Μια φορά και ένα καιρό ζούσε σε ένα μικρό, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο χωριό, ένα μικρό κοριτσάκι, ή τουλάχιστον αυτό του λέγανε ότι είναι, κάθε φορά που ρωτούσε «μα πως είσαστε σίγουροι ότι είμαι κοριτσάκι;». Στην αρχή της είπανε «μα δες έχεις μακριά μαλλιά σαν όλα τα κοριτσάκια, τι άλλο θα μπορούσες να είσαι;» Αυτό για λίγο την έπεισε, αλλά μετά μια μέρα γυρίζοντας από το σχολείο, όταν παραπονέθηκε στη μαμά της ότι την τρώει το κεφάλι της, εκείνη φώναξε τρομαγμένη «δεν το πιστεύω κόλλησες ψείρες, μάλλον πρέπει να σε κουρέψω» και μεμιάς άρπαξε ένα ψαλίδι και με δύο κινήσεις έκοψε από τη ρίζα τις δύο κοτσίδες της. Έμεινε για λίγο απορημένη να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέπτη με ύφος συλλογισμένο. Κάτι την ενοχλούσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Και μετά κοίταξε τη φωτογραφία πάνω από τον καθρέπτη, εκείνη με τον μπαμπά της μικρό, τόσο όμορφο με τα κοντά ξανθά του μαλλιά. Για μια στιγμή τρόμαξε με την νέα πραγματικότητα που ανοιγότανε μπροστά της. Τέλος. Με μια κίνηση η μαμά της, της άλλαξε όλη τη ζωή. Την έκανε από κοριτσάκι αγοράκι. Δεν ήξερε εάν θα έπρεπε να κλάψει ή εάν θα έπρεπε να γελάσει. Της άρεσε η ζωή σαν κοριτσάκι, μα εξίσου της άρεσε και η ζωή σαν αγοράκι. Όλη μέρα να παίζει μπάλα, κυνηγητό, να σκαρφαλώνει παντού χωρίς να φοβάται ότι θα σκιστεί το φουστανάκι της ή ακόμα χειρότερα εάν θα δουν τα αγόρια το βρακάκι της, που όπως έλεγε και η γιαγιά της η Αργυρώ, ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί σε ένα κοριτσάκι. «Μαμά, μαμά, φώναξε, πως θα πάω σχολείο αύριο;» «Τι εννοείς πώς θα πας;» ρώτησε η μαμά της; «Μα δεν έχω αγορίστικα ρούχα, θα με κοροϊδεύουν τα άλλα αγοράκια εάν θα πάω με κοριτσίστικά ρούχα». «Και γιατί παρακαλώ πρέπει να πας με αγορίστικα ρούχα;», ρώτησε η μαμά της. «Μα μαμά δεν έχω πια μακριά μαλλιά, δεν είμαι κοριτσάκι, είμαι αγοράκι πια». Η μαμά της έβαλε τα γέλια και της είπε ότι τα αγοράκια διαφέρουν και σε άλλα "πράγματα" από τα κοριτσάκια και αυτά τα άλλα "πράγματα" που είχε αυτή ήταν και αυτά που την έκαναν κοριτσάκι. «Άλλα «πράγματα», δηλαδή;» ρώτησε απορημένη. Δεν γίνεται να τα κόψουμε και αυτά;», γιατί είχε αρχίσει να της καλαρέσει η ιδέα να γίνει αγοράκι. «Όχι χαρά μου, της είπε η μαμά της, δεν γίνεται, βλέπεις τα αγοράκια και τα κοριτσάκια δεν γίνονται γεννιώνται έτσι (παραμύθι είναι μην μου την πέσετε)». «Δεν έχουν όνομα αυτά τα πράγματα», ξαναρώτησε. «Όταν έρθει το καλοκαίρι για διακοπές η κυρία Ισμήνη θα σου εξηγήσει», της είπε η μαμά.
Η κυρία Ισμήνη ήταν μια φίλη της μαμάς, γιατρός και κάθε καλοκαίρι με το που ερχόταν την εξέταζε προσεκτικά και για ώρα και μετά της έδινε το δώρο της. Κάθε καλοκαίρι το ίδιο μα και διαφορετικό. Ένα μπουκάλι που κάθε φορά φώλιαζε και κάτι διαφορετικό μέσα του. Πότε ένα καράβι, πότε ένας κήπος, πότε ένα παλιό κομμάτι χαρτί με περίεργα γράμματα πάνω του, περγαμηνή, της την είπε, με χαϊκού μέσα του, πότε ένα μικρό αστείο κούκλο τόσο δα μικρό. «Μην τα σπάσεις, της έλεγε, παρά μόνο όταν θα είσαι σίγουρη ότι θα θες να ελευθερώσεις αυτά που είναι κλεισμένα μέσα τους, μέχρι τότε φύλαξε τα». «Και πότε θα ξέρω πότε θα είναι η σωστή στιγμή;» «Θα την ξέρεις, της απαντούσε χαμογελώντας. Πάντα ξέρουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για αυτά τα πράγματα». Να την πάλι αυτή η λέξη «πράγματα». «Και ποια είναι αυτά τα πράγματα;», ρωτούσε. «Κάποια θα τα ανακαλύψεις μόνη σου, κάποια θα στα μάθουν άλλοι, κάποια τα έχεις μέσα σου και όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή θα τα συναντήσεις». «Και ποιοι είναι αυτοί που θα μάθουν κάποια από αυτά;», ρωτούσε ελπίζοντας ότι εάν τους ήξερε θα μπορούσε να τους βρει και να τους ρωτήσεις, γιατί εκτός που μαζευόντουσαν ήδη επικίνδυνα πολλά «πράγματα», δεν άντεχε να περιμένει για τίποτα, ούτε καν για ένα μαλλί της γριάς στο πανηγύρι του χωριού. «Μην ανησυχείς τα μπουκάλια θα σε πάνε σε αυτούς όταν έρθει η κατάλληλη ώρα». «Πως θα με πάνε αφού θα τα έχω σπάσει;», ρωτούσε. «Και να μην τα σπάσω πως θα μπορούσα να χωρέσω εγώ μέσα τους;» «Το θέμα είναι να χωράνε τα «πράγματα» μέσα τους, της απαντούσε, όπου χωράνε τα «πράγματα» χωράς και εσύ» και με μια κίνηση την έπιανε αγκαλιά και την έβγαζε στην αυλή. «Πήγαινε να παίξεις τώρα, να και αυτό, είναι και αυτό ένα από τα «πράγματα» που λέμε». «Εάν είναι ένα από τα «πράγματα», τότε που είναι το μπουκάλι του;» τη ρωτούσε. «Είναι κάποια πράγματα που το μπουκάλι τους είσαι εσύ η ίδια», της απαντούσε γελώντας δυνατά. Αυτή μπουκάλι; Μα αυτή ήταν κοριτσάκι, πως ήταν δυνατόν να είναι και μπουκάλι; Και στο κάτω κάτω δεν έμοιαζε σε τίποτα με μπουκάλι. Τα μπουκάλια ήταν διάφανα. Όταν κοιτούσε έβλεπε από μέσα τους τα πάντα, λίγο περίεργα βέβαια, παραμορφωμένα, αλλά τα έβλεπε. Αυτή δεν ήταν διάφανη. «Μα εγώ δεν είμαι διάφανη σαν μπουκάλι», της έλεγε. «Νομίζεις Ρουρού μου, της απαντούσε, γιατί έτσι τη φώναζε, «Ρουρού η νεράιδα του νερού», όλα τα παιδιά της ηλικίας σου είναι διάφανα μονάχα που δεν το ξέρουν». «Μα και εγώ τώρα που το έμαθα δεν το βλέπω», της απαντούσε. «Αυτό χαρά μου δεν το βλέπεις, το νοιώθεις». Νοιώθεις ότι είσαι διάφανος, μα πως μπορεί να νοιώσει κανείς κάτι τέτοιο; «Τέλος χρόνου Ρουρού», της έλεγε γελώντας πια δυνατά και της έβαζε στο στόμα ένα από εκείνα τα μικρά στρόγγυλα σοκολατάκια με τις νιφάδες χιονιού γύρω του. «Ινδοκάρυδο είναι», της έλεγε η μαμά της, αλλά εκείνης της άρεσε να τις σκέφτεται σαν νιφάδες χιονιού. Άλλωστε αυτό ήταν το μόνο που είχε βρει να μοιάζει με χιόνι. Βλέπετε στο μικρό αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο χωριό της, δεν χιόνιζε, αλλά ούτε και είχε χιονίσει ποτέ.
Έτσι η Ρουρού αποφάσισε να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι που θα ερχόταν η κυρία Ισμήνη, για να μάθει ποια ήταν επιτέλους αυτά τα πράγματα που της είπε η μαμά της και που την έκαναν πέρα από κάθε αμφιβολία κοριτσάκι. Για σιγουριά και επειδή το έχουμε ξαναπεί ότι ήταν ένα περίεργο και ανυπόμονο κοριτσάκι –γιατί το είχε αποφασίσει μέχρι να έρθει η κυρία Ισμήνη θα παρέμενε κοριτσάκι- κοίταζε τα μπουκάλια στη βιβλιοθήκη μήπως και μπορούσαν να της απαντήσουν αυτά, αλλά όσο και να ρώτησε αυτά παρέμειναν σιωπηλά, τόσο σιωπηλά όσο διάφανα ήταν. «Και εάν είναι από αυτά που τα έχω μέσα μου;» σκέφθηκε. Και προσπάθησε να δει μέσα της. Μα όσο και να προσπάθησε δεν κατάφερε τίποτα. «Το καλοκαίρι, σκέφθηκε, τότε θα μάθω σίγουρα, αφού το είπε η μαμά, έτσι θα γίνει».
Ξαναγύρισε στο δωμάτιο της και έκατσε στο γραφείο της να τελειώσει τα μαθήματα της, γιατί είχε πια βραδιάσει για καλά. «Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ» διάβασε δυνατά, όταν ξαφνικά ένοιωσε σαν να φύσηξε ένα αεράκι και μια μυρωδιά βασιλικού και θάλασσας μαζί σαν να ήρθε στη μύτη της. Κοίταξε παραξενευμένη γύρω της. Το παράθυρο της ήταν κλειστό και όλα στο δωμάτιο της είχαν ξαναγίνει όπως πριν. Μονάχα ένα μπουκάλι, αυτό με την περγαμηνή με τα χαϊκού, έμοιαζε σαν να είχε λίγο μετακινηθεί από τη βάση του. «Σωτηρία, το φαγητό είναι έτοιμο, άκουσε τη μαμά της να φωνάζει, τελείωνε και έλα να φας, έχω κέικ με ινδοκάρυδο για γλυκό μετά το φαγητό». «Γλυκό με χιόνι, γλυκό με χιόνι», φώναξε και έτρεξε γρήγορα στην κουζίνα. «Ινδοκάρυδο είναι, Σωτηρία μου» της είπε γελώντας η μαμά της. «Νομίζεις μαμά εγώ ξέρω ότι είναι χιόνι». «Μπα και πως το ξέρεις;». «Εμείς τα παιδιά τα ξέρουμε αυτά τα «πράγματα» μαμά» της απάντησε γελώντας δυνατά, «άλλωστε, όταν έρθει η κυρία Ισμήνη μπορείς να τη ρωτήσεις και να δεις που θα σου πει ότι έχω δίκιο». Γύρισε στο δωμάτιο της χορτασμένη, κρατώντας στη χούφτα της λίγο από το "χιόνι" της και τότε θυμήθηκε το μπουκάλι με την περγαμηνή με τα χαϊκού. "Λες;" σκέφθηκε και στάθηκε για λίγο να το κοιτάει. Δεν ήταν ιδέα της το μπουκάλι έμοιαζε να έχει γείρει λίγο στη βάση του κι όμως όταν το άγγιζε έστεκε το ίδιο ακούνητο με πριν, λες και αυτή η καινούργια του θέση ήταν η σωστή. Αυτή της η διαπίστωση όμως δεν της έλυσε το πρόβλημα. Για ποιό λόγο και πως το μπουκάλι μετακινήθηκε από τη θέση του; Και γιατί όταν έβαλε τα βιβλία στη τσάντα του σχολείου της, αυτά ακόμα μύριζαν βασιλικό και θάλασσα μαζί; "Αύριο, σκέφθηκε, θα το σκεφτώ καλύτερα". Άλλωστε νύσταζε πάρα πολύ. Ξάπλωσε την ώρα που η μαμά της μπήκε στο δωμάτιο της να την καληνυχτίσει. "Θες να σου πω το ποίημά μου;" τη ρώτησε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να απαγγέλει νυσταγμένα "Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου........". Κάπου εκεί τη πήρε ο ύπνος, με το γενναριάτικο φεγγάρι να φωτίζει το πρόσωπό της. Στη βιβλιοθήκη τώρα, το μπουκάλι με την περγαμηνή με τα χαϊκού αποχαιρετούσε τα άλλα μπουκάλια και ξεκινούσε το ταξίδι του.....
Μάλλον συνεχίζεται
10 σχόλια:
Aυτό με τη μαμά, και χραπ! το ψαλίδι, πάνε τα μαλλιά, άκρως τραυματικό το βρίσκω.
Και μετά, και μετά;;;
"Η μάνα μου
τρελαίνεται τα βράδια
κι ανάβει στο διάδρομο κεριά
διαβάζει λόγια σ' ένα συναξάρι, ρε παιδιά
και μου κρεμάει στο στήθος μου φλουριά."
Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης
Καλημέρα!
"... Όταν μεγαλώσεις ... Όταν έρθει η ώρα ... όλα θα τα μάθεις ... "
Την καλημέρα μου
Καλημέρα!
Δεν ξέρω αν έλαβες το mail που σου έστειλα...
Σ.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Εσύ, μπουκάλι κρυστάλινο (ξέρεις αυτό το ρόδινο κρύσταλλο της γιαγιάς Αργυρώς) γόνιμο (μέ όλες τις έννοιες) και παλλαϊκό (μιας αισθητικής και ηθικής αβρής και περίτεχνης σαν τα κεντήματα της μάνας μας), έσπασες πολλές φορές, εγώ πάλι μία. Η ευτυχία της απελευθέρωσης, της κατάλληλης στιγμής σε σένα πολλαπλή.
Σε ζηλεύω, ζηλεύω κάθε ποστ σου, κάθε φωτό σου, κάθε ιστορία σου κάθε σπάσιμο σου. (Δεν είμαι τόσο κακό άτομο όσο ακούγομαι) :)
άλλο ένα εκπληκτικό κείμενο... πωπω... τίποτα άλλο... να'σαι καλά!!!
τα φιλιά μου...
Πολύ ωραίο κείμενο! Να μας δροσίσει κάπως από τις φλόγες που μας περιζώνουν!
Τα παιδιά έχουν συναρπαστικά μυστικά και κρατούν κλειδιά που ανοίγουν πολλές από τις πόρτες των μεγάλων. Φτάνει να τα ακούει κανείς... :)
Καλό βράδυ!
Καλημέρα!
Ομορφο κείμενο!
Ισμήνη
Καλε κυρια, με εχετε κατασυγκινησει με τις προσφορες φρουτων και λαχανικων και κυριως με το ενδιαφερον!! Ειμαι επιτελους σε εκτεταμενες διακοπες και προσφατως χωρις το μικρο κορακι, η τρελλη ευτυχια σας λεω! Απο Δευτερα επανακαμπτω στην πρωτευουσα, ωχ αμαν, και υποσχομαι μυρωδατες ταρτες με ολα τα καλουδια σας! Τα φιλια μου στις ανασες σας και σε σας πανω απ'ολα.
Δημοσίευση σχολίου