
Y.Γ. Κυρίες και κύριοι στη φωτογραφία σε παγκόσμια "δεύτερη" (στο χώρο του blogger εννοώ) ο ΠΕΡΣΗΣ !!!!!
Y.Γ. Κυρίες και κύριοι στη φωτογραφία σε παγκόσμια "δεύτερη" (στο χώρο του blogger εννοώ) ο ΠΕΡΣΗΣ !!!!!
Σκηνή 1η
(σαράντα χρόνια πριν)
Εγώ: Όχι δε το πίνω !!!!!
Μάμα (τι ποια μαμά; η δικιά μου μαμά!): Θα το πιείς
Εγώ: Δεν το πίνω !!!!
Μαμά: Πάμε στοίχημα;
Εγώ: .......... (έχω σφαλίσει το στόμα μου και δεν το ανοίγω ή έτσι τουλάχιστον νομίζω η αισιόδοξος κόρη)
Μαμά: Τώρα!!!!
Εγώ: .................
Μαμά: Τώρα είπα, θα αργήσεις και θα φύγει το σχολικό και μετά να δούμε τι θα πεις στο Δημητράκη (όπου Δημητράκης ένας εκ των διευθυντών του σχολείου μου. Ένα σχολείο φύλακα του τρίπτυχου "πατρίς θρησκεία οικογένεια" συμπληρούμενου με το "όποιος αργεί στη προσευχή την έχει άσχημα, μα ποοοοοοοολύ άσχημα")
Εγώ: .............
Μαμά: Τελευταία σου ευκαιρία, μετά θα έχεις πρόβλημα...
Πίσω από τη μαμά μου ξεπροβάλλει η γιαγιά μου κρατώντας στο χέρι της το "μυστικό μας όπλο" και αρχίζει η γνωστή παντομίμα πίσω από τη πλάτη της μαμάς μου. Πάνω κάτω λέει με τις κινήσεις της "πιες το και σε περιμένει αυτό"
Πειθαρχημένα άνοιγα το στόμα μου και κατάπινα με τη μία το γάλα μου, κλείνοντας όμως τη μύτη μου. Η μαμά μου έφευγε ικανοποιημένη για τη δουλειά της νικήτρια σε μια ακόμα μάχη μαζί μου, αφήνοντας στη γιαγιά μου τα υπόλοιπα (δόντια, ντύσιμο και σχολικό).
Γιαγιά: Γρήγορα κρύωσε, σήμερα το παρατράβηξες και θα αργήσεις και στο σχολείο. Έλα στη κουζίνα.
Τρέχοντας πήγαινα στη κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι το φλυτζάνι του καφέ της γιαγιάς μου -άχνιζε ακόμα- και δίπλα του το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου για όλη τη παιδική μου ηλικία, το αντίδοτο στην στυφή γεύση του γάλακτος, ο μόνος σοβαρός λόγος για να ξυπνήσει κανείς το πρωί ακόμα και εάν μετά έπρεπε να πάει σχολείο, το ΜΠΡΙΚΙ ΤΟΥ ΚΑΦΕ, με το υπόλοιπο του καφέ που για μια ακόμα μέρα και εντελώς τυχαία δε χώρεσε στο φλυτζάνι της γιαγιάς μου. Δίπλα του μια φρυγανιά, έτσι για να εξαφανιστεί οποιαδήποτε υπόνοια γαλακτοκομικού στον ουρανίσκο μου -γιατί εκτός από το μαρτύριο του γάλακτος περνούσα κάθε πρωί και το μαρτύριο της φέτας με βούτυρο με μέλι- και βέβαια το συμπλήρωμα ενός σωστού καφέ, ένα ποτήρι νερό. Η ιεροτελεστία πάντα η ίδια. Πρώτα πίναμε τον καφέ, μη φανταστείτε ούτε ένα κουταλάκι δεν ήταν, μετά έριχνα λίγο νερό και έτρωγα τη φρυγανιά μου και στο τέλος έριχνα και το υπόλοιπο νερό και με τη μια έπινα ακόμα και τη παραμικρότερη υποψία καφέ από τη κούπα, - συγνώμη από το μπρίκι.
Και μετά έτρεχα στο μπάνιο για να πλύνω τα δόντια μου, αφού πρώτα θαύμαζα για λίγο το υπέροχο καφετί μουστάκι που είχα αποκτήσει, ευχαριστώντας το θεό που η μαμά μου έφευγε πριν από μένα για τη δουλειά της.
Leonard Cohen - Famous Blue Raincoat
Υ.Γ. Να δείτε που θα αρχίσω να νοσταλγώ τη μαυρόασπρη περίοδο του αναπληρωματικού φορητού του φορητού μου...
Υ.Γ.2 Σαφώς και δεν έχω τελείωσει το σίδερο. Μόλις άρχισε η βδομάδα, ή για να είμαι ακριβής ο μήνας.