Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ώρα της αλήθειας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ώρα της αλήθειας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Και τώρα η EYXH


"Αγαπιτό χαρτή θέλο μια χάρι.
Να σου πο θέλο αυριο τα πραγματα να γίνουν οπος θελο."

Δια χειρός Νάσιας, η ευχή όλων μας για όλους σας !

(Για την ιστορία: Εζητήθη από την υπεύθυνο ευχών (ναι για τη Νάσια μιλάω, αφού αυτή έχει αναλάβει το έργο με απευθείας μάλιστα ανάθεση) για μια ακόμη φορά να συγγράψει τη φετινή μας ευχή. Ζήτησε να της διαβάσω τη περσινή της ευχή και απάντησε ότι αυτή της αρέσει και δε θέλει να διορθώσει ούτε τα ορθογραφικά λάθη, αφού όπως είπε "τι σημασία έχει μαμά που μια ευχή είναι γραμμένη λάθος; Δεν είναι σχολείο, ευχή είναι!". Εκ των υστέρων εκτιμώ ότι είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή είναι η ευχή μας και ακόμα συνεχίζει να εκφράζει απόλυτα την οικογένεια.)

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Ξανά μανά


το έχουμε πει πολλάκις σε αυτό το μπλογκ: "τα χρέη στο μπλόγκινγκ και στα χαρτιά πρέπει να πληρώνονται". Τα χρέη στη Μιχαλού πάλι όχι (μη το ψάχνετε αστειάκι εσωτερικής κατανάλωσης το τελευταίο).
Η MenieK και ο Άμμος -η αναφορά των ονομάτων υπακούει στους κανόνες του savoir vivre και όχι τη χρονική ακολουθία, εάν και μεταξύ μας υπακούει στο γνωστό με μια ανάσα τρόπο γραφής μου που δε μου επιτρέπει να βρω το πραγματικό χρόνο των προσκλήσεων, ναι βρε τη τεμπελιά μου εννοώ- με προσκάλεσαν στο πιο ευφυές,ως προς τη σύλληψη, παιχνίδι της μπλογκόσφαιρας και τους ευχαριστώ τα μάλα για αυτό.
Την ήθελα αυτή τη πρόσκληση, γιατί θεωρώ ότι ο γραφικός χαρακτήρας είναι ένας ακόμα τρόπος ανάγνωσης των συνομιλητών μου στη μπλογκόσφαιρα, δίνει πρόσωπο στη γραφή τους εάν με εννοείτε.
Τέλος πάντων πέρασα απόψε από τον Άμμο, για να δω ακριβώς τους κανόνες του παιχνιδιού, θέλοντας αυτή τη φορά να παίξω με τους κανόνες και επ' ευκαιρία είπα να διαβάσω και τα καινούργια του -ιδέα μου ή επανέρχεστε αγαπητέ;-.
Σε ένα ποστ του για την Αμαλία Καλυβινού (το οποίο καιρό θα ήθελα να είχα γράψει και εγώ και με εκφράζει απόλυτα) διάβασα την απόφαση των διαχειριστών του μπλογκ http://autographcollectors.blogspot.com να αφιερωθούν τα κείμενα όσων έπαιξαν στο συγκεκριμένο παιχνίδι στην Αμαλία Καλυβινού και εκεί αποφάσισα ότι εγώ αυτό το παιχνίδι δε θα μπορούσα να το παίξω σεβόμενη τους όρους του.
Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις με τους διαχειριστές του μπλογκ, τη πορεία των οποίων σέβομαι απόλυτα, όπως και την συγκεκριμένη επιλογή τους, δε μπορώ να παίξω το παιχνίδι .
Και εξηγούμαι:
Επέλεξα για να συμμετάσχω το παρακάτω κειμενάκι:



ήταν η αφιέρωση στα δώρα για τα Χριστούγεννα στη Νερίνα (τα άπαντα της Μαφάλντα και μια πυξίδα). Το επέλεξα γιατί ήταν το πρώτο που βρέθηκε μπροστά μου αφού η Νερίνα κυκλοφορεί μαζί του σε όλο το σπίτι και όχι μόνο, αλλά όπως λέω συνήθως αυτό είναι θέμα άλλου ποστ. Από την άλλη ήταν μια απόλυτα ειλικρινής απεικόνιση του γραφικού μου χαρακτήρα, αφού γράφτηκε στην κυριολεξία στο γόνατο την ώρα που γονατισμένη τύλιγα τα δώρα 6 παιδιών Χ6 και 5χ4 ενηλίκων με τις έξη γύρω μου και τη Νερίνα πάνω από το κεφάλι μου να προσπαθεί να καταλάβει σε ποιον θα δώριζα τη Μαφάλντα και για ποιον ήταν και τι είχε μέσα το κουτί που έφερε η κούριερ από το Πλανητάριο.

Μια ευτυχισμένη στιγμή, νομίζω ότι η γραφή την απεικονίζει καθαρά, ακόμα και τη διάθεση μου να τραβήξω την αγωνία της Νερίνας στα όρια άμα ψάξει κανείς θα δει, ή τουλάχιστον εγώ τη βλέπω και η Νερίνα την είδε νομίζω. Και κάτι ανάλογο από την καθημερινότητά τους επέλεξαν και οι περισσότεροι από ότι είδα.
Δε ξέρω πως αυτό θα μπορούσα να το "αφιερώσω" σε μια νεκρή, δε ξέρω τι θα μπορούσα να αφιερώσω ακόμα και σε ένα δικό μου νεκρό, ίσως μόνο ένα "γαμότι μου γιατί με παράτησες;" όσο και εάν αυτό ακούγεται εγωιστικό και στερούμενο λύπης για αυτόν που έφυγε.
Σε καμμία περίπτωση όμως, όπως εξήγησα και στον Άμμο, δε θα μπορούσα να "αφιερώσω" μια ακόμα απόδειξη ότι εγώ είμαι ακόμα εδώ, με τη ζωή μου για την ώρα να ακολουθεί τον κύκλο της μέσα στην επισφαλή σιγουριά ότι και αφού αυτός έφυγε, εγώ τα κατάφερα να παραμείνω στην εικόνα.
Ξαναλέω ότι αυτό δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο κριτικής στην επιλογή των εμπνευστών του παιχνιδιού, τη δικιά μου ίσως ανικανότητα να αντιμετωπίσω το θάνατο σαν συνέχεια μάλλον σηματοδοτεί.

Η συνέχεια στους :

μεθυσμένα χρώματα, όταν επιστρέψει με το καλό
kerasia, αυτής το χειρόγραφο και εάν θέλω να δω
Γιώτα φίλη από την άλλη πλευρά
dodos, ίσως εάν είμαι τυχερή χωρίς εικονίτσες
γιαγιά με ταρτικές ανησυχίες, έτσι για να της πω ότι ζει τούτο
Μαριλένα (του Ανάργυρου & του Ρίκου), από εσάς δεχόμεθα και σκίτσα
holly, εάν και νομίζω ότι ήδη έπαιξε, εάν έχω καταλάβει καλά
butterfly, δε σας το έχω πει αλλά πολύ μου αρέσει αυτό το παιδί
Αθανασία, ίσως έτσι πειστεί να το ανοίξει εκείνο το μπλογκ που καιρό τώρα προσπαθεί να τη πείσει η Μαριλένα να ανοίξει
stardustia, κάτι από εκείνα τα τετράδια της ίσως

και (αντιγράφοντας από το natassaki)


Οι οδηγίες είναι απλές:

1. Γράψε
2. Σκάναρε (ή φωτογράφισε… )
3. Πόσταρε.
4. Ειδοποία! Απαραίτητα στο τέλος του ποστ γράψε: για το http://autographcollectors.blogspot.com
5. Προσκάλεσε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν. (επίσης απαραίτητα, για να μαζευτούν όσο περισσότερα χειρόγραφα γίνεται)



Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Να συστηθούμε; Να συστηθούμε !


