Επέστρεψα στο σπίτι μετά από μια βδομάδα. Μια αμυγδαλίτιδα της Νερίνας που σεβόμενη τον εαυτό της πέρασε και από την Σταλίτσα (έτσι λέγαμε τη Νάσια τότε) με κράτησε σπίτι. Έτσι την Παρασκευή, μια εβδομάδα ακριβώς μετά, μπόρεσα να ασχοληθώ με την μετακόμιση μας. Ο μήνας πλησίαζε στο τέλος και ήμασταν υποχρεωμένοι να αδειάσουμε και το διαμέρισμα που νοικιάζαμε μέχρι τότε.
«Δες, δυόσμος δεν είναι αυτό;» είπε ο Τ., δείχνοντας μου το ξεκοιλιασμένο βαρέλι, όπου πράγματι μέσα από τις ρίζες είχαν σκάσει μύτη δυο μικρά σκούρα πράσινα φυλλαράκια δυόσμου, «η βροχή μετά το πότισμα βοήθησε τελικά».
Θυμήθηκα τον κήπο της γιαγιάς μου και εκείνη κάθε φορά που περνούσε να σκύβει και να χαϊδεύει τον δυόσμο, όπως ανακατεύεις τα μαλλιά ενός παιδιού και μετά να μου δίνει να μυρίσω τα δάχτυλά της και ασυναίσθητα έσκυψα και έκανα το ίδιο.
«Σήμερα θα κατέβουμε στο υπόγειο» είπα. «Υπάρχουν πράγματα που θέλω να τα ανεβάσω σπίτι». Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελα ακόμα να ξαναμπώ στο σπίτι, όχι σήμερα τουλάχιστον. Από την άλλη στο υπόγειο είχα μπει μόνο μια φορά και εκείνη για λίγο, όλη τη δουλειά εκεί την έκαναν οι δικοί μου με τον καλό μου, εγώ τότε καθόμουν ακίνητη και προσπαθούσα να αποδεχθώ την ιδέα ενός δεύτερου παιδιού, έτσι που είχα πείσει τον εαυτό μου ότι μετά την Νερίνα κανείς και τίποτα δεν χωράει στη ζωή μου (Χαζές σκέψεις που όπως ήδη ξέρετε τις πλήρωσα και θα τις πληρώνω για την υπόλοιπη ζωή μου).
Το υπόγειο καταλάμβανε τον ίδιο χώρο με το σπίτι, ένας τεράστιος χώρος, χωρισμένος στα δύο, κτισμένος με μεγάλες πέτρες. Κατέβηκα τα τρία σιδερένια σκαλιά, περιέργως σε καλή κατάσταση και βρέθηκα στο εσωτερικό του. Ο ένας χώρος ήταν γεμάτος από μεγάλα κιούπια που χρησίμευαν για την αποθήκευση λαδιού, μιας που ο πατέρας "εκείνης" είχε παλιά ένα λιοτρίβι στην περιοχή και εκεί αποθήκευε το λάδι. «Κάθε φορά που μπαίνω εδώ θυμάμαι μονίμως το ίδιο πράγμα» μου είπε ο Τ. «Εμάς, με φέτες ψωμί στο χέρι και τον παππού να μας τις βουτάει στο καινούργιο λάδι της χρονιάς πασπαλισμένες με ρίγανη». «Εμένα η γιαγιά μου μου έβαζε και λεμόνι» απάντησα λίγο αδιάφορα. Την προσοχή μου είχαν τραβήξει κάτι τεράστια παλιά μπαούλα και προσπαθούσα να αποφασίσω ποια από αυτά μπορούσα να χρησιμοποιήσω, μιας και η κατάσταση των περισσοτέρων δεν ήταν και η καλύτερη. Τα περισσότερα που άνοιξα ήταν γεμάτα γυαλικά τυλιγμένα προσεκτικά σε εφημερίδες κιτρινισμένες από το χρόνο. «Όλα αυτά ήρθαν σπίτι όταν ο πατέρας έκλεισε το υαλοπωλείο» είπε ο Τ., «είναι τουλάχιστον είκοσι χρόνων. Θες να τα δούμε τώρα αυτά; Στο άλλο δωμάτιο είναι τα πράγματα της οικογένειας που έχουν κάποια αξία, δεν ξεκινάμε καλύτερα από εκεί;».
Συμφώνησα μαζί του, άλλωστε τα παιδιά ανάρρωναν ακόμη και ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Στο δεύτερο δωμάτιο επικρατούσε η τάξη που επικρατεί σε ένα σπίτι. Παρόλο που ήταν ένα δωμάτιο έμοιαζε να είναι χωρισμένο σε πέντε δωμάτια. Στο κέντρο του δέσποζε μια παλιά τραπεζαρία με έξη ψιλο κατεστραμμένες καρέκλες και γύρω του κούτες γεμάτες και αυτές με γυαλικά. «Αυτά είναι τα καλά από το γυαλοπωλείο» είπε ο Τ.. «Εδώ είναι και το υπόλοιπο σερβίτσιο που ζήτησε η αδελφή μου να τις στείλουμε , σε εκείνη την κούτα, το έχω ετοιμάσει θυμήσου να το πάρουμε πριν φύγουμε». Δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να ξεσκαρτάρω γυαλικά, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα το έκανα αργότερα, εάν και από την φευγαλέα ματιά που έριξα ήδη κάποια κομμάτια μου είχαν τραβήξει την προσοχή και απόρησα πως εκείνη τα είχε αφήσει να μουχλιάζουν στο υπόγειο.
Στρίβοντας για να αλλάξω «δωμάτιο» κουτούλησα σε ένα σάκο του μποξ με ένα ζευγάρι μαυροκόκκινα δερμάτινα γάντια κρεμασμένα δίπλα του. «Άουτς» τσίριξα «τι θέλει αυτό εδώ». «Εδώ ήταν το γυμναστήριο μου» μου είπε ο Τ. «Περνούσα αρκετές ώρες κάνοντας προπόνηση εδώ.» «Τίποτα δεν είναι τυχαίο» σκέφτηκα και άνοιξα άλλο ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο σε καλή ομολογουμένως κατάσταση. Ήταν γεμάτο ρούχα και σκοινιά. «Τα πράγματα μου της ορειβασίας είναι» είπε ο καλός μου, αρχίζοντας να τα βγάζει ένα ένα και να μου τα δείχνει. «Όχι δεν θα νοιώσω ενοχή που εξαιτίας μου παράτησε τα βουνά», σκέφτηκα και τον άφησα να συνεχίσει μόνος του την απαρίθμηση. Από την άλλη μεριά της τραπεζαρίας πάλι κούτες πάνω σε ένα μεγάλο μαύρο τραπεζάκι από λάκα, η απόλυτη παραφωνία με όλα τα πράγματα του υπόγειου και του σπιτιού. «Είναι από το σαλόνι του σπιτιού του αδελφού μου και στις κούτες είναι τα πράγματα του». Αποχώρησα διακριτικά και βρέθηκα μπροστά σε ένα τοίχο γεμάτο με μεγάλες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και πίνακες εποχής. «Είναι οι πίνακες και οι φωτογραφίες του πατέρα μου, η μάνα μου τις κατέβασε κάτω μετά το θανατό του». Θυμήθηκα την ιστορία με τη φωτογραφία που είχα πάρει από την κρεβατοκάμαρα της και απέφυγα να αγγίξω τις φωτογραφίες. Έστρεψα την προσοχή μου στους πίνακες. Μεγάλοι με υπέροχες κορνίζες και αφηρημένα τοπία. Ξεχώρισα τέσσερεις πέντε για να πάρω μαζί μου όταν θα φεύγαμε από το υπόγειο. Και επέστρεψα στο «δωμάτιο» με τα πράγματα του καλού μου, που προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευση του για την έλλειψη ενδιαφέροντος από μεριάς μου για τα θαυμαστά της μανίας του, είχε αρχίσει να τα ξαναστιβάζει στο μπαούλο. «Το μπαούλο θα το πάρουμε μαζί μας, θα το βάλουμε στο υπόγειο του πατέρα μου, εδώ θα καταστραφούν από την υγρασία τα ρούχα και όλα τα άλλα που έχεις μέσα, εκτός εάν θέλεις κάποια να τα ανεβάσουμε σπίτι, έχουμε χώρο». Ορκίζομαι ότι άκουσα την ανακούφιση του, μπορεί πάλι να ήταν ιδέα μου. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος κουτιά και μπαούλα γεμάτα βιβλία, όχι τίποτα ιδιαίτερο, εγκυκλοπαίδειες όλων των ειδών, παιδικά παραμύθια, τα σχολικά βιβλία όλων των παιδιών, παιχνίδια για όλες τις ηλικίες, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, παλιά στερεοφωνικά με τις κασέτες τους, σαν κάποιος να είχε μεταφέρει τρία παιδικά και εφηβικά δωμάτια και τα είχε βάλει σε κούτες. Σημείωσα να θυμηθώ να τα ξεσκαρτάρω, παίρνοντας για αρχή την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» για να διαβάσω το βράδυ. Ήμουνα έτοιμη να ζητήσω να φύγουμε όταν το μάτι έπεσε σ΄ ένα γάντζο κρεμασμένο από το ταβάνι και στην άκρη του να κρέμεται μια μαύρη σακούλα που έμοιαζε να έχει ένα κουτί μέσα. Προσπάθησα να το πιάσω, αλλά ήταν ψηλά. Έσπρωξα ένα ακόμα μπαούλο που βρίσκονταν μακριά από τα άλλα, αλλά σχεδόν κάτω από τον γάντζο και ανέβηκα επάνω να πιάσω την σακούλα. «Τ. τι είναι αυτό;» είπα παλαντζάροντας επικίνδυνα. «Α, το κουτί που σου είπε η αδελφή μου είναι» μου είπε. Τότε θυμήθηκα ότι η Χ. μου είχε ζητήσει να φροντίσω, ώστε αυτό το κουτί να μην ανοιχθεί από κανέναν, μιας και μέσα του είχε συγκεντρώσει όλες τις μνήμες της ως «ελεύθερης γυναίκας». Κατέβηκα βιαστικά νοιώθοντας σαν να είχα διαβάσει ξένο γράμμα. Και τότε το μάτι ξανάπεσε στο μπαούλο. Φαινόταν άδειο, είχε μόνο το βάρος των υλικών του και ήταν και αυτό σε πολύ καλή κατάσταση. «Αυτό θα το πάρουμε επάνω τώρα, είπα. Χρειάζεται ελάχιστη δουλειά και θα είναι υπέροχο στο δωμάτιο των παιδιών». «Δεν το θυμάμαι αυτό το μπαούλο» είπε ο Τ. και έσκυψε και το άνοιξε. «Έχει μια βαλίτσα με ρούχα, δες, αλλά δεν θυμάμαι να έχω δει τη μάνα να τα φοράει ποτέ. Αλλά πρέπει να είναι δικά της γιατί έχει κάρτες και φωτογραφίες από το ταξίδι του μέλιτος που είχαν κάνει στην Ιταλία.» Τα ρούχα "εκείνης", που είχα βρει στις ντουλάπες της, ήταν τα ρούχα που θα περίμενε κανείς να βρει σε μια ντουλάπα μιας γυναίκας στην ηλικία της και στην κατάσταση της, στις σταθερές αποχρώσεις του μαύρου, καφέ, μπλε, με μικρές πινελιές ασπρόμαυρων με μικρά λουλουδάκια εμπριμέ.
Τα ρούχα στο μπαούλο ήταν σαν είχαν βγει από μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Εμπριμέ φουστάνια με λαμπερές φόδρες, φαρδιές ζώνες και φουρό. Κοντά ζακετάκια κίτρινα γαλάζια, πορτοκαλί, από εκείνα με τα τρία τέταρτα μανίκι, τα θυμόμουν και γιατί υπήρξαν τα αγαπημένα της μητέρας μου. Και κάτω κάτω τέσσερα πέντε από εκείνα τα μικρά νυχτικάκια από νάυλον τυλιγμένα προσεκτικά σε λευκές κόλλες. «Καλά πότε τα φόραγε αυτά η μάνα;» είπε ο Τ.. «Στο ταξίδι του μέλιτος» σκέφτηκα, αλλά δεν του είπα τίποτα, γιατί ενώ ήμουνα σίγουρη ότι τα είχε πάρει μαζί της για να τα φορέσει δεν τα φόρεσε ποτέ, όπως ήμουνα σίγουρη ότι ποτέ δεν έδειξε ποτέ σε κανέναν τις φωτογραφίες από εκείνο το ταξίδι, απόδειξη οι κάρτες που βρήκα. Τις είχε αγοράσει, τις είχε γράψει, αλλά δεν τις έστειλε ποτέ σε κανέναν. Απλά όταν γύρισε βρήκε ένα μπαούλο και έβαλε τα ρούχα έτσι μαζί με τη βαλίτσα. Σκέφτηκα ότι για όποιον λόγο και αν η Χ. κρέμασε εκεί τα προηγούμενα χρόνια της, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο μέρος για να τα ασφαλίσει.
Βγήκαμε από το υπόγειο κουβαλώντας τη κούτα με τα πιάτα της Χ., τους πίνακες και το μπαούλο με τα σύνεργα, όπως τα λέω εγώ, ορειβασίας και την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» πάνω του. «Θα έρθεις επάνω;» μου είπε ο Τ., που βιαζόταν να ασφαλίσει το μπαούλο του, μην έχοντας και πολύ εμπιστοσύνη στο σταθερό των αποφάσεων μου. «Όχι, είπα, θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο». Ήρθε γρήγορα και ήταν ακόμα χαρούμενος που είχα προτείνει να ανεβάσουμε τα της ορειβασίας σπίτι. Σχεδόν έβλεπα τις εικόνες στα μάτια του. Αυτός και η Νερίνα ντυμένοι με όλα αυτά τα περίεργα ρούχα να ανεβαίνουν βουνά. Άπλωσα το χέρι μου και τον χάιδεψα στο μάγουλο. «Περίεργο, μου είπε, ακόμα τα δάχτυλα σου μυρίζουν δυόσμο»…..
Συνεχίζεται
3 σχόλια:
Μια ζωη,ζωες κλεισμενες σε κουτες και φωτογραφιες...Και συ ανακαλυπτεις ..Τι αραγε εκανε "εκεινη" να κλεισει το ταξιδι του μελητος σε ενα μπαουλο?
Συναρπαστικο, ξαναπεριμενω την συνεχεια με αγωνια πια!
Γιωτα
Pos ta krimena mistika pu ta klinume me evlavia se mpaula "skane miti"... gia na ta syllavun matia dektika. Alla ke pali, os ofilun, kratun ke kati gia ton eauto tus, etsi gia na timisun autus pu ta filaksan me agaph ke me tosa alla synesthimata. Na eise kala :)
Κάνεις "γενική" στο "σπίτι"; Κουράγιο, και φρόντιζε να ξεκουράζεσαι πού και πού για να αντέχεις. Κι ας μείνει και τίποτα σκονισμένο, δεν χάλασε ο κόσμος.
Ωραίο ατμοσφαιρικό κείμενο, ελπίζω μόνο να το ευχαριστιέσαι.
Καλό σας σαββατοκύριακο!
Δημοσίευση σχολίου