Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

'Εκείνη" (το σπίτι)



(η συνέχεια)

Άφησα το κήπο ήσυχο να επεξεργαστεί τη παρουσία μου και μπήκα στο σπίτι, αφού φρόντισα να τους διώξω όλους και να μείνω μόνη μου. Πριν μπω μέσα πέταξα τη γόπα από το τσιγάρο μου στο κιούπι με το ξεραμένο φούλι και απέμεινα για λίγο να κοιτάζω μια άλλη, άσπρη γόπα, που δίπλα της έπεσε η δική μου. Μην έχοντας βρει πουθενά αλλού, παρά μόνο στη γλάστρα με το φούλι αποτσίγαρα, την φαντάστηκα να κάνει την ίδια κίνηση με εμένα πριν μπει στο σπίτι και ένοιωσα ότι τουλάχιστον ακολουθούσα την σωστή διαδικασία. Όπως κάθε φορά που μπαίνουμε σε καινούργιο χώρο, η πρώτη αίσθηση που λειτούργησε ήταν η όσφρηση και με ξάφνιασε, εάν όχι δυσάρεστα σίγουρα ενοχλητικά. Παρόλο που το σπίτι ήταν κλειστό τόσο καιρό δεν μύριζε κλεισούρα, αλλά είχε μια έντονη μυρωδιά ναφθαλίνης, ίδια με εκείνη που μύριζε το σπίτι μας παλιά όταν η μάνα μου έβγαζε τα χειμωνιάτικα. Εάν και ήδη ο Ιούνης είχε για τα καλά μπει ένοιωσα να κρυώνω, υποβολή μάλλον, σαν ο χειμώνας να είχε ήδη έρθει και εγώ δεν ήμουν παρά μια κακή νοικοκυρά που άργησε να βγάλει τα χειμωνιάτικα.



Έτρεξα να ανοίξω τα παράθυρα και άφησα το σπίτι να διαλέξει την διαδρομή. Όλα έδειχναν ότι ήταν ένα τυπικό μεσοαστικό σπίτι της δεκαετίας του 50, με φωτεινές εξαιρέσεις τη τηλεόραση, το στερεοφωνικό –των παιδιών σίγουρα- και τις ηλεκτρικές συσκευές της κουζίνας. Είχα ήδη αποφασίσει ποια έπιπλα θα κρατούσα και έτσι οι γονείς μου με τον καλό μου είχαν ήδη κατεβάσει στο υπόγειο τα υπόλοιπα. Οι πολυέλαιοι εποχής ήταν από τα πρώτα που είχα αποφασίσει να κρατήσω. Υπήρχαν σε διάφορες παραλλαγές σε όλα τα δωμάτια, ακόμα και στο μικρό χολ που ένωνε τις δύο κρεβατοκάμαρες. Το σαλόνι ανυπερθέτως, η πρώτη μου ευχάριστη έκπληξη όταν πρωτομπήκα στο σπίτι. Προετοιμασμένη για ένα σαλόνι της δεκαετίας του, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλους βαθιούς καναπέδες και πολυθρόνες που όταν καθόσουν επάνω τους νόμιζες ότι είχαν φτιαχτεί μόνο και μόνο για να φωλιάσει το δικό σου κορμί. Καθισμένη σε μια πολυθρόνα είχα πει «το σαλόνι θα μείνει, το δικό μου θα μπει στο καθιστικό», που έτσι κι αλλιώς θα το άδειαζα από όλα του τα έπιπλα σχεδόν. Σχεδόν, γιατί εκεί με περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη. Μια βιβλιοθήκη, μαύρη φτιαγμένη από ξύλο κερασιάς, με μοτίβα από άνθη κερασιάς χαραγμένα στο ξύλο, με τα ράφια της φυλακισμένα πίσω από τζαμένια πορτάκια. Και εκεί μέσα βιβλία, αλλά όχι κάποια βιβλία, αλλά τα βιβλία. Δεν ήταν μόνο η θεματολογία τους, που ξεκινούσε από ρομάντζα εποχής μέχρι ιστορικά βιβλία και κώδικες νομικής από τις αρχές του αιώνα, αλλά και η άψογη κατάσταση τους. Ήταν και η έκπληξη γιατί ήταν το τελευταίο πράγμα που θα περίμενα να βρω στο σπίτι ήταν αυτά τα βιβλία. Έτσι μπροστά στη βιβλιοθήκη δήλωσα, τότε, όταν πρωτομπήκα στο σπίτι, «τα βιβλία που υπάρχουν σε αυτό το σπίτι είναι δικά μου, μαζί και οι παλιές γλάστρες».



Στους πολυέλαιους, στο σαλόνι, στην τραπεζαρία, που και αυτή την κράτησα, σιχτιρίζοντας την έλλειψη προνοητικότητας από μέρους μου που άφησα να φύγει ο τεράστιος καθρέπτης, είχε προστεθεί και η κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, εκεί που ανακάλυψα και τη πηγή της έκλυσης τέτοιας ποσότητας ναφθαλίνης στην ατμόσφαιρα. Όσα χρόνια έζησα σε αυτό το σπίτι, έχασα όλες τις μάχες που έδωσα για να την εξαφανίσω από εκείνο το δωμάτιο. Για μια οπαδό του minimal η κρεβατοκάμαρα της προηγούμενης κυράς του σπιτιού ήταν η απόλυτη αποθέωση αυτού που λέμε ο ρομαντισμός ως τάση και ως κατάσταση. Τα πάντα από το διπλό κρεβάτι, τη δίφυλλη ντουλάπα, τη κομόντα για τα ασπρόρουχα, τα κομοδίνα, έως την τουαλέτα με τον τριπλό καθρέπτη, όλα από ξύλο ελιάς, δεν είχαν ούτε μια ευθεία, ούτε ένα τόσο δα κομμάτι λείας επιφάνειας, παρόλο που ακόμα γυαλοκοπούσαν σαν να ‘χαν λουστραριστεί μόλις χτες. Ακόμα θυμάμαι την έκφραση του πατέρα μου όταν δήλωσα «εγώ θα κρατήσω αυτή την κρεβατοκάμαρα, την δικιά μου κάντε την ότι θέλετε». Αλλά, επειδή τότε ήμουνα έγκυος, ρίξανε όλα τους τα σιχτιρίσματα στις τρελαμένες μου ορμόνες και ποιούντες την ανάγκη φιλοτιμία αυτοί και εγώ εκτιμώντας την ανοχή τους, αποφασίσαμε για την ώρα να την βάλουμε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Στάθηκα για λίγο μπροστά στη τουαλέτα, χαζεύοντας για μια ακόμα φορά την ασημένια βούρτσα για τα μαλλιά, που έμοιαζε κατευθείαν βγαλμένη από το «όσα παίρνει ο άνεμος» και τα κρυστάλλινα βαζάκια για τα αρώματα, που και αυτά έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις βγει από το κουτί τους, έτσι που ασυναίσθητα σε ανάγκαζαν να τα γυρίσεις ανάποδα για να δεις τη τιμή τους. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση όταν πρωτομπήκα στη κρεβατοκάμαρα ήταν, ότι ενώ η πρώτη μου κίνηση όταν μπήκα ήταν να ανοίξω τα παράθυρα, αμέσως μετά τα έκλεισα ενοχλημένη, παρόλο που το φως ήταν ελάχιστο και με δεδομένο ότι ήταν στην δυτική πλευρά του σπιτιού με τα μπαλκόνια της να βγαίνουν στο σκοτεινό κήπο. Έτσι και τώρα δεν άνοιξα τα πατζούρια και έκανα γρήγορα –η ναφθαλίνη γάρ- τόσο όσο χρειαζόταν για να σιγουρευτώ ότι στο δωμάτιο είχαν μείνει μόνο όσα είχα αποφασίσει να κρατήσω. Βιαστικά διόρθωσα μια μικρή παραφωνία Η φωτογραφία του άντρα της είχε μείνει ακόμα κρεμασμένη στο τοίχο, την κατέβασα και έτσι όπως την κρατούσα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα βρει καμία φωτογραφία πέρα από αυτήν σε αυτό το δωμάτιο, ούτε καν στο κλασσικό εικονοστάσι, που ενώ υπήρχε σαν κατασκευή, ήταν άδειο χωρίς καμιά εικόνα ή καντήλι μέσα του. Θυμήθηκα ότι όλα αυτά, τα ενδεικτικά της θρησκευτικής της ταυτότητας, τα είχα βρει σε ένα έπιπλο στο καθιστικό, που ήταν γεμάτο από φωτογραφίες δικές της, των παιδιών και των συγγενών ανακατεμένες με εικόνες και ένα καντήλι στη μέση. Περίεργο σκέφτηκα, αλλά ήμουν ήδη αρκετά κουρασμένη από τον κήπο και η μυρωδιά της ναφθαλίνης είχε αρχίσει να κάνει το κεφάλι μου να βαραίνει επικίνδυνα. Χωρίς να ξέρω το γιατί τότε, βγήκα γρήγορα με τη φωτογραφία αγκαλιά και ασυναίσθητα κλείδωσα τη πόρτα πίσω μου.


Για λίγη ώρα περιφερόμουν στο σπίτι, ώσπου ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να αποφασίσω που να αφήσω τη μεγάλη φωτογραφία. Κάθε φορά που πήγαινα να την απιθώσω κάπου λες και κάποιος εμπόδιζε τα χέρια μου να ανοίξουν. «Έχει γούστο» σκέφτηκα και ξεκίνησε μια περίεργη χορογραφία, με εμένα να προσποιούμαι ότι την αφήνω πότε εδώ και πότε εκεί και να τραβιέμαι πριν προφτάσει το σπίτι, εκείνη, δεν ξέρω, να αντιδράσει. Γρήγορα βαρέθηκα, ο πονοκέφαλος έμοιαζε να έρχεται με τάσεις εγκατάστασης και έτσι αποφάσισα να αφήσω τα μεταφυσικά παιχνίδια και να φύγω. Άφησα τη φωτογραφία κάτω χωρίς κανένα πρόβλημα. «Είμαι τελείως για δέσιμο» σκέφτηκα, λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι είχα βγει από το σπίτι και είχα απιθώσει με προσοχή την φωτογραφία του δίπλα από το γεμάτο κάδο σκουπιδιών έξω από το σπίτι.

Συνεχίζεται

5 σχόλια:

giota persis είπε...

Βασικα τωρα ανυπομονω για την συνεχεια!
Καλο βραδυ

MaYaMaYa είπε...

χμ, με προσοχή κιόλας την άφησε την φωτογραφία στα σκουπιδια? προφανως για να μην παραπέσει και βρεθει πουθενά αλλού, έτσι? περιμένουμε τη συνέχεια, χωρις τον τύπο της φωτογραφίας!

ralou είπε...

Δεν είχα καταλάβει το concept στο προηγούμενο.
Αρα περιμένω την συνέχεια.

Mh Xeirotera είπε...

Sinkinitikh ke geneodorh perigrafh pu kinite se polla epipeda tautoxrona... perimenume :) Na eise kala h' mallon, Cheers!

dodo είπε...

Διάβασα μαζί το παρόν και το προηγούμενο.
Και ανυπομονώ γιά την συνέχεια...