Από όταν μπήκα στο «χώρο» και κάνοντας την επιλογή να έχω ως nick το όνομα της μεγάλης μου κόρης, προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο πιο κοντά στην αλήθεια. Σιγά σιγά στοιχεία από τη ζωή μου αυθόρμητα έμπαιναν και συμπλήρωναν τα παζλ, έτσι που πια το μόνο που να μην είναι ακόμα γνωστό να είναι το όνομά μου. Ήρθε πια ο καιρός –λίγο βίαια είναι αλήθεια- να κάνω δύο πράγματα. Να αλλάξω nick και να συνεχίσω –εάν συνεχίσω- με το πραγματικό μου όνομα πια. Για την ακρίβεια είναι κάτι που το σκεπτόμουνα εδώ καιρό, αλλά δίσταζα να το κάνω, όχι τόσο γιατί φοβόμουν το να γράφω επώνυμα, αλλά δεν έβρισκα σε τι θα άλλαζε κάτι το να το κάνω.
Τώρα όμως και μετά από δύο γεγονότα δεν έχω άλλα περιθώρια. Το ένα είναι ότι η Νερίνα μεγάλωσε, ανακάλυψε το ίντερνετ σα χώρο, έφτιαξε μπλογκ με το όνομά της, εξ ου και θεωρώ ότι πρέπει να της δώσω πίσω ότι της ανήκει, αφού πρώτα το αποκαταστήσω. Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο λόγο.
Για πολλά χρόνια αντιμετώπιζα ότι στραβό γινότανε γύρω μου είτε με μια λογική που έλεγε ότι δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με λογικές που έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τη δική του, απλά τις αγνοεί και πάει παρακάτω, φτιάχνει το δικό του χώρο, το δικό του κύκλο, παίρνει μαζί του όσους θέλει να κρατήσει και συνεχίζει σε μια πορεία που ηλιθιωδώς ήθελα να τη θεωρώ παράλληλη και απολύτως προστατευμένη. Τα αποτελέσματα αυτής της λογικής, νομίζω ότι λίγο ή πολύ και σε διαφορετικούς τομείς, τα έχουμε υποστεί όλοι με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο. Γιατί όλα αυτά που μας τρόμαζαν ή που μας φάνταζαν ηλίθια ή πολύ «μικρά» για να ασχοληθούμε μαζί τους ή έξω από κάθε λογική και υγιή στάση ζωής ή που κατόρθωναν να μας κλείνουν στο όποιο «σπίτι» επέλεγε ο καθένας μας να κλειστεί, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν αλλά απλώθηκαν σε όλο το χώρο που εμείς τους αφήσαμε ελεύθερο, γίνανε κυρίαρχες λογικές, απομυζήσανε όχι μόνο το χώρο αλλά και όλους εκείνους, που από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι, επέλεξαν να ζήσουν εκεί έξω, ζητώντας απλά να ανήκουν και αυτοί κάπου και που ξέρεις και με ένα τόσο δα κομματάκι εξουσίας κι αυτοί στα χέρια τους και για να σιγουρέψουν την ηγεμονία τους σε ένα χώρο στερούμενου κανόνων, γιατί οι κανόνες συμβίωσης προϋποθέτουν ανθρώπους διατεθειμένους να συμβιώσουν μαζί κάπου και μη ξεχνάτε ότι κάποιοι από εμάς την κάναμε για τα «καταφύγια μας» και έτσι μονάχοι και ελεύθεροι από τις όποιες πιθανές ασφαλιστικές δικλείδες, φτιάξανε ένα κόσμο που θέλουν να θεωρούν ότι είναι τόσο καλά οχυρωμένος μέσα από νόμους και κανόνες που χαίρουν της σιωπηρής και όχι μόνο έγκρισης της πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα κάθε προσπάθεια εμάς των "επισκεπτών" πια να υπάρξουμε, στο βαθμό που επέλεγε ο καθένας, στον έξω από τον κύκλο τους κόσμο να γίνεται από προβληματική έως αδύνατη. Το χειρότερο είναι ότι η μεγαλύτερη ευθύνη είναι δική μας και εν προκειμένω και δική μου και ίσως εάν δεν χρειαζόταν να αντιμετωπίσω τις ευθύνες που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση του ονόματος της μεγάλης μου κόρης να μη το καταλάβαινα γρήγορα και εγώ.
Έτσι λοιπόν και για να τελειώνουμε: το όνομα μου είναι Τζιώντζου Φωτούλα, είμαι 47 χρονών, είμαι παντρεμένη με τον Τάσο, έχω δύο κόρες τη Νερίνα και τη Νάσια, ζω στο Άργος και είμαι νοικοκυρά, - ίσως όχι με τη συμβατική έννοια του όρου και αυτό να μη θεωρηθεί ως απαξιωτική κριτική του κλάδου μου, απλά νοιώθω ότι δεν ανήκω στα αντιπροσωπευτικά του δείγματα, εάν και δε κρύβω ότι για χρόνια υπήρξε και εν μέρει ακόμα είναι η βασική μου φιλοδοξία, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα έχω καθαρίσει με όλα τα φιλόδοξα «γαμότι» μου και επιτέλους θα έχω καταλήξει σε καριέρα, αλλά όπως λέω συνήθως αυτό είναι θέμα άλλου post- και δηλώνω ότι με αυτό το όνομα και με αυτές τις ιδιότητες αναλαμβάνω όλα τα βάρη και τις υποχρεώσεις από τη συμμετοχή μου σε αυτό το χώρο και αναφέρομαι βέβαια στον ιντερνετικό χώρο (και όχι μόνο) και δεν είμαι διατεθειμένη να επιτρέψω πια σε τίποτα και σε κανέναν να βάζει κανόνες με εμένα απούσα ή να χρησιμοποιεί την απουσία μου σα σιωπηρή συγκατάθεση ή ακόμα χειρότερα σαν αδυναμία να τον αντιμετωπίσω, ευγνωμονώντας τον παντοδύναμο θεό των νοικοκυρών και την προνοητικότητα των προγόνων μου, όσον αφορά τα προς εξασφάλιση των απαραίτητων, που εξαιτίας τους έχω όλο τον απαραίτητο χρόνο να σκεφτώ και να βρω και να καταλήξω σε εκείνο τον τρόπο, που δεν έχω την υπεροψία να θεωρώ ότι θα αλλάξει τη πορεία των πραγμάτων, αλλά που θα τους δώσει να καταλάβουν, σε ότι με αφορά τουλάχιστον, ότι πάντα εκεί έξω στο κόσμο τους θα υπάρχει κάποιος που θα τους καταστρέφει, έστω και για μια στιγμή, την άψογη εικόνα, την ομοιομορφία της απόλυτης πλειοψηφίας που επέλεξαν για να μπορούν να επιβιώσουν, που δε θα μπορούν να καταλάβουν εάν μιλάει σοβαρά ή τους ειρωνεύεται, που θα κερδίσει έστω και έναν μοναχά από τους «οπαδούς» τους, που θα πιτσιλίζει με χρώμα το απόλυτο άψογο λευκό του πάγου, που θα τους αναγκάζει να καταναλώνουν έστω και λίγο από τα ψήγματα του ελεύθερου χρόνου τους για να τον αντιμετωπίσουν, που θα αμφισβητεί το μοντέλο τους και που για να τον αντιμετωπίσουν θα χρειαστεί να καταφύγουν ακόμα και στα παλιά καλά επιχειρήματα των μπουγαδοκαυγάδων των παλιών νοικοκυρών, στραπατσάροντας έτσι την με κόπο στημένη και αποχρωματισμένη από συναισθήματα εικόνα τους και το χειρότερο χρησιμοποιώντας τα δικά τους όπλα, γιατί οι νόμοι (και ιδίως αυτοί που μοιάζουν να σου δίνουν τον απόλυτο έλεγχο) συνήθως την σκληρότερη των εφαρμογών τους την εξάντλησαν πάνω στους εμπνευστές τους..
Καλώς σας βρήκα λοιπόν
Φωτούλα
Υ.Γ. 1. Τώρα πρέπει να βρω εάν μπορώ να αλλάξω όνομα στο blog, για να μη ξεχνάμε και τα πρακτικά προβλήματα. Λέω να ζητήσω από τη Νερίνα να μου βρει ένα όνομα, εάν και ψυλλιάζομαι ότι θα θέλει να το ονομάσω «Σουζανίτα». Η Νάσια πάντως είπε να το ονομάσω «η μάνα της Νερίνας και της Νάσιας», αλλά αυτό δε παίζει για προφανείς λόγους.
Υ.Γ.2. Το κείμενο γράφεται με το δικό μου υπολογιστή να έχει εγκαταλείψει, για μια ακόμα φορά, την επαφή με το χώρο γενικά -ναι πάλι χάλασε- σε έναν επίσης χαλασμένο υπολογιστή, που για την ώρα επιμένει να τα βλέπει όλα στο αρνητικό τους, γεγονός που σημειολογικά για μένα παραπέμπει στη νέα πραγματικότητα που αντιμετωπίζω. Πραγματικά έχει χάσει τα χρώματά του ο κόσμος εδώ έξω τελικά, αλλά παρόλα αυτά ακόμα και σαν εικόνα του "κόσμου" τους μια χαρά υποστηρίζει το ρόλο του.
Υ.Γ.3 Και για να μην ξεχνιόμαστε "ήρθε η άνοιξη", ότι και να σημαίνει για τον καθένα μας αυτό.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Και τώρα η EYXH




"Αγαπιτό χαρτή θέλο μια χάρι. Να σου πο θέλο αυριο τα πραγματα να γίνουν οπος θελο."


Δια χειρός Νάσιας, η ευχή όλων μας για όλους σας !

(Για την ιστορία: Εζητήθη από την υπεύθυνο ευχών (ναι για τη Νάσια μιλάω, αφού αυτή έχει αναλάβει το έργο με απευθείας μάλιστα ανάθεση) να συγγράψει την φετινή μας ευχή. Ζήτησε να τις διαβάσω τη περσινή της ευχή και απάντησε ότι αυτή της αρέσει και δε θέλει να διορθώσει ούτε τα ορθογραφικά λάθη, αφού όπως είπε "τι σημασία έχει μαμά που μια ευχή είναι γραμμένη λάθος; Δεν είναι σχολείο, ευχή είναι!". Εκ των υστέρων εκτιμώ ότι είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή είναι η ευχή μας και ακόμα συνεχίζει να εκφράζει απόλυτα την οικογένεια.)

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Μπλογκοπαίγνιον


Αγαπητοί ανθεκτικοί αναγνώστες αυτού του blog, ήρθε η ώρα να μοιραστώ μαζί σας ένα νεανικό μου αμάρτημα. Εγώ έγραφα ποίηση. Όχι μη τρομάζετε, δε πρόκειται να δημοσιεύσω ποιήματα μου και δε γράφω ποιήματα εδώ και πάρα πάρα πολλά χρόνια. Ας είναι καλά ο Μαγιακόφσκι. Τον διάβασα (σε μετάφραση Ρίτσου, είναι σημαντικό αυτό) και έφαγα τα ποιήματά μου. Δηλαδή τα έφαγε το μαύρο χώμα και το τετράδιο με το χοντρό κίτρινο εξώφυλλο, που μέσα του υπήρχαν όλα τα νεανικά μου αμαρτήματα, εξαφανίστηκε μαζί με το τέλειο καφέ σορτσάκι, που υπαινικτικά έχω αναφέρει σε προηγούμενο ποστ (το έχουμε ξαναπεί, διαβάζουμε και τα προηγούμενα, έτσι για να διατηρούμε τη συνέχεια και τη συνοχή όσων γράφονται εδώ μέσα, λέμε τώρα, έτσι δηλαδή για να μη λέτε ότι φταίω εγώ, που όποιος καινούργιος μπαίνει βγαίνει τρέχοντας, κάνοντας συντρίμμια τα όνειρα μου για μια μεγάλη καριέρα στο χώρο της μπλογκόσφαιρας, αλλά που θα μου πάει, δε θα φτιάξω εγώ το τέλειο κέικ λεμονιού; θα το φτιάξω και τότε θα δώσω τη συνταγή και στη γιαγιά ντακ, που την έχει ζητήσει εδώ και καιρό και με βλέπω εάν συνεχίσω με αυτό το ρυθμό όταν τη βρω να τη φτιάχνει με ξυνό. Άσχετο το θυμάστε το ξυνό -για τις παλιές το λέω- που το χρησιμοποιήσουν παλιά οι νοικοκυρές αντί για λεμόνι. Ακριβώς δε ξέρω τι ήταν, η γιαγιά μου δε το χρησιμοποιούσε και κάθε φορά που τη ρωτούσα τι είναι το ξυνό, μου έλεγε "σαν το λεμονάκι του θεού παιδί μου δεν υπάρχει τίποτα άλλο". Βέβαια αυτή της η απάντηση υπήρξε η αφορμή για ένα ακόμα υπαρξιακό δίλημμα που με ταλανίζει μέχρι σήμερα, γιατί εάν δεν υπάρχει τίποτα άλλο -σκεφτόμουνα η φιλοσοφημένη παιδούλα- τότε πως υπάρχει το ξυνό; Η ερώτηση παραμένει αναπάντητη μέχρι σήμερα, γιατί εκεί που νόμιζα ότι είχε απαντηθεί με την εξαφάνιση του ξυνού από την αγορά, τελευταία σεργιανώντας -για την ακρίβεια γουγλίζοντας που λέει και η Μαριλένα (-*)- ανακάλυψα ότι το ξυνό όχι μόνο υπάρχει ακόμα σε πείσμα των λεμονιών αλλά και της η γιαγιάς μου η οποία πρόλαβε και έφυγε και έτσι δεν είδε ποτέ την επιβίωση του ξυνού στο διηνεκές, που όσο και να πεις θα ήταν μια μεγάλη απογοήτευση για αυτήν. Και εδώ κλείνει η παρένθεση, άντε να βρω το θέμα).

Τέλος πάντων διάβασα Μαγιακόφσκι και κατάλαβα ότι εγώ θα ήθελα να ήμουν αυτός. Από τη μια αντικειμενικά δε μπορούσα να είμαι αυτός, από την άλλη μου αρέσει το κρύο, αλλά όχι τόσο που να περάσω τα χρόνια μου στις στέπες και έτσι αποχαιρέτησα με παρρησία (και με ανακούφιση) τον κόσμο της ποίησης και έκτοτε δε ξανάγραψα ποτέ τίποτα.

Θα μου πείτε τώρα "καλό και σεβαστό κυρά μου να λες το πόνο σου, αλλά γιατί;» Γιατί το έχω προσέξει αγαπητοί μου αναγνώστες -και αυτό είναι για μένα και η γοητεία των blog - τις περισσότερες φορές, όταν διαβάζω κάτι στα blog, μου γεννιέται ένα "γιατί;" και όταν μου γεννιέται αυτό το "γιατί;" μετά έρχεται και το τι θα διαβάσω παρά κάτω και κάθε φορά που γίνεται αυτό, κάθε φορά που το γιατί μου ενώνεται με το πριν και το μετά του μπλόγκερ κάτι όμορφο σκάει μύτη από τη γωνία. Και στη τελική εγώ έτσι διαλέγω τα blog που διαβάζω.

Η αιτία για να γραφεί αυτό το ποστάκιον ήταν η πρόσκληση από τη Γιώτα για ένα παιχνίδι που παίζεται στην άλλη πλευρά της μπλογκόσφαιρας και πάνω κάτω λέει: "εάν δεν ήσασταν ο μπλόγκερ που είσαστε ποιος θα θέλατε να είσαστε;". Ελπίζω να έγινα κατανοητή.

Απαντώντας λοιπόν:
Εάν δεν ήμουν η μπλόγκερ που είμαι, θα ήθελα να είμαι η Αταλάντη, ο μικρός αγαπημένος μου αυτοκρατορικός πιγκουΐνος. Έτσι σαν αυτόν, τη βλέπω να παλεύει εγκλωβισμένη μα και απελευθερωμένη ταυτόχρονα, προσπαθώντας άλλοτε να σπάσει και άλλοτε να συντηρήσει το πάγο που κρατάει τα μυστικά της τέχνης της μα και του υπέροχου μυαλού της.
Αυτά και άλλα δεν έχω και όποιος θέλει συνεχίζει……...


Υ.Γ. Γιατί με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτό που μου έλειπε δεν ήταν το ταλέντο -ναι είμαι μετριόφρων ως άτομο το άτομο- αλλά το πάθος και πάνω από όλα η αφοσίωση. A και η ανικανότητα μου να μοιραστώ ή να αφήσω σε κοινή θέα τα κομμάτια μου, μα πάνω από όλα το σπαραγμό μου. Για αυτό όταν διαβάζω παιδιά σαν την Αταλάντη, ζηλεύω τόσο που σχεδόν μου έρχεται να αρχίσω να ξαναγράφω ποιήματα. Αλλά τότε έρχεται στο κεφάλι μου, σα παιδικό τραγουδάκι, το σύγνεφο με παντελόνια και κατεβαίνω γρήγορα γρήγορα από το δικό μου σύννεφο πριν γκρεμοτσακιστώ.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Η 1η μου κούπα


Αργώ, αλλά το έχω ξαναπεί τα χρέη στο bloging πρέπει να πληρώνονται.

Έτσι το νατασσάκι, το ζήτησε και εγώ καθυστερημένα όπως πάντα ανταποκρίνομαι.

Σκηνή 1η

(σαράντα χρόνια πριν)

Εγώ: Όχι δε το πίνω !!!!!

Μάμα (τι ποια μαμά; η δικιά μου μαμά!): Θα το πιείς

Εγώ: Δεν το πίνω !!!!

Μαμά: Πάμε στοίχημα;

Εγώ: .......... (έχω σφαλίσει το στόμα μου και δεν το ανοίγω ή έτσι τουλάχιστον νομίζω η αισιόδοξος κόρη)

Μαμά: Τώρα!!!!

Εγώ: .................

Μαμά: Τώρα είπα, θα αργήσεις και θα φύγει το σχολικό και μετά να δούμε τι θα πεις στο Δημητράκη (όπου Δημητράκης ένας εκ των διευθυντών του σχολείου μου. Ένα σχολείο φύλακα του τρίπτυχου "πατρίς θρησκεία οικογένεια" συμπληρούμενου με το "όποιος αργεί στη προσευχή την έχει άσχημα, μα ποοοοοοοολύ άσχημα")

Εγώ: .............

Μαμά: Τελευταία σου ευκαιρία, μετά θα έχεις πρόβλημα...

Πίσω από τη μαμά μου ξεπροβάλλει η γιαγιά μου κρατώντας στο χέρι της το "μυστικό μας όπλο" και αρχίζει η γνωστή παντομίμα πίσω από τη πλάτη της μαμάς μου. Πάνω κάτω λέει με τις κινήσεις της "πιες το και σε περιμένει αυτό"

Πειθαρχημένα άνοιγα το στόμα μου και κατάπινα με τη μία το γάλα μου, κλείνοντας όμως τη μύτη μου. Η μαμά μου έφευγε ικανοποιημένη για τη δουλειά της νικήτρια σε μια ακόμα μάχη μαζί μου, αφήνοντας στη γιαγιά μου τα υπόλοιπα (δόντια, ντύσιμο και σχολικό).

Γιαγιά: Γρήγορα κρύωσε, σήμερα το παρατράβηξες και θα αργήσεις και στο σχολείο. Έλα στη κουζίνα.

Τρέχοντας πήγαινα στη κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι το φλυτζάνι του καφέ της γιαγιάς μου -άχνιζε ακόμα- και δίπλα του το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου για όλη τη παιδική μου ηλικία, το αντίδοτο στην στυφή γεύση του γάλακτος, ο μόνος σοβαρός λόγος για να ξυπνήσει κανείς το πρωί ακόμα και εάν μετά έπρεπε να πάει σχολείο, το ΜΠΡΙΚΙ ΤΟΥ ΚΑΦΕ, με το υπόλοιπο του καφέ που για μια ακόμα μέρα και εντελώς τυχαία δε χώρεσε στο φλυτζάνι της γιαγιάς μου. Δίπλα του μια φρυγανιά, έτσι για να εξαφανιστεί οποιαδήποτε υπόνοια γαλακτοκομικού στον ουρανίσκο μου -γιατί εκτός από το μαρτύριο του γάλακτος περνούσα κάθε πρωί και το μαρτύριο της φέτας με βούτυρο με μέλι- και βέβαια το συμπλήρωμα ενός σωστού καφέ, ένα ποτήρι νερό. Η ιεροτελεστία πάντα η ίδια. Πρώτα πίναμε τον καφέ, μη φανταστείτε ούτε ένα κουταλάκι δεν ήταν, μετά έριχνα λίγο νερό και έτρωγα τη φρυγανιά μου και στο τέλος έριχνα και το υπόλοιπο νερό και με τη μια έπινα ακόμα και τη παραμικρότερη υποψία καφέ από τη κούπα, - συγνώμη από το μπρίκι.

Και μετά έτρεχα στο μπάνιο για να πλύνω τα δόντια μου, αφού πρώτα θαύμαζα για λίγο το υπέροχο καφετί μουστάκι που είχα αποκτήσει, ευχαριστώντας το θεό που η μαμά μου έφευγε πριν από μένα για τη δουλειά της.

Μα κάθε πρωί, μέχρι σήμερα.......

Σκηνή 2η
(τριάντα τόσα χρόνια μετά, στο σπίτι της μαμάς μου απόγευμα)

Μαμά (ναι η δικιά μου πάλι): Γρήγορα θα ξυπνήσει η μάνα σου και ποιος την ακούει...

Νερίνα: Της Νάσιας έχει παραπάνω από το δικό μου.

Νάσια: Εγώ πίνω σε κούπα για αυτό. Εσύ ήθελες να το πιεις όπως στο έφτιαξε η γιαγιά και διάλεξες το μπρίκι.

Σιγά σιγά σηκώνομαι και πάω στη κουζίνα. Στέκομαι στη πόρτα και αυστηρά λέω: "τι γίνεται εδώ;"

Η Νάσια και η Νερίνα με μια γρήγορη κίνηση εξαφανίζουν όλα τα πειστήρια του εγκλήματος. Όλα; Όχι όλα. Με κοιτάνε με αθώα ματάκια ενώ δυο καφετιά μουστάκια στολίζουν τις φατσούλες τους.

Η μαμά μου βάζει τα γέλια και μαζί της γελάω και εγώ.

Ναι η εκδίκηση στο σπίτι μας μπορεί να αργεί αλλά έχει πολλές γεύσεις, ακόμα και αυτή του ελληνικού καφέ.

Υ.Γ. Για τη συνέχεια κάποια που "γνώρισα" τώρα τελευταία: η Μαριλένα (του Ανάργυρου & του Ρίκου), εάν βέβαια θέλει.....

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

I got you







Babe, I got you babe, I got you, babe.


I got flowers in the spring


I got you, to wear my ring


And when i`m sad, you`re a clown


And when I get scared you`re always around


So let them say your hair`s too long


I don`t care, with you I can`t do wrong


And put your little hand in mine


There ain`t no hill or mountain we can`t climb

Τρίτη 17 Ιουλίου 2007

Catch the ball Ραλλού!

Εις δόξα του Πλάτωνα

Το βρήκα το μπαλάκι!!!!


Για τα αυτονόητα

Ο N.Ago έστειλε σε όλους μας μια δικιά του φωτογραφία και την ιστορία της. Εμείς το μόνο που καλούμαστε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε να κρατηθούν τα χρώματά της ζωντανά, ελάχιστη προσφορά, μιας και το ξεθώριασμα σε αυτό το είδος φωτογραφιών είναι αποκλειστικά "δικό" μας και δικό μας έργο.



Το Καλιβάτσι (Kalivaci), είναι ένα ορεινό χωριό στο νομό Τεπελενίου στη νότια Αλβανία. Χωρισμένο σε πέντε μαχαλάδες, σε μια πολύ μεγάλη γεωγραφική έκταση, κάποτε, στις αρχές του '90, απαριθμούσε περίπου 2000 κατοίκους και 350 οικογένειες! Μετά το άνοιγμα των συνόρων, όπως συνέβη παντού στην Αλβανία, κι από το χωριό αυτό, μετανάστευσε ο περισσότερος πληθυσμός. Σήμερα, έχουν μείνει κοντά 100 οικογένειες από τις οποίες, ενεργές είναι το 50% περίπου! Από αυτές προέρχονται και τα παιδιά του σχολείου του χωριού(Δημοτικό-Γυμνάσιο) που απαριθμεί 110 μαθητές. Αυτό, όμως, που πρέπει εδώ να σημειωθεί είναι ότι, η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων που έχουν απομείνει εκεί, αν και υπάρχουν οι εξαιρέσεις, είναι αρκετά δύσκολη, για να μην χρησιμοποιήσω άλλη λέξη. Μαζί με τους δασκάλους και καθηγητές, έχουμε αναλάβει μια πρωτοβουλία που θα βοηθήσει έστω στο ελάχιστο, τους μαθητές του χωριού, και θα ελαφρύνει έστω λίγο τον οικογενειακό προϋπολογισμό των γονιών τους, για το επερχόμενο σχολικό έτος. Ξεκινώντας από εσάς τους επισκέπτες αυτού του ταπεινού blog, που η γνωριμία μεταξύ μας είναι εντελώς ανιδιοτελής και χωρίς κανένα συμφέρον, κάνω έκκληση σε όλους, όποιος μπορεί να βοηθήσει, ας το κάνει .

Αυτό που σκεφτήκαμε είναι να προσφέρουμε σε κάθε παιδί-μαθητή, στις 12 Αυγούστου που γιορτάζονται και τα 70 χρόνια της λειτουργίας του σχολείο, μια σχολική τσάντα για κάθε μαθητή μαζί με τη γραφική ύλη (τετράδια, μολύβια, κασετίνα, γεωμετρικά σχήματα, πλαστελίνες). Θα είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Πριν απευθυνθώ σε «έχοντες και κατέχοντες», ξεκινώ από εμάς που δεν μας περισσεύουν.
Όποιος πραγματικά θέλει να προσφέρει, ανώνυμα ή και επώνυμα, έχει την ευκαιρία να το κάνει.

Ο αριθμός λογαριασμού στην EUROBANK είναι το 0026-0062-10-0101127021 , και ανήκει στη ΜΚΟ «Βαλκανική Αμφικτυονία- Σύνδεσμος Νέων Βαλκανικών Χωρών». Μέσω της οργάνωσης αυτής θα γίνει η συγκέντρωση του υλικού, μια και ως ιδιώτης, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, δεν δικαιούμαι να το κάνω με άλλο τρόπο.

Για περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2007

Διακοπές κανείς;



Εμείς πάντως θα συνοδεύσουμε τα σκασμένα

Εγώ, ο καλός μου και τα τέσσερα σκασμένα πάμε διακοπές. Για την ακρίβεια τα τέσσερα σκασμένα πάνε διακοπές, εμείς απλά αποτελούμε μέρος της οικοσκευής που κουβαλάνε μαζί τους. "Όχι Νερίνα δεν θα πάρουμε το τηλεσκόπιο"!!!! Και συνεχίζω και ζητώ συγνώμη για την διακοπή, "Νάσια ο μπαμπάς δεν θα πάρει μαζί του τη μηχανή, δεν χωράει στο φορτηγό, για αυτό άσε το κράνος κάτω, σου έχω πάρει ωραιότατο ροζ καπελάκι για τη παραλία". Και συνεχίζω και συγνώμη για τη διακοπή. "Όχι Χριστίνα μου δεν θα πάρουμε κρεβάτια μαζί μας έχουνε εκεί που θα πάμε, ναι και στρώματα έχουνε". Τελικά μόνο η Έλενα με καταλαβαίνει, μόνο το διπλό καθρέπτη ζήτησε να πάρουμε μαζί, αλλά με το που κοιταχτήκαμε το ξέχασε.

Βαλίτσες τέσσερες δικές τους και μια δική μας, σάκοι τέσσερεις κανένας δικός μας, νεσεσέρ τέσσερα κανένα δικό μας, τσάντες διαφόρων σχεδίων και χρωμάτων με διάφορα μέσα, μην με ρωτάτε τι είναι τα διάφορα μου τα φυλάνε για έκπληξη, τα σε προηγούμενο ποστ περιγραφέντα σύνεργα για να πάει μια οικογένεια, που σέβεται τον εαυτό της και σαφέστατα δε σέβεται την ησυχία των άλλων, στη παραλία, ά και μια βαλίτσα παπούτσια, δικά τους όχι δικά μας, τελικά τους αγοράζω πολλά παπούτσια και το κλου, τα πράγματα του καλού μου, φορητός, βιντεοκάμερα, ψηφιακή, dvd για το αυτοκίνητο, τα εργαλεία του καλού τεχνοφρικ-ξέρετε κατσαβιδάκια, μυτοτσίμπιδα κ.λ.π.-, μην με ρωτήσετε τι τα θέλει δεν ξέρω, φορτιστές τηλεφώνων, σωστά διαβάσατε τηλεφώνων, διότι ποτέ δε ξέρεις πότε θα σου χρειαστεί ένα φορτιστής για Nokia και ας έχεις Erricson κινητό- απροσδιόριστος αριθμός cdιων, "όχι χαρά μου όσο και να χτυπηθείς δεν παίρνουμε το πολυμηχάνημα μαζί- και βέβαια το Sudoku μου και η γνωστή βιογραφία, έτσι για να συμπληρωθεί η λίστα με τα απαραίτητα.

Ο γάτος και οι χελώνες πάνε στον μπαμπά μου, κουβαλώντας και αυτά τις δικές του αποσκευές.....

Καλά να περάσετε και εάν νομίζετε ότι δεν περνάτε καλά, τυπώστε το ποστ και κολλήστε το σε εμφανές μέρος στο σπίτι σας. Μετά τις πρώτες αναγνώσεις, που κρίνονται απαραίτητες για να συνειδητοποιήσετε τι διαβάζετε, θα νοιώσετε όχι απλώς τυχεροί, αλλά ευλογημένοι.....

"όχι κορίτσια και πάρτε το απόφαση δεν θα πάρουμε μαζί μας το Μιχαλάκη, είναι αλληνής παιδί και δεν με νοιάζει που παίζει καλό μπάσκετ, για αυτό βγάλτε τον αμέσως απο το μπαούλο της γιαγιάς"....

Σας αφήνω γιατί ήρθαν οι μεταφορείς να φορτώσουν τα πράγματα...




Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

Παιχνιδάκι κανείς;

H Μαριλένα μου ζήτησε να περιγράψω τον ιδανικό άντρα. Οι ιδιοφυείς τρελοί υπήρξαν πάντα το απωθημένο μου. Δείγμα παραθέτω:





Και επειδή όπως λένε "δείξε μου τα απωθημένα σου να σου πω ποια είσαι" και μια διάθεση κοινωνικής κριτικής την έχω τελευταία, η σκυτάλη πάει σε όλες σας, εάν και εφόσον βέβαια περάσατε ή περνάτε απο το τριπάκι να το ψάξετε το θέμα ή δεν το έχετε ήδη απαντήσει. Η Κερασιά ας πούμε το έχει κάνει σε παλιό της ποστ.



Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

"Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας..."

Δεν ξέρω πια για σένα εάν έχει σημασία, αλλά βλέπεις τελικά ήσουν ένα γενναιόδωρο άτομο. Μου άφησες τον τρόπο να ξεπεράσω τις ενοχές που η ανοχή και η αδιαφορία μου γεννήσανε.
Γιατί κανόνα και εξαίρεση Αμαλία μου εγώ τα έφτιαξα, τα συντήρησα με περισσή φροντίδα και όταν τελειώσουν όλα, πολύ φοβάμαι ότι θα συνεχίσω να το κάνω.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2007

Για την elafini


Η elafini ζήτησε να μιλήσω για τις μουσικές μου. Στην αρχή σκέφθηκα, απλό αρκεί να τα ταξινομήσω κάπως μέσα μου. Βλέπετε και στη μουσική υπήρξα πώς να το πω κομψά; Υπήρξα το ίδιο λιχούδα, όπως στο διάβασμα. Περνούσα βέβαια μονομανιακές μουσικά περιόδους, αλλά ποτέ το ένα άκουσμα δεν αναιρούσε το προηγούμενο, ποτέ δεν χανόμουν με κανένα από τα παλιά είδη, εάν και θεωρώ ότι μουσικά έκλεισα όταν ανακάλυψα την κλασσική μουσική και ακόμα περισσότερο την όπερα. Θα σας πω ένα μυστικό εάν θέλετε να με κρατήσετε αμίλητη και ακούνητη, βάλτε μου την χοντρή που σκούζει. Αυτό είναι! Έχετε μια απόλυτα ήρεμη στα όρια του φυτού συνομιλήτρια. Όχι η ψυχή της παρέας, αλλά το ξαλάφρωμα των νεύρων σας, γιατί μην με βλέπετε έτσι, άμα μου έρθει μπορώ να κάνω τα νεύρα των άλλων τσατάλια και τα τσατάλια τους μετά πάλι νεύρα κ.ο.κ. Με μια άρια ξεχνιέμαι, αλλά στη κυριολεξία, άμα δεν με πάρεις μαζί σου είμαι ικανή να μείνω εκεί που είμαι για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν το έχω πει στους κολλητούς μου, γιατί τότε θα ξέρατε πια την ταυτότητα μου, από το δελτίο ειδήσεων, τρελή και αλλοπαρμένη βρέθηκε στα σκαλιά της λυρικής. Δεν ξέρετε τι είναι ικανοί να κάνουν οι κολλητοί μου για να με ξεφορτωθούν.


Αυτή είναι μια από τις πρώτες άριες που άκουσα και ξανάκουσα και ξανάκουσα και ξανάκουσα και συνεχίζω να ακούω, δική σας:



Και για να τελειώνουμε. Δεν μπορώ να γράψω για τις μουσικές μου. Η μουσική δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ντεκόρ για μένα. Ήταν παρούσα σε όλες τις κακές και τις καλές στιγμές της ζωής μου και το να μιλήσω για αυτήν είναι σαν να μιλάω για αυτές, γιατί ξέχωρα δεν μπορώ να τη δω. Ακόμα και η όπερα ήρθε να σαν ένα ακόμα φάρμακο για μια κακή στιγμή, ίσως την πιο κακή που έχω ζήσει μέχρι τώρα. Και με κράτησε, μαζί και με άλλα πράγματα ζωντανή, πιο ήσυχη ίσως, αλλά ζωντανή.

Συνεχίζουν δικαιωματικά οι μικρές:

Aταλάντη

Princess Maggie

lactoula

ραψωδία

ExiLioN_MouToniDioN

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

Μη ζητάς Αθανασία......(το τραγούδι εννοώ)


H Κερασιά σε ένα από τα «μικρά» κείμενά της, εδώ στο τέλος του έγραψε:
«Η κάθε είδους βία είναι κυρίως προσπάθεια μεταφοράς της οδύνης».
Το δανείζομαι γιατί με βοήθησε να ξαναβρώ τη χαμένη μου μπλογκική ισορροπία.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Οι παραδοχές



1/ Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος,

2/ Παρόλα αυτά είμαι αρκούντως «ευγενική» ως χαρακτήρας,

3/ Έχω εμμονές,

4/ Έχω μεγάλες αντοχές,

5/ Παρόλα αυτά υπάρχουν πράγματα για μένα, που εγωιστικά τα λέω "τα πολύτιμα μου" που εάν μου τα αγγίξεις θα ευχόσουν να ήμουν απλά ένας μη εύκολος άνθρωπος,

6/ Μετά από χρόνια εξάσκησης έχω τιθασεύσει μέσα μου αυτό της κοκκινομάλλας, που έλεγε και ένα φίλος για μένα, ίσως γιατί το πήρα απόφαση ότι δεν είμαι κοκκινομάλλα,

7/ Αυτός είναι ο χώρος μου. Μ’ αρέσει όπως είναι και κάποιες φορές μ’ αρέσω και εγώ. Μ’ αρέσει που αυτοί που έμειναν ήταν σχεδόν όλοι όσοι ήθελα να μείνουν,

8/ Α, γιατί θα το ξεχνούσα: Δεν μου αρέσουν οι κανόνες, εάν και τώρα με τα παιδιά υποχρεώθηκα να βάλω κάποιους και σε αυτά και σε μένα,

9/ Στο blog μου δεν θεώρησα σκόπιμο να βάλω κανόνες. Και αυτό γιατί πιστεύω ότι το ύφος του καθενός μας, μιας και επί της ουσίας αυτό είναι που κρίνεται σε πρώτη φάση, είναι και αυτό που βάζει τα όρια σε αυτούς που το διαβάζουν,

10/ Έχω μια υποχόνδρια σχέση με το «χυδαίο» σε οποιαδήποτε μορφή του. Εντάξει στη τέχνη όχι, αλλά και εκεί είναι φορές που αισθάνομαι ότι προσβάλλομαι. Βέβαια τώρα που μεγάλωσα, κατάλαβα ότι ο καλλιτέχνης δεν το κάνει με σκοπό να προσβάλλει προσωπικά εμένα και το αντιπαρέρχομαι πια,

.11/ Αυτή μου η σχέση με το «χυδαίο» με έχει κάνει πολλές φορές να τα παρατάω. Είναι ίσως και η μόνη φορά που παρατάω πράγματα. Σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι ότι η νομική συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που εγώ θεωρώ χυδαία. Ή μήπως συμπεριλαμβάνεται; Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Είμαι σίγουρη ότι εάν το πρώτο βιβλίο που είχα διαβάσει με το που πέρασα στη σχολή δεν ήταν ένα του Μπακούνιν περί νόμων ίσως και να είχα πάρει τελικά πτυχίο. Εντάξει το κόβω.

Γιατί τα γράφω; Σαν απάντηση σε ένα σχόλιο που δεν μου άρεσε. Και η απάντηση που έδωσα στο σχόλιο δεν μου άρεσε. Μου φάνηκα αγενής και δεν μου αρέσει καθόλου όταν μου φαίνομαι αγενής. Από την άλλη δεν μου αρέσει να σβήνω σχόλια, ας είναι και δικά μου. Ότι γράφτηκε γράφτηκε.

Ένοιωσα όμως την ανάγκη να τα γράψω και τα γράφω. Γιατί και τελειώνω:

12/ Εμένα είναι να μην μου ‘ρθει.

Υ.Γ. Πλάκα πλάκα σαν τις δώδεκα εντολές βγήκε το κειμενάκι.


Σάββατο 3 Μαρτίου 2007

«Εκείνη» (η ζωή μας)


(η συνέχεια και το τέλος)
Όταν αποφασίσαμε να δώσουμε το οικόπεδο αντιπαροχή, εμείς είχαμε ήδη δύο χρόνια εγκαταλείψει το σπίτι της και είχαμε μετακομίσει στη πολυκατοικία που κτίστηκε σε προικώο της οικόπεδο απέναντι από το δικό της σπίτι. Βλέπετε, γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήθελε κανένα από τα παιδιά της να μείνει στο σπίτι της.

Φεύγοντας από εκεί, πήρα στο καινούργιο μας σπίτι αρκετά από τα έπιπλα της, που κατά ένα περίεργο τρόπο βρήκαν τη θέση τους χωρίς να χρειαστεί αυτή φορά κάποια να φύγουν για να χωρέσουν τα άλλα. Έτσι ο κομμός με τα ασπρόρουχα της προίκας της μαζί με τα ασπρόρουχα της δικής μου προίκας μπήκε στη ροζ κρεβατοκάμαρα και αυτή τη φορά χώρεσαν όλα με ένα μαγικό τρόπο. Ή σχεδόν όλα. Τα καλά τραπεζομάντιλα και των δυο μας δεν χωρούσαν. Το πρόβλημα λύθηκε όταν ανακάλυψα ότι ο χώρος τους ήταν στον παλιό μπουφέ της μαζί με τα καλά γυαλικά. Εκεί που η ίδια παλιά αντί για αυτά είχε όλα τα έγγραφα της οικογένειας, συμβόλαια και άλλα τέτοια φύσης δημόσια έγγραφα. Όταν αδειάσαμε τα συρτάρια μια χαρά μπήκαν τα καλά μας τραπεζομάντιλα. Έτσι ενώ ο παλιός μπουφές δεν ήταν μέσα στα σχέδια μας με το έτσι θέλω και ελέω τραπεζομάντιλων ήρθε και διάθεση να φύγει δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Οι μεγάλες πολυθρόνες του σαλονιού της μετακόμισαν και αυτές μαζί μας. Λόγω του όγκου τους αποφασίσαμε η μια να μείνει στο καθιστικό και η άλλη να μπει στην μπλε κρεβατοκάμαρα, η οποία ήθελε δεν ήθελε φορτώθηκε την κρεβατοκάμαρα της. Απόφαση η οποία οφείλω να ομολογήσω ότι πάρθηκε υπό το κράτος έντονης μεγαλομανίας εκ μέρους μου, μιας και όποιος την έβλεπε την αντιμετώπιζε ως έργο τέχνης.
Γρήγορα μας έγινε αντιληπτό ότι για να κρατήσουμε την κρεβατοκάμαρα η πολυθρόνα έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο. Τι σκοντάφταμε επάνω της χωρίς προφανή λόγο και αιτία, τι τα παιδιά σε αυτήν επέλεγαν κρυφά να χοροπηδάνε με τα γνωστά αποτελέσματα, τι και παίρνω όρκο, αργά μα σταθερά η πολυθρόνα υπερπηδούσε τα εμπόδια και πλησίαζε όλο και περισσότερο την πόρτα, χωρίς κανείς μας να αντιλαμβάνεται πως το κάνει, μέχρι που είδαμε και αποείδαμε και την φέραμε στο καθιστικό που ως δια μαγείας χωρίς ιδιαίτερες μετατροπές η πολυθρόνα βρήκε τη θέση της.
Τρεις από τους πίνακες τελικά έφτασαν στο σπίτι και έμειναν μετά από πολλές δοκιμές. Και αυτοί ήταν και οι μόνοι από τη μεγάλη συλλογή του σπιτιού της σε πίνακες, που είχε και η ίδια κρεμάσει στο σπίτι της.

Η πολυθρόνα της, ένα έργο τέχνης αυτή και η αδελφή της (η πολυθρόνα εννοώ) και τις οποίες χρόνια έλεγε ότι ανήκουν στον καλό μου, για το γραφείο του, τα μόνα σίγουρα έπιπλα που ήταν αδιαπραγμάτευτα για όλους, με ένα μυστήριο τρόπο έφυγαν από την κατοχή μας.

Τα παλιά βιβλία μπήκαν στη δικιά μου βιβλιοθήκη και το χώμα από τις γλάστρες της μεταφέρθηκε σε καινούργιες γλάστρες στο σπίτι των γονιών μου. Η αδελφή της μου είπε ότι ποτέ ακόμα και τα φυτά που η ίδια μεταφύτευε και χάριζε δεν είχαν ανθίσει σε άλλο σπίτι πέρα από το δικό της. Σήμερα τα κυκλάμινα μοιάζουν να μην έχουν πάρει είδηση τη μετακόμιση ανθίζοντας σχεδόν όλο το χρόνο και το φούλι από το Μάη και μετά κάνει την γειτονιά στο πατρικό μου να μοσχοβολάει.

Το βράδυ πριν έρθουν οι μπουλντόζες για να γκρεμίσουν το σπίτι της την είδα στον ύπνο μου. Ντυμένη με ένα από τα φορέματα που είχα βρει στη βαλίτσα στο υπόγειο, το γαλάζιο εμπριμέ με την γαλάζια μεταξωτή φόδρα και την φαρδιά ζώνη. Τα μαλλιά της μαύρα γυαλιστερά με χτένισμα εποχής και φορούσε και μια από εκείνες τις λουλουδιαστές λευκές ποδιές με τα βολάν. Καθόμουν στη πίσω βεράντα με όλα τα παιδιά της οικογένειας και τα κοιτούσαν που έκαναν ποδήλατο. Τότε βγήκε, σαν βγαλμένη από διαφήμιση της δεκαετίας του ’60, από αυτές με τις ατσαλάκωτες νοικοκυρές και μου φώναξε «Μην ξεχάσεις να πληρώσεις και να πάρεις την εικόνα του Αϊ Λια που είχα παραγγείλει», με αυτή τη φωνή των μανάδων όταν μας ζητούσαν να τους ψωνίσουμε κάτι οπωσδήποτε. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι έπρεπε να κάνω ότι μου είπε. Πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου η οποία και είχε πακετάρει τις εικόνες της και τη ρώτησα εάν υπήρχε καμία εικόνα του Αϊ Λια σε αυτές που μάζεψε. Μου απάντησε ότι δεν θυμόταν να είχε δει κάποια, αλλά ο μπαμπάς μου που μας άκουσε είπε, ότι πράγματι υπήρχε μια μεγάλη χειροποίητη εικόνα του Αγίου μαζί με τις άλλες. Του ζήτησα να την βρει και να μου την φέρει και πήρα τηλέφωνο την αδελφή της και της διηγήθηκα το όνειρο. Την ήξερε αυτή την εικόνα πολύ καλά. Ο πατέρας τους την είχε φτιάξει, γιατί όταν γεννήθηκε "εκείνη" οι γιατροί είχαν πει ότι θα πέθαινε έτσι που δεν έτρωγε τίποτα. Ο πατέρας της για κάποιο λόγο, που η θεία δεν ήξερε να μου πει, την «έταξε» στο Αϊ Λιά και έφτιαξε αυτήν την εικόνα σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης του στον Άγιο. Έτσι ήρθε σπίτι και η εικόνα η οποία, τι περίεργο, επέλεξε την μπλε κρεβατοκάμαρα για να μείνει. Η πιο πεζή εξήγηση είναι ότι ταίριαζε περισσότερο στα χρώματα της μπλε κρεβατοκάμαρας, αλλά εμένα μου αρέσει να πιστεύω την πρώτη.

Έζησα μαζί της μόνο οκτώ μήνες, όμως τη νοιώθω σαν κομμάτι από τη ζωή μου. Έμαθα στα παιδιά να την αγαπάνε. Η Νερίνα, παρόλο που «εκείνη» πέθανε δέκα περίπου μέρες πριν γεννηθεί, καμαρώνει στη Νάσια, γιατί αυτή την γνώρισε τη γιαγιά της, Η Νάσια πάλι από τη μέρα που της έμαθα αυτό, που και εγώ έμαθα από τη γιαγιά μου, για τις μικρές πεταλουδίτσες που μπαίνουν τα βράδια στο σπίτι, ότι δηλαδή αυτές είναι οι ψυχές αυτών που έφυγαν που μας κάνουν επίσκεψη, με μια μικρή επέκταση στο πλαίσιο ώστε να συμπεριλάβει όλες τις πεταλούδες όπου και να τις δει, έλυσε το πρόβλημα, το οποίο το έχουν πια μόνο όσοι τύχουν να είναι δίπλα στη πεταλούδα και ακούν μια μικρή να λέει «γεια σου γιαγιά Ελένη» και ψάχνονται. Για τη Νερίνα η γιαγιά της βοήθησε να μην φοβάται τις νύχτες χωρίς φεγγάρι που μικρή την τρόμαζαν. Οι νύχτες χωρίς φεγγάρι είναι ακόμα μια ευκαιρία για να συναντηθεί με τη γιαγιά της και όχι μόνο.

Υ.Γ. Οι τέσσερεις ιστορίες γράφτηκαν χωρίς προφανή λόγο και σίγουρα δεν αποτελούν μυθιστορηματική εξιστόρηση γεγονότων. Είναι μια ακριβής καταγραφή όσων έζησα και όσων ένοιωσα ζώντας μαζί της. Το ότι συνεχίζω να τα θυμάμαι και να έχω για αυτά ακόμα τα ίδια συναισθήματα είναι και η μόνη απόδειξη που έχω ότι έτσι ακριβώς έγιναν. Αφορμή για να γραφούν υπήρξε ένα ποστ εδώ. Την ώρα που το διάβαζα μπήκε ο πατέρας μου φέρνοντας τα πρώτα κυκλάμινα. Και σχεδόν χωρίς να το καταλάβω ξεκίνησα να γράφω. Και χωρίς πάλι να μπορώ να εξηγήσω γιατί σταματάω εδώ. Έτσι κι αλλιώς έτσι ήταν και εκείνη. Με μια ζωή που φαινομενικά οι άλλοι της έβαζαν τα όρια εγώ συνεχίζω να πιστεύω ότι εκείνη ήταν που αποφάσιζε.


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

«Εκείνη» και εγώ

(η συνέχεια)

Γνωριστήκαμε 3 χρόνια περίπου πριν μπω εγώ πια κυρά στο σπίτι της. Αρχές άνοιξης πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα της αυλής και όπως και όλοι όσοι πρωτόμπαιναν στο σπίτι το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα κυκλάμινα. Δυο τεράστιοι θάμνοι με κυκλάμινα σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ. Από λευκά με αχνές ροζ γραμμές μέχρι το ροζ της Νάσιας, τόσο ροζ που να θυμίζει κόκκινο. Η αλήθεια είναι ότι μια μικρή αμηχανία την είχα, πρώτη γνωριμία με το σόι του καλού μου συν γυναιξί και τέκνοις και τα κυκλάμινα ήταν μια καλή και πιστευτή δικαιολογία να καθυστερήσω έστω λίγο ακόμα τη στιγμή που θα την γνώριζα, γιατί τους άλλους τους είχα ήδη γνωρίσει.

«Έλα, μου είπε ο Τ., έχουμε αργήσει και πρόσεξε τα σκαλιά γλιστράνε, η μάνα έπλυνε την αυλή σήμερα». Βλέπεις οι δυο μας μόνο, έτσι νομίζανε τότε, ξέραμε ότι η Νερίνα μεγάλωνε μέσα μου. Χάιδεψα τη κοιλιά μου για δύναμη, έπιασα τον Τ. από το χέρι και πριν προλάβουμε να χτυπήσουμε το κουδούνι η πόρτα άνοιξε, σαν κάποιος να παραφύλαγε από πίσω μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη την μέρα. Φάγαμε ροσμπίφ, παίξαμε με τις δύο μικρές εγγονές της, μετρήσαμε η μια την άλλη και έφυγα χωρίς να καταλάβω εάν με συμπάθησε, σίγουρη όμως ότι χάρηκε που ήμουνα μαζί με το γιό της. Από την άλλη μπορεί και αυτό να ήθελα σε εκείνη την δεδομένη στιγμή να καταλάβω. Και ότι όλοι ήξεραν ότι ήμουνα έγκυος και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβω ποιος το είχε καρφώσει. Το καρφί πέρασε την περισσότερη ώρα χαϊδεύοντας την ανύπαρκτη τότε κοιλιά μου ή ρωτώντας με εάν είμαι καλά και άλλα τέτοια χαριτωμένα, που ή έγκυος ήμουνα ή με σοβαρό πρόβλημα υγείας. Προτίμησαν την αισιόδοξη εκδοχή που ήταν και στη λογική του μη χείρον βέλτιστο.

Ήξερα ότι ήταν σοβαρά άρρωστη και ότι μέχρι ώρας είχε ξεπεράσει με επιτυχία δύο καρκίνους ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Έχοντας μεγαλώσει με ασαφή όρια του τι ακριβώς σημαίνει οικογένεια ήμουνα πάντα θετικά προδιατεθειμένη στις σχέσεις μου με τους μεγάλους ανθρώπους. Από μικρή η εικόνα μιας μεγάλης οικογένειας ήτανε για μένα μια γοητευτική και όχι μόνο προοπτική ζωής.
Στη φάση που γνωριστήκαμε κατά κάποιο τρόπο θέλαμε και οι δύο το ίδιο πράγμα. Εγώ μια οικογένεια μεγάλη που να δέσει με τη δική μου και των γονιών μου και εκείνη με τα δυο παιδιά της να έχουν φύγει πια, μια οικογένεια που θα την άφηνε να είναι μέρος της. Μην παρεξηγηθούμε, δεν ήθελε μια νύφη για να την γηροκομήσει, η αξιοπρέπεια της δεν την το επέτρεπε άλλωστε, ήθελε κάποιον να την κανακέψει και που θα της δώσει το δικαίωμα για πρώτη φορά στη ζωή της να ζητήσει.

Για πέντε μήνες δεν ξαναπήγα σπίτι της, η Νερίνα, τσογλάνι από την κοιλιά μου, με ανάγκασε να μείνω στο κρεβάτι. Οι γονείς μου με τον Τ. ανέλαβαν να την φέρνουν στο σπίτι, να τρώμε όλοι μαζί, να πηγαίνουν για καφέ σπίτι της, μιας και ο Τ. μετακόμισε σπίτι μου. Τα βράδια γύριζε πάντα στο δικό της. Ποτέ δεν δέχτηκε να κοιμηθεί σε εμάς.
Όταν οι γιατροί μου είπαν, ότι με προσοχή, αλλά μπορώ να ξαναβγώ έξω, άρχισα κάποια μεσημέρια να πηγαίνω για φαγητό στο σπίτι της ή για καφέ το απόγευμα. Ένα απόγευμα της είπα «τι λέτε δεν πάμε καμιά βόλτα με το αυτοκίνητο κατά θάλασσα μεριά και εάν έχετε όρεξη πίνουμε καφέ εκεί». Δέχτηκε και πήγαμε.
Εν τω μεταξύ η υγεία της άρχιζε ήδη να παρουσιάζει προβλήματα και κουραζότανε εύκολα. Παρόλα αυτά γυρίσαμε σπίτι γύρω στις δέκα. Εγώ νομίζοντας ότι έμεινε έξω τόσο αργά για μας την ζήτησα συγνώμη. Μου απάντησε «Ξέρεις πόσα χρόνια ονειρευόμουν να πάω με το αυτοκίνητο μια βόλτα στη θάλασσα και ας μην έπινα ούτε πορτοκαλάδα, απλά μια βόλτα ήθελα πάντα».

Μέσες άκρες είχα καταλάβει από κουβέντες του Τ. ότι παρόλο που καταγόταν από μια πλούσια για την εποχή της οικογένεια, παρόλο που καλοπροικίοστηκε, παρόλο που ο άντρας της άφησε πεθαίνοντας μια σεβαστή περιουσία, που επιτρέπει και σε εμάς σήμερα να ζούμε άνετα, δεν έβγαιναν έξω, για την ακρίβεια αυτή δεν έβγαινε έξω, παρά μόνο για την εκπλήρωση των αναγκαίων κοινωνικών καθηκόντων. Όλο τον άλλο καιρό ζούσε κλεισμένη στο σπίτι τους, καπνίζοντας και βλέποντας τηλεόραση στην ίδια πάντα πολυθρόνα τους χειμώνες και από την άνοιξη και μετά στο καρεκλάκι της στη βεράντα πίνοντας καφέ και βλέποντας τους ανθρώπους να περνάνε. Όταν φτάσαμε σπίτι εκείνο το βράδυ, ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της.


Την άλλη μέρα το απόγευμα πήγαμε πάλι για καφέ. Έτσι κι αλλιώς μου άρεσε να κάθομαι μαζί της. Όταν είχε τα κέφια της άφηνε τον εαυτό της και τότε ένοιωθες ότι εάν τα πράγματα είχαν πάει αλλιώς στη ζωή της, είχε όλα τα φόντα να εξελιχθεί σε μια «πάστα Φλώρα» και σίγουρα για εκείνο τον καιρό ήταν πολύ καλή παρέα και για εμένα και για την Νερίνα, που πάντα ήταν ήρεμη όταν πηγαίναμε να δούμε την γιαγιά της. Κάθισα στη πολυθρόνα που έβγαζε πάντα για μένα στο μπαλκόνι και ετοιμαζόμουνα να τη ρωτήσω εάν θέλει να της φτιάξω καφέ. Κάτι στο βλέμμα της με εμπόδισε και τότε πρόσεξα ότι φορούσε τα καλά της και είχε χτενίσει τα μαλλιά της (τότε ακόμα μου κράταγε κρυφό ότι ήταν περούκα μιας και τα δικά της μαλλιά εξαιτίας των χημειοθεραπειών δεν είχαν επανέλθει ποτέ στην προηγούμενη κατάσταση τους). «Α, είπα, είστε έτοιμη και ο Τ. νόμιζε ότι δεν θα έχετε ακόμα ετοιμαστεί και πάρκαρε το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Κλειδώστε το σπίτι και θα του πω να έρθει μπροστά να μας πάρει». «Έχω κλειδώσει, μου είπε, πάμε να τον βρούμε μαζί» και με έπιασε από το χέρι. «Γλιστράνε τα σκαλιά πρέπει να προσέχεις». Ένοιωσα θυμάμαι την Νερίνα να κάνει μια κολοτούμπα, σαν να επικροτούσε την απόφαση της γιαγιάς της να βγούμε βόλτα και της είπα «Και η μικρή βρίσκει υπέροχη την ιδέα της βόλτας». Γέλασε και χάιδεψε για πρώτη φορά την κοιλιά μου.

(συνεχίζεται)




"Εκείνη" (το υπόγειο)



(η συνέχεια)

Επέστρεψα στο σπίτι μετά από μια βδομάδα. Μια αμυγδαλίτιδα της Νερίνας που σεβόμενη τον εαυτό της πέρασε και από την Σταλίτσα (έτσι λέγαμε τη Νάσια τότε) με κράτησε σπίτι. Έτσι την Παρασκευή, μια εβδομάδα ακριβώς μετά, μπόρεσα να ασχοληθώ με την μετακόμιση μας. Ο μήνας πλησίαζε στο τέλος και ήμασταν υποχρεωμένοι να αδειάσουμε και το διαμέρισμα που νοικιάζαμε μέχρι τότε.
«Δες, δυόσμος δεν είναι αυτό;» είπε ο Τ., δείχνοντας μου το ξεκοιλιασμένο βαρέλι, όπου πράγματι μέσα από τις ρίζες είχαν σκάσει μύτη δυο μικρά σκούρα πράσινα φυλλαράκια δυόσμου, «η βροχή μετά το πότισμα βοήθησε τελικά».
Θυμήθηκα τον κήπο της γιαγιάς μου και εκείνη κάθε φορά που περνούσε να σκύβει και να χαϊδεύει τον δυόσμο, όπως ανακατεύεις τα μαλλιά ενός παιδιού και μετά να μου δίνει να μυρίσω τα δάχτυλά της και ασυναίσθητα έσκυψα και έκανα το ίδιο.
«Σήμερα θα κατέβουμε στο υπόγειο» είπα. «Υπάρχουν πράγματα που θέλω να τα ανεβάσω σπίτι». Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελα ακόμα να ξαναμπώ στο σπίτι, όχι σήμερα τουλάχιστον. Από την άλλη στο υπόγειο είχα μπει μόνο μια φορά και εκείνη για λίγο, όλη τη δουλειά εκεί την έκαναν οι δικοί μου με τον καλό μου, εγώ τότε καθόμουν ακίνητη και προσπαθούσα να αποδεχθώ την ιδέα ενός δεύτερου παιδιού, έτσι που είχα πείσει τον εαυτό μου ότι μετά την Νερίνα κανείς και τίποτα δεν χωράει στη ζωή μου (Χαζές σκέψεις που όπως ήδη ξέρετε τις πλήρωσα και θα τις πληρώνω για την υπόλοιπη ζωή μου).


Το υπόγειο καταλάμβανε τον ίδιο χώρο με το σπίτι, ένας τεράστιος χώρος, χωρισμένος στα δύο, κτισμένος με μεγάλες πέτρες. Κατέβηκα τα τρία σιδερένια σκαλιά, περιέργως σε καλή κατάσταση και βρέθηκα στο εσωτερικό του. Ο ένας χώρος ήταν γεμάτος από μεγάλα κιούπια που χρησίμευαν για την αποθήκευση λαδιού, μιας που ο πατέρας "εκείνης" είχε παλιά ένα λιοτρίβι στην περιοχή και εκεί αποθήκευε το λάδι. «Κάθε φορά που μπαίνω εδώ θυμάμαι μονίμως το ίδιο πράγμα» μου είπε ο Τ. «Εμάς, με φέτες ψωμί στο χέρι και τον παππού να μας τις βουτάει στο καινούργιο λάδι της χρονιάς πασπαλισμένες με ρίγανη». «Εμένα η γιαγιά μου μου έβαζε και λεμόνι» απάντησα λίγο αδιάφορα. Την προσοχή μου είχαν τραβήξει κάτι τεράστια παλιά μπαούλα και προσπαθούσα να αποφασίσω ποια από αυτά μπορούσα να χρησιμοποιήσω, μιας και η κατάσταση των περισσοτέρων δεν ήταν και η καλύτερη. Τα περισσότερα που άνοιξα ήταν γεμάτα γυαλικά τυλιγμένα προσεκτικά σε εφημερίδες κιτρινισμένες από το χρόνο. «Όλα αυτά ήρθαν σπίτι όταν ο πατέρας έκλεισε το υαλοπωλείο» είπε ο Τ., «είναι τουλάχιστον είκοσι χρόνων. Θες να τα δούμε τώρα αυτά; Στο άλλο δωμάτιο είναι τα πράγματα της οικογένειας που έχουν κάποια αξία, δεν ξεκινάμε καλύτερα από εκεί;».



Συμφώνησα μαζί του, άλλωστε τα παιδιά ανάρρωναν ακόμη και ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Στο δεύτερο δωμάτιο επικρατούσε η τάξη που επικρατεί σε ένα σπίτι. Παρόλο που ήταν ένα δωμάτιο έμοιαζε να είναι χωρισμένο σε πέντε δωμάτια. Στο κέντρο του δέσποζε μια παλιά τραπεζαρία με έξη ψιλο κατεστραμμένες καρέκλες και γύρω του κούτες γεμάτες και αυτές με γυαλικά. «Αυτά είναι τα καλά από το γυαλοπωλείο» είπε ο Τ.. «Εδώ είναι και το υπόλοιπο σερβίτσιο που ζήτησε η αδελφή μου να τις στείλουμε , σε εκείνη την κούτα, το έχω ετοιμάσει θυμήσου να το πάρουμε πριν φύγουμε». Δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να ξεσκαρτάρω γυαλικά, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα το έκανα αργότερα, εάν και από την φευγαλέα ματιά που έριξα ήδη κάποια κομμάτια μου είχαν τραβήξει την προσοχή και απόρησα πως εκείνη τα είχε αφήσει να μουχλιάζουν στο υπόγειο.



Στρίβοντας για να αλλάξω «δωμάτιο» κουτούλησα σε ένα σάκο του μποξ με ένα ζευγάρι μαυροκόκκινα δερμάτινα γάντια κρεμασμένα δίπλα του. «Άουτς» τσίριξα «τι θέλει αυτό εδώ». «Εδώ ήταν το γυμναστήριο μου» μου είπε ο Τ. «Περνούσα αρκετές ώρες κάνοντας προπόνηση εδώ.» «Τίποτα δεν είναι τυχαίο» σκέφτηκα και άνοιξα άλλο ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο σε καλή ομολογουμένως κατάσταση. Ήταν γεμάτο ρούχα και σκοινιά. «Τα πράγματα μου της ορειβασίας είναι» είπε ο καλός μου, αρχίζοντας να τα βγάζει ένα ένα και να μου τα δείχνει. «Όχι δεν θα νοιώσω ενοχή που εξαιτίας μου παράτησε τα βουνά», σκέφτηκα και τον άφησα να συνεχίσει μόνος του την απαρίθμηση. Από την άλλη μεριά της τραπεζαρίας πάλι κούτες πάνω σε ένα μεγάλο μαύρο τραπεζάκι από λάκα, η απόλυτη παραφωνία με όλα τα πράγματα του υπόγειου και του σπιτιού. «Είναι από το σαλόνι του σπιτιού του αδελφού μου και στις κούτες είναι τα πράγματα του». Αποχώρησα διακριτικά και βρέθηκα μπροστά σε ένα τοίχο γεμάτο με μεγάλες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και πίνακες εποχής. «Είναι οι πίνακες και οι φωτογραφίες του πατέρα μου, η μάνα μου τις κατέβασε κάτω μετά το θανατό του». Θυμήθηκα την ιστορία με τη φωτογραφία που είχα πάρει από την κρεβατοκάμαρα της και απέφυγα να αγγίξω τις φωτογραφίες. Έστρεψα την προσοχή μου στους πίνακες. Μεγάλοι με υπέροχες κορνίζες και αφηρημένα τοπία. Ξεχώρισα τέσσερεις πέντε για να πάρω μαζί μου όταν θα φεύγαμε από το υπόγειο. Και επέστρεψα στο «δωμάτιο» με τα πράγματα του καλού μου, που προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευση του για την έλλειψη ενδιαφέροντος από μεριάς μου για τα θαυμαστά της μανίας του, είχε αρχίσει να τα ξαναστιβάζει στο μπαούλο. «Το μπαούλο θα το πάρουμε μαζί μας, θα το βάλουμε στο υπόγειο του πατέρα μου, εδώ θα καταστραφούν από την υγρασία τα ρούχα και όλα τα άλλα που έχεις μέσα, εκτός εάν θέλεις κάποια να τα ανεβάσουμε σπίτι, έχουμε χώρο». Ορκίζομαι ότι άκουσα την ανακούφιση του, μπορεί πάλι να ήταν ιδέα μου. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος κουτιά και μπαούλα γεμάτα βιβλία, όχι τίποτα ιδιαίτερο, εγκυκλοπαίδειες όλων των ειδών, παιδικά παραμύθια, τα σχολικά βιβλία όλων των παιδιών, παιχνίδια για όλες τις ηλικίες, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, παλιά στερεοφωνικά με τις κασέτες τους, σαν κάποιος να είχε μεταφέρει τρία παιδικά και εφηβικά δωμάτια και τα είχε βάλει σε κούτες. Σημείωσα να θυμηθώ να τα ξεσκαρτάρω, παίρνοντας για αρχή την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» για να διαβάσω το βράδυ. Ήμουνα έτοιμη να ζητήσω να φύγουμε όταν το μάτι έπεσε σ΄ ένα γάντζο κρεμασμένο από το ταβάνι και στην άκρη του να κρέμεται μια μαύρη σακούλα που έμοιαζε να έχει ένα κουτί μέσα. Προσπάθησα να το πιάσω, αλλά ήταν ψηλά. Έσπρωξα ένα ακόμα μπαούλο που βρίσκονταν μακριά από τα άλλα, αλλά σχεδόν κάτω από τον γάντζο και ανέβηκα επάνω να πιάσω την σακούλα. «Τ. τι είναι αυτό;» είπα παλαντζάροντας επικίνδυνα. «Α, το κουτί που σου είπε η αδελφή μου είναι» μου είπε. Τότε θυμήθηκα ότι η Χ. μου είχε ζητήσει να φροντίσω, ώστε αυτό το κουτί να μην ανοιχθεί από κανέναν, μιας και μέσα του είχε συγκεντρώσει όλες τις μνήμες της ως «ελεύθερης γυναίκας». Κατέβηκα βιαστικά νοιώθοντας σαν να είχα διαβάσει ξένο γράμμα. Και τότε το μάτι ξανάπεσε στο μπαούλο. Φαινόταν άδειο, είχε μόνο το βάρος των υλικών του και ήταν και αυτό σε πολύ καλή κατάσταση. «Αυτό θα το πάρουμε επάνω τώρα, είπα. Χρειάζεται ελάχιστη δουλειά και θα είναι υπέροχο στο δωμάτιο των παιδιών». «Δεν το θυμάμαι αυτό το μπαούλο» είπε ο Τ. και έσκυψε και το άνοιξε. «Έχει μια βαλίτσα με ρούχα, δες, αλλά δεν θυμάμαι να έχω δει τη μάνα να τα φοράει ποτέ. Αλλά πρέπει να είναι δικά της γιατί έχει κάρτες και φωτογραφίες από το ταξίδι του μέλιτος που είχαν κάνει στην Ιταλία.» Τα ρούχα "εκείνης", που είχα βρει στις ντουλάπες της, ήταν τα ρούχα που θα περίμενε κανείς να βρει σε μια ντουλάπα μιας γυναίκας στην ηλικία της και στην κατάσταση της, στις σταθερές αποχρώσεις του μαύρου, καφέ, μπλε, με μικρές πινελιές ασπρόμαυρων με μικρά λουλουδάκια εμπριμέ.
Τα ρούχα στο μπαούλο ήταν σαν είχαν βγει από μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Εμπριμέ φουστάνια με λαμπερές φόδρες, φαρδιές ζώνες και φουρό. Κοντά ζακετάκια κίτρινα γαλάζια, πορτοκαλί, από εκείνα με τα τρία τέταρτα μανίκι, τα θυμόμουν και γιατί υπήρξαν τα αγαπημένα της μητέρας μου. Και κάτω κάτω τέσσερα πέντε από εκείνα τα μικρά νυχτικάκια από νάυλον τυλιγμένα προσεκτικά σε λευκές κόλλες. «Καλά πότε τα φόραγε αυτά η μάνα;» είπε ο Τ.. «Στο ταξίδι του μέλιτος» σκέφτηκα, αλλά δεν του είπα τίποτα, γιατί ενώ ήμουνα σίγουρη ότι τα είχε πάρει μαζί της για να τα φορέσει δεν τα φόρεσε ποτέ, όπως ήμουνα σίγουρη ότι ποτέ δεν έδειξε ποτέ σε κανέναν τις φωτογραφίες από εκείνο το ταξίδι, απόδειξη οι κάρτες που βρήκα. Τις είχε αγοράσει, τις είχε γράψει, αλλά δεν τις έστειλε ποτέ σε κανέναν. Απλά όταν γύρισε βρήκε ένα μπαούλο και έβαλε τα ρούχα έτσι μαζί με τη βαλίτσα. Σκέφτηκα ότι για όποιον λόγο και αν η Χ. κρέμασε εκεί τα προηγούμενα χρόνια της, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο μέρος για να τα ασφαλίσει.

Βγήκαμε από το υπόγειο κουβαλώντας τη κούτα με τα πιάτα της Χ., τους πίνακες και το μπαούλο με τα σύνεργα, όπως τα λέω εγώ, ορειβασίας και την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» πάνω του. «Θα έρθεις επάνω;» μου είπε ο Τ., που βιαζόταν να ασφαλίσει το μπαούλο του, μην έχοντας και πολύ εμπιστοσύνη στο σταθερό των αποφάσεων μου. «Όχι, είπα, θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο». Ήρθε γρήγορα και ήταν ακόμα χαρούμενος που είχα προτείνει να ανεβάσουμε τα της ορειβασίας σπίτι. Σχεδόν έβλεπα τις εικόνες στα μάτια του. Αυτός και η Νερίνα ντυμένοι με όλα αυτά τα περίεργα ρούχα να ανεβαίνουν βουνά. Άπλωσα το χέρι μου και τον χάιδεψα στο μάγουλο. «Περίεργο, μου είπε, ακόμα τα δάχτυλα σου μυρίζουν δυόσμο»…..

Συνεχίζεται

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

'Εκείνη" (το σπίτι)



(η συνέχεια)

Άφησα το κήπο ήσυχο να επεξεργαστεί τη παρουσία μου και μπήκα στο σπίτι, αφού φρόντισα να τους διώξω όλους και να μείνω μόνη μου. