσι είχε αρχίσει να τσουρομαδάει ότι φρύδι έβρισκε μπροστά του, με αποτέλεσμα ο γυναικείος πληθυσμός της οργάνωσης να κάνει ουρά έξω από το σπίτι του.. Σαστισμένη, μη καταλαβαίνοντας, γύρισα προς τα γνωστά δέντρα και είδα τρία από αυτά να έχουν λυγίσει από τα γέλια. Όσο και πεις σκέφθηκα είμαστε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Όμως ήμουνα υποχρεωμένη να χαλάσω αυτή την θεραπεία γέλιου των δέντρων και των κινέζων, μιας και σήμερα ήταν η μέρα που ξεκινούσε το φεστιβάλ και ακόμα προκοπή ιδιαίτερη δεν είχαμε κάνει. Στράφηκα προς τον ελληνόφωνα κινέζο και του είπα «φώναξε τους να ξεκινήσουμε, εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα, θα τα βολέψω μόνη μου». «Εντάξει μου είπε, αλλά πες σ’ αυτόν με τα κρεμμύδια να σταματήσει να τραγουδάει». Γύρισα και κοίταξα προς «τον καλύτερο φίλο που απόκτησα ποτέ» και τότε κατάλαβα γιατί ήταν «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ». Αφού χωρίς να του πω τίποτα πήρε τα κρεμμύδια του, τις μπύρες του και μου είπε «εγώ το κεφάλι σου κόβω, χατίρι δεν σου χαλάω» και αποχώρησε προς το περίπτερο με τα καλαμάκια. «Πάει και αυτό είπα στον ελληνόφωνο κινέζο, μπορούμε τώρα να αρχίσουμε. Τι πρέπει να κάνουμε;» «Κύβους» μου είπε.

Για μια στιγμή νόμισα ότι πάει αυτός τα έπαιξε και ένας πανικός με έπιασε. Με έναν κινέζο υπό κατάρρευση τι υπό, στα βάραθρα ήταν, τρεις που τους είχαν βουτήξει σε αέριο γέλιου και δεν λέγανε να συνέλθουν, τον Αντώνη να κάνει τον αισθητικό στις γυναίκες της οργάνωσης, τον Αλέξανδρο με κρίση ταυτότητας, διότι ξέχασα να σας πω ότι ο Αλέξανδρος αποτελούσε θαυμαστό δείγμα της θεωρητικής πλευράς της οργάνωσης. Ακόμα θυμάμαι την ημέρα που τον πρωτογνώρισα. Ψηλός, αδύνατος, με όψη και κόψη που θύμιζε Λαπαθιώτη και αντίστοιχη παιδεία, μεγαλωμένος με τις πάλαι ποτέ αρχές μια καλής αστικής οικογένειας, με δύο θείες και ένα κανίς για την ακρίβεια, με πλησίασε μπροστά στο κυλικείο της σχολής και μου ζήτησε να γίνει στέλεχος. Σε πρώτη φάση και επειδή τα χρόνια ήταν δύσκολα και η ώρα μόλις εννιά το πρωί, φλέρταρα με την ιδέα να τον παραδώσω στο Νίκο, που κάτι τέτοιους φερέλπιδες νέους τους έτρωγε για πρωινό. Πως ήταν «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» με τα κρεμμύδια; Κάπως έτσι και ο Νίκος με τα φιλόδοξα και ελπιδοφόρα νιάτα. Εκτιμώντας ότι αυτό μπορεί όμως να ήταν και επικίνδυνο ακόμα και για την ακεραιότητα του νέου, καθώς και το γεγονός ότι ο Νίκος είχε έρθει στη σχολή κατευθείαν από το Καζαντζιδικό και έπινε ήδη το τρίτο του μολότοφ (sprite με κονιάκ) μπας και συνέλθει, έχουσα και αυτήν την ιδιοσυγκρασία της μάνας από τότε μέσα μου, γύρισα και είπα στον Αλέξανδρο που με κοίταζε με προσμονή. «Καλό μου παιδί για να γίνεις στέλεχος πρέπει πρώτα να γίνεις μέλος και επίσης βλέπεις αυτόν το ψηλό με το μουστάκι, μην τον πλησιάσεις μέχρι να σου πω εγώ». Για να μην πλατειάζουμε το πρόβλημα ήταν μεταφραστικό. Βλέπετε ο Αλέξανδρος είχε διαβάσει τους θεωρητικούς στο πρωτότυπο και η ακριβής απόδοση της έννοιας μέλος ήταν στέλεχος. Μέλος ήθελε να γίνει και μετά από το λύσιμο της παρεξήγησης μέλος έγινε. Τέλος πάντων ο Αλέξανδρος αδυνατούσε να τοποθετήσει αυτή τη διαδικασία μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο που θα του επέτρεπε να την κατανοήσει, άσε που με τα τσιμπιδάκια φρυδιών κολλημένα στα χέρια του, δεν μπορούσε να ξύσει και το κεφάλι του γεγονός που σαφέστατα θα του επέτρεπε να μπορέσει να σκεφθεί καλύτερα. Τον έβαλα δίπλα στο ελληνόφωνα κινέζο και του ζήτησα να του κάνει παρέα, θεωρώντας ότι η παιδεία του ενός και η από τη φιλοσοφία του λαού του απορρέουσα στάση ζωής του άλλου, θα τους επέτρεπε να συμβιώσουν μέχρι να τελειώσει το φεστιβάλ.

Αφού έλυσα και αυτήν εκκρεμότητα και είπα στον Διονύση και στον Ευθύμη να πάνε στην εξέδρα που τους χρειαζόντουσαν για να κρεμάσουν τα φωτάκια, διότι ελπίζω να θυμόσαστε ότι αυτοί και η σκάλα πλέον αποτελούσαν και επίσημα τη μισή υλικοτεχνική υποδομή του φεστιβάλ, γύρισα και με όση ψυχραιμία μου απέμενε ξαναρώτησα : «Όταν λέτε κύβους τι ακριβώς εννοείτε;». «Όταν λέω κύβους εννοώ κύβους» μου είπε. «Τα πάντα στη κινέζικη κουζίνα καταλήγουν σε κύβους» μου είπε ο ελληνόφωνος κινέζος φωνάζοντας παράλληλα το σεφ. Ότι αυτό δεν ήταν κάτι καλό το κατάλαβα, αφενός γιατί και οι τρεις κινέζοι είχαν σταματήσει να γελάνε και αφετέρου γιατί το μάτι του ελληνόφωνου κινέζοι είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει κάτι από την παλιά του ζωντάνια.

Και εδώ μεθυσμένα μου χρώματα* μπαίνουν οι γυναίκες και εγώ μαζί. Γυναίκες τρεις. Εγώ, η Ελένη με μισοβγαλμένο φρύδι και η Όλγα με βγαλμένα όλα της τα φρύδια, μιας και υπήρξε η πρώτη που επάνω της ξεκίνησε την καριέρα τους ως αποτριχωτής ο Αντώνης. «Πρώτα θα κόψετε κύβους τα φιστίκια, με τον τρόπο και με το μέγεθος που θα σας υποδείξει ο σεφ» είπε ο ελληνόφωνος κινέζος. Εμείς τα φιστίκια τα είχαμε δει και μάλιστα είχαμε συνεννοηθεί με τους άλλους να τα χτυπήσουμε το βράδυ με τα σχετικά ποτάκια. Βλέπετε είχαμε θεωρήσει ότι ήταν η ευγενική προσφορά του κεντρικού Ρήγα για επιβράβευση των κόπων μας. Γιατί κάθε χρόνο μας κάνανε και από ένα δωράκι για τους κόπους μας, γενναιόδωρη προσφορά πάντα κάποιου κομματικού μέλους. Πέρσι ας πούμε, μας δώσανε από έναν ωραιότατο κάβουρα. Όχι αυτόν που περπατάει ανάποδα, το ζωντανό, τον άλλο που σφίγγεις σωλήνες, προσφορά της οργάνωσης των ιδιοκτητών σιδηροπωλείων. Ακόμα τον έχω αυτό τον κάβουρα. Τέλος πάντων τα φιστίκια δεν ήταν για μας ήταν για το κινέζικο. Και εδώ αγαπητοί μου αναγνώστες ξεκινάει ο εφιάλτης. Έχετε δοκιμάσει να ψιλοκόψετε φιστίκι αιγίνης; Θα προσπαθήσω να το περιγράψω. Παίρνεις το φιστίκι (καθαρισμένο πάντα), αφού το ακινητοποιήσεις, με δύο αποφασιστικές αλλά πλήρους ακριβείας κινήσεις αφαιρείς τα δύο στρογγυλά κομμάτια ένθεν και ένθεν, έτσι που να μείνει ένα κομμάτι φιστικιού που να θυμίζει εν δυνάμει κύβο. Τώρα αυτό έτσι που το ακούτε σας φαίνεται απλό, αλλά άμα ήταν απλό θα το κάνανε οι κινέζοι; Πέρα από το να σου κάτσει το φιστίκι ακίνητο και υπάκουο, το ζητούμενο δεν είναι να κόψεις απλά τα περιττά κομμάτια, αλλά το κάθε φιστίκι που κόβεις σε κύβο να είναι ίσιο με τα υπόλοιπα φιστίκια. Τρέχα και φυστικογύρευε δηλαδή. Κάθε φιστίκι περνούσε από εξονυχιστικό έλεγχο από το σεφ, ο οποίος μας τάραζε στα μπινελίκια (στα κινέζικα πάντα) όταν το φιστίκι ήταν μικρότερο του αναμενόμενου ή μας το επέστρεφε να το διορθώσουμε όταν ήταν μεγαλύτερο του προτεινόμενου μεγέθους. Πριν ακόμα τελειώσουμε το ψιλόκομμα των φιστικιών είχαμε ήδη το θύμα της ημέρας, Η Ελένη, η μόνη που δεν φορούσε γυαλιά στην οργάνωση, κατέληξε «βοηθάτε χριστιανή την αόμματη», εξαιτίας της Όλγας, που ο σημαντικός βαθμός μυωπίας της την δυσκόλεψε αρκετά, με αποτέλεσμα στο τέλος να σφάζει και όχι να κόβει τα φιστίκια, τα οποία εξαιτίας της πίεσης που εξασκούνταν επάνω τους χοροπηδούσαν και εκσφενδονιζόντουσαν σαν τρελά από εδώ και από εκεί με τελικό αποδέκτη τα μάτια της μη διοπτροφόρου ωραίας Ελένης, διότι όχι να το παινευτούμε αλλά ήμασταν ωραία κορίτσια εμείς οι Ρήγισσες. «Τα μάτια μου, τα μάτια μου» φώναζε η Ελένη, «τα νεύρα μου, τα νεύρα μου» φώναζε η Όλγα, «τα φιστίκια μου μέσα» φώναζε στα κινέζικα ο σεφ, να μην τα πολυλογώ κάπου 15 κιλά φιστίκια αιγίνης τα καθάρισα μόνη μου, την οργάνωση μου μέσα.

Συνεχίζεται (την ίδια μέρα, ούτε μεσημέρι δεν είχε φτάσει ακόμα)

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007

Κινέζικο - καλαμάκια σημειώσατε: 2 (Μέρος δεύτερο)

(αυτό ξαναπές το)

(Συνέχεια από την προηγούμενη μέρα)

Υποκατηγορία: Τα κρεμμύδια

Την άλλη μέρα πρωί με την αυγούλα επιστρέψαμε στο χώρο του φεστιβάλ. Τον Ευθύμη και τον Διονύση τους είχαμε αφήσει εκεί, γιατί δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί τρόπος ή ανάλογο μεταφορικό μέτρο να μεταφέρει δύο, ως σιαμαίους ενωμένους με μια σκάλα στο σημείο ένωσης. Επίσης ο, έχων το γενικό πρόσταγμα του φεστιβάλ, τότε γραμματέας του Ρήγα, τους είχε χρήσει υπεύθυνους για την υλικοτεχνική υποδομή του φεστιβάλ. Μη φανταστείτε τη μισή την είχαν ενσωματώσει πάνω τους. Τους πλαγιάσαμε με προσοχή και φροντίδα, τους σκεπάσαμε με σλίπινγκ μπανγκ, αφού πρώτα τους ποτίσαμε και τους ταΐσαμε και υποσχεθήκαμε ότι πρωί πρωί θα είμαστε στη θέση μας. Πράγμα που έγινε. Διότι εκείνα τα χρόνια όλοι μας ήμασταν δέσμιοι του συνδρόμου των 3, 4 τεσσάρων, όλο τα μπερδεύω, σωματοφυλάκων. Δεν το συζητώ οι κινέζοι ήταν ήδη εκεί με το γνωστό βλέμμα «τώρα θα σας δείξουμε τσογλάνια τι θα πάθετε». Θυμάστε πως ήταν οι δικαστές στη ταινία με τον Ρίτσαρντ Γκιρ; έ αυτό το βλέμμα εννοώ. Νοιώσαμε να μας διαπερνά ένα ρίγος, αλλά πάλι όρκο δεν παίρνω. Όμως όλα έδειχναν ότι η μέρα θα ήταν δύσκολή. Οι κινέζοι φαινόντουσαν αποφασισμένοι να μας γονατίσουν, μέχρι να κλάψει ακόμα και ο πιο σκληρός από εμάς…………

Ο ελληνόφωνος κινέζος με σατανικό βλέμμα και ύφος είπε. «Σήμερα θα καθαρίσουμε και θα ψιλοκόψουμε κρεμμύδια»….’Έκανε παύση και περίμενε τις αντιδράσεις. Τότε ακούστηκε η γνωστή φωνή του «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» «Εγώ, εγώ. Εγώ τα κρεμμύδια όλα τα κρεμμύδια!!!!!!!!». Ο ελληνόφωνος κινέζος είπε «δεν έχουμε χρόνο όλοι θα κόψουν κρεμμύδια». Ως άλλος Οβελίξ που εκλιπαρεί για Ρωμαίους «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ», είπε με τη γνωστή αποφασιστική φωνή του, «εγώ παίρνω τα κρεμμύδια και τέλος». Ο κινέζος με κοίταξε ως να ζητούσε βοήθεια, αλλά εγώ είπα με νυσταγμένη φωνή, γιατί το πρωινό δεν ήταν τότε και η ώρα μου, «αυτός θα καθαρίσει όσα κρεμμύδια θέλει. Εάν βαρεθεί συνεχίζουμε εμείς». Ευθύς «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» θρονιάστηκε σε παρεπιδημούντα κορμό δέντρου, που εκτελούσε χρέη σκαμπό και τράβηξε μπροστά του το πρώτο σακούλι με κρεμμύδια (20-30 κιλά θα σας γελάσω). Σε εκείνη τη φάση εγώ έφυγα για καφέ. Επέστρεψα μετά από λίγη ώρα, Ρηγίτικη ώρα πάντα. Θα προσπαθήσω τώρα να σας μεταφέρω τη σκηνή.

Ξεκινάω:

Μουσική υπόκρουση: Μαντουβάλα

Τραγούδι: «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ»

Ηθοποιοί: Ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ, τα κρεμμύδια και σε βουβό αλλά μεστό συναισθημάτων ρόλο ο ελληνόφωνος κινέζος, με ύφος ίδιο με εκείνο της χήρας του Μάο μπροστά στο στρατιωτικό δικαστήριο

Σκηνικό: Δέντρα που γελούσαν. Δηλαδή όχι ακριβώς τα δέντρα, αλλά οι υπόλοιποι κινέζοι και Ρηγάδες, Είχαν πιάσει από ένα δέντρο και γελούσαν ως έλληνες μετά τη μάχη στα Δερβενάκια.

«Ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» μόλις που ξεχώριζε μέσα από μια τεράστια στίβα κρεμμυδιών, που άλλα καθάριζε και άλλα έτρωγε πίνοντας μπύρες και τραγουδώντας Καζαντζίδη.

Είναι αυτές οι στιγμές που πείθουν ακόμα και τον πιο δύσπιστο για την υπεροχή του γένους μας έναντι όλων των άλλων.

Πήρα το σοβαρό μου ύφος και με στοργή απίθωσα τον αποσβολωμένο και φανερά με κρίση ταυτότητας ελληνόφωνα κινέζο σε έτερο παρεπηδημούντα κορμό, σκουπίζοντας του με στοργή τα δακρυσμένα του μάτια και αλλάζοντας του φανέλα του είπα ότι «δεν φταίει αυτός» και στο κάτω κάτω δεν του έδωσε δα και να πιεί ζουμί από κόλλυβα.

Τέλος πάντως το καθάρισμα των κρεμμυδιών τελείωσε, μείον μισό σακούλι φύρα. Όσα «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» δεν έφαγε, τα πήρε για να του φτιάξω στιφάδο ένα κουνέλι, που μου είχε στείλει η θεία μου η Παναγούλα, καθώς και κρεμμυδόσουπα για το βράδυ της περιφρούρησης. Έτσι ήταν «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ». Ποτέ τα κρεμμύδια δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την αδηφάγο λατρεία του για αυτό το είδος βολβών. Βολβοί εάν δεν απατώμαι είναι τα κρεμμύδια.

Σιγά σιγά η ζωή επέτρεψε στο περίπτερο των κρεμμυδιών. Ένας ένας επέστρεψαν όλοι σκουπίζοντας με διακριτικότητα τα δακρυσμένα, τώρα από το γέλιο από τα κρεμμύδια θα σας γελάσω, μάτια τους.

Έτσι αγαπητοί μου αναγνώστες, μπορεί στο ερώτημα, εάν η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο να μην μπορώ να απαντήσω, μπορώ όμως σίγουρα να σας συστήσω να την συνδυάσετε με κρεμμύδια…

Συνεχίζεται (την επόμενη μέρα)

Κινέζικο - καλαμάκια σημειώσατε 1 (Μέρος πρώτο)

(λέμε τώρα)

(H Ισμήνη σχολιάζοντας το προηγούμενο ποστ έγραψε: Ο "άλλος" Ρήγας τώρα το μόνο που μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά είναι ότι διοργάνωνε ωραία φεστιβάλ. Με τα πιο νόστιμα σουβλάκια -καλαμάκια που έχω φάει ποτέ!!! )


Και εγώ θυμήθηκα:

Σεπτέμβρης του 85 νομίζω, γιατί ως γνωστόν ου γαρ έρχεται μόνο. Ετοιμάζαμε το φεστιβάλ του Ρήγα στη παραλιακή. Τι ποια παραλιακή; Μόνο η Θεσσαλονίκη δικαιούται να χρησιμοποιεί αυτό τον όρο και ας λέτε οι υπόλοιποι ότι θέλετε. Εκείνη τη χρονιά φιλοξενούσαμε μια αντιπροσωπεία από τη Κίνα, τμήμα της οποίας ως ένδειξη καλής θέλησης θα μας βοηθούσε να φτιάξουμε και ένα περίπτερο με κινέζικη κουζίνα. Στην ερώτηση ποια οργάνωση θα δούλευε μαζί της «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» σήκωσε το χέρι του και φώναξε με εκείνο το γνωστό ξεσαλωμένο παοκτσίδικο ύφος του «εμείς, εμείς». Σε ερώτηση μου γιατί το έκανε μου απάντησε: «για δύο λόγους» Ένας ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να μάθουμε και καμιά καλή κινέζικη συνταγή εκ των έσω και το δεύτερο ξέχασε να μου τον πει. Και εδώ ήταν και το μεγάλο λάθος μου, ότι ξέχασα και εγώ να τον ρωτήσω. Διότι «ο καλύτερος φίλος που απόκτησα ποτέ» εκτός από παοκτζής είχε και αυτός μια λιχούδικη σχέση με τη κουζίνα, όχι μόνο ως καταναλωτής αλλά και ως παρασκευαστής μπινελικίων, όπως έλεγε και ο ίδιος και μεταξύ μας μια χαρά τα κατάφερνε, εάν εξαιρέσεις μια εμμονή που τον έπιασε για ένα διάστημα να βράζει κόλλυβα και να πίνει το ζουμί τους, η οποία ευτυχώς για όλους μας του πέρασε γρήγορα, γιατί είχαμε καταντήσει αντί για καλημέρα να λέμε «θεός συγχωρέστον» και αντί για καληνύχτα «ζωή σε λόγους σας», διότι όπως υποστήριζε το παραπάνω ρόφημα ήταν βάλσαμο για το ταλαιπωρημένο από οινοποσία στομάχι και το σέρβιρε μέσα στη μαύρη νύχτα. Εγώ ως είναι γνωστόν χατίρι σε φίλο δεν χαλάω και έβγαλα την πρέπουσα κραυγή «στο κινέζικο αδέλφια μου και αδελφές μου στο κινέζικο». Έτσι περιχαρής με τα τεφτέρια μας στο χέρι για να αντιγράψουμε τις συνταγές κατεβήκαμε στο χώρο του φεστιβάλ.

ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Τέσσερεις χαριτωμένοι κινέζοι μας περίμεναν, εμφανώς σαλταρισμένοι, γιατί είχαν πάει από τις πέντε και η ώρα όταν πήγαμε εμείς είχε φτάσει 12, 1:00, 2:00 θα σας γελάσω, γιατί ο χρόνος είναι σχετικός, το είπε και ο Αϊνστάιν, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στους κινέζους. Συστηθήκαμε, ο ένας από αυτούς μιλούσε ελληνικά, καθότι είχε σπουδάσει στη φιλοσοφική, οι άλλοι τρεις δεν μιλούσαν και μέχρι την τελευταία μέρα βάζαμε στοίχημα ότι ούτε μιλούσαν ούτε άκουγαν, σε τακτά χρονικά διαστήματα μόνο χαμογελούσαν και μούγκριζαν. Αφού ξεπεράσαμε, χωρίς να δημιουργήσουμε διπλωματικό επεισόδιο, το θέμα του ετεροχρονισμού στη θεώρηση της έννοιας πρωί, αρχίσαμε οι 25 Ρηγάδες που ήμασταν εκεί να μοιράζουμε τα περίπτερα μας. Ο ομιλών κινέζος και οι αγαλματάκια αμίλητα ακούνητα κινέζοι του μας κοιτούσαν με εκείνο το στωικό βλέμμα των κινέζων και αφού τελειώσαμε ο ομιλών ελληνικά κινέζος γύρισε και είπε και στους 25 ταλαίπωρους που ήμασταν εκεί «Οι υπόλοιποι πότε θα έρθουν;». Κοιταχτήκαμε απορημένα, γιατί πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα είχαμε πετύχει μια συσπείρωση της τάξης του 100% για διοργάνωση ρηγίτικου φεστιβάλ και μάλιστα για αυτή συγκεκριμένη ώρα. «Ποιοι άλλοι;» ρωτήσαμε «Μα για να δουλέψουν, μας απάντησε, με το ζόρι εσείς φτάνετε για το κινέζικο περίπτερο.» Κοιταχτήκαμε και τότε καταλάβαμε τι σημαίνει η φράση όλα αυτά είναι κινέζικα για μένα. Επίσης εκείνη τη μέρα οι κινέζοι για πρώτη φορά στην ιστορία τους έχασαν την περιβόητη στωικότητα τους και χρειάστηκαν δύο ώρες για να συνέλθουν και να επικοινωνήσουν με το χώρο. Του φεστιβάλ εννοώ. Τέλος πάντων το πήρανε απόφαση, γιατί για να αποχωρήσουν με ένα ταρατατζούμ δεν είχαν την δυνατότητα, δεν τους το επέτρεπε και η φιλοσοφία τους και μας ακολούθησαν στο περίπτερο που θα διαμορφωνόταν σε κινέζικο εστιατόριο.
Και εκεί αγαπητοί μου αναγνώστες (γιατί εγώ έχω πολλούς) καταλάβαμε και τι σημαίνει ο όρος κινέζικα βασανιστήρια.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

Φαναράκια, φαναράκια, φαναράκια και ξανά μανά φαναράκια. Τώρα θα μου πείτε τι ζόρι τραβάς εσύ με τα φαναράκια; Εγώ συγκεκριμένα κανένα, ο Ευθύμης με τον Διονύση τράβηξαν το χειρότερο γιατί περιφέρανε στη κυριολεξία ένα κινέζο πάνω σε μια σκάλα να κρεμάει φαναράκια. Άμα οι άλλοι τρεις αμίλητοι κινέζοι μούγκριζαν το φαναράκι κατοχύρωνε τη θέση του και η σκάλα με τον κινέζο πάντα επάνω προχωρούσε προς την επόμενη θέση, άμα οι αμίλητοι κινέζοι παράμεναν αμίλητοι η σκάλα έκανε μικρά βηματάκια δεξιά και αριστερά μέχρι να ακουστεί το πρέπον μουγκρητό. Δύο ώρες αυτός κρεμούσε φαναράκια, δύο μέρες κάναμε εμείς να ξεκολλήσουμε τη σκάλα από τα χέρια του Ευθύμη και του Διονύση, είχε γίνει προέκταση των χεριών τους ένα πράγμα. Επίσης διαπιστώσαμε ότι οι κινέζοι, οι αμίλητοι ντε, όταν δεν τους έβλεπε κανένας γελούσαν κιόλας, όταν μετά το τέλος της διαδικασίας τους βρήκαμε πίσω από ένα δέντρο να γελάνε σε έξαλλη όμως κατάσταση.


Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ

(όχι δεν ήρθε η ώρα των συνταγών ακόμα)

Υποκατηγορία: Η βάση

Ο Κινέζος μάγειρας, ο σεφ τους, είχε ζητήσει κοτόπουλα και ψάρια. Κοτόπουλα και ψάρια τους φέραμε. «Τα κοτόπουλα» πρώτα είπε ο σεφ. Επειδή ο Διονύσης με τον Ευθύμη είχαν το γνωστό πρόβλημα με τη σκάλα, δράση ανέλαβε ο Αντώνης, περιχαρής διότι τι μπορεί να σου κάνει ένα κοτόπουλο; Ένα κοτόπουλο και μάλιστα κατεψυγμένο τίποτα. Ένα κοτόπουλο με ένα κινέζο όμως μπορεί να αποδειχθεί από επικίνδυνος έως δολοφονικός συνδυασμός και ας είναι κατεψυγμένο, το κοτόπουλο εννοώ, όχι ο κινέζος. Πήρε λοιπόν μια από τις πολλές σακούλες των πενήντα κοτόπουλων ο Αντώνης και περιχαρής την απόθεσε στα πόδια του Κινέζου φύλαρχου, ουπς σεφ ήθελα να πω και ετοιμάστηκε να φέρει και άλλες. Καμιά τρακοσαριά κοτόπουλα μη φανταστείτε κανένα τραγικό νούμερο. «Που πας» ακούστηκε η φωνή του ελληνόφωνου κινέζου. «Να φέρω τα υπόλοιπα» είπε ο Αντώνης σε άπταιστα ελληνικά, γιατί τότε μίλαγε ακόμα. «Όχι πρώτα θα φτιάξεις αυτά.» «Δηλαδή;» είπε ο Αντώνης τρομοκρατημένος, διότι αυτός να κόβει αλά κινέζικα δεν ήξερε. «Θα τα καθαρίσεις» του είπε ο κινέζος. «Δηλαδή;» ξαναείπε ο Αντώνης, ο οποίος να σημειωθεί ότι είχε ένα αξιοπρεπέστατο IQ και καταλάβαινε και τον Γκοντάρ, που εγώ πρέφα δεν παίρνω από Γκοντάρ, μεταξύ μας μόνο τον Αντώνη έχω γνωρίσει να καταλαβαίνει τον Γκοντάρ. «Θα τους βγάλεις τις τρίχες.» «Ποιες τρίχες;» είπε ο Αντώνης, ξανακοιτάζοντας για σιγουριά τις σακούλες, «μαδημένα είναι τα πτηνά». «Και αυτό εδώ τι είναι;» είπε ο Κινέζος υπεροπτικά και του έδειξε μια υποψία τριχοφυΐας στο λαιμό του πτηνού. Ο Αντώνης είχε και μυωπία δεν την είδε την τρίχα, αλλά ο σεφ την είδε, οι άλλοι κινέζοι μούγκρισαν, κατοχυρώθηκε η τρίχα υπήρχε. «Ωραία» είπε ο Αντώνης ανασύροντας παιδικές μνήμες από το χωριό «να τα καψαλίσουμε.» Τι ήταν να το πει αυτό. Ο ελληνόφωνος κινέζος δήλωσε ότι αποχωρεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ο σεφ έβγαλε το σκούφο και επέμενε να τον δώσει στον Αντώνη να τον φάει μαζί με τον τριχωτό λαιμό του πτηνού, ο Διονύσης με τον Ευθύμη προσπαθώντας να βοηθήσουν έριχναν απανωτές κουτουλιές στη σκάλα που δεν έλεγε να ξεκολλήσει και οι δύο γνωστοί κινέζοι την είχαν πάλι κάνει για το γνωστό δέντρο. Τότε εγώ, ως σωστή γραμματέας τότε της οργάνωσης, πήρα τη κατάσταση στα χέρια μου και είπα «Αντώνη στα κοτόπουλα τώρα». Η αλήθεια είναι ότι ως γραμματέα ο Αντώνης με είχε γραμμένη, αλλά μια αδυναμία ως κολλητάρι μου είχε και αφού μου ζήτησε να είμαι για τα επόμενα χρόνια η συνοδός του στο σινεμά από Γκοντάρ και πάνω μιλάμε, βάλτε και τον παλιό γιαπωνέζικο σινεμά, για να μην θυμηθώ τις εναλλακτικές σκηνές, δέχτηκε να επιστρέψει. Ρώτησε λοιπόν πως το καλό εάν δεν τα καψαλίσουμε τα κοτόπουλα θα βγάλουμε τις τρίχες. «Με αυτό!» αναφώνησε, περιχαρής για τη νίκη του, ο σεφ. «Τι αυτό;» είπαμε και οι οκτώ που ήμασταν εκεί και πλησιάσαμε πιο κοντά για να το δούμε. Γιατί τώρα που τα ξαναθυμάμαι πολλούς μύωπες είχε ο Ρήγας Νομικής εκείνα τα χρόνια. Γενικώς και ειδικώς. Και τότε παρουσιάστηκε μπροστά μας η φρίκη σε όλο της το μεγαλείο. Δυο ωραιότατα τσιμπιδάκια φρυδιών. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο Αλέξανδρος προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει στα κοτόπουλα, έτσι για να μην είναι ο Αντώνης μόνος του. «Ξεκίνατε, είπε ο κινέζος να βγάζετε τις τρίχες, ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΤΡΙΧΕΣ». Και πιστέψτε με έβγαλαν όλες τις τρίχες, αφού κάθε κοτόπουλο που τελείωναν περνούσε από εξονυχιστικό έλεγχο και εάν του είχε μείνει καμιά τρίχα επέστρεφε προς αποκατάσταση. Όταν ο Αντώνης και ο Αλέξανδρος τελείωσαν και με τα 300 κοτόπουλα, για να μην ακούω αηδίες για υπερπαραγωγές τριακόσιους του Λεωνίδα κ.λ.π., αυτό ήταν υπερπαραγωγή ή όπως είπε και ο Αντώνης κλαίγοντας πάνω στον ώμο του Αλέξανδρου «όλα τα περίμενα ότι θα γίνω με πτυχίο από τη νομική, αλλά αισθητικός σε κοτόπουλα ποτέ»….......Βέβαια, πέρα από το υπαρξιακό, με αυτούς τα πράγματα ήταν καλύτερα, καθότι όσο και να πεις ελάχιστοι παρατηρούσαν ότι είχαν από ένα τσιμπιδάκι φρυδιών ο καθένας κολλημένο στα χέρια του και ήταν και από τους πρώτους που έμαθαν να τρώνε με ξυλάκια, όταν βέβαια ξεφορτώθηκαν τα τσιμπιδάκια. Όσο και να πεις τα ξυλάκια μπροστά στο να τρως με τσιμπιδάκια φρυδιών είναι παιχνίδι.

Συνεχίζεται (η επόμενη μέρα)