
φώναξε η μικρή εκστασιασμένη. Ποιος ακούει το ζαβό, όταν από τη δικιά μου πλευρά ο ουρανός ήταν επιεικώς κατάμαυρος και ζοχαδιασμένος να το πω. Αρνήθηκε να κοιτάξω πίσω μου και συνέχισα να γράφω. «Μαμά θα το χάσεις το ηλιοβασίλεμα, θα φύγει, κοίτα το είναι όμορφο, όλα είναι πορτοκαλί». Παιδί είναι και λαλεί παιδί είναι και λέει, είπα εγώ που είμαι πια μεγάλη και έχω μάθει ότι ο ουρανός όταν είναι έτσι από τη μια πλευρά δεν μπορεί να είναι πορτοκαλής από την άλλη. Γκρι ανθρακί και πορτοκαλί δεν πάνε στη παλέτα της φύσης, σκέφτηκα και συνέχισα. Και μετά σήκωσα το κεφάλι μου και την είδα. Μικρή και μαργαριταρένια με τα μπροστινά της δοντάκια έτοιμα να βγουν, κάνοντας το πρόσωπο της να μοιάζει με, με μισοφαγωμένη φέτα μανταρινιού, έτσι που το πρόσωπο της είχε γίνει πορτοκαλί σαν ώριμο μανταρίνι. Και γύρισα το κεφάλι μου, πάνω που το πορτοκαλί ετοιμαζόταν να τη κάνει αξιοπρεπώς από τον ουρανό, έχοντας αφήσει πίσω του μια μικρή γλωσσίτσα πορτοκαλί, σαν να μου λέγε «εσύ έχασες». Και μετά όλα ξαναγίναν γκρί ανθρακί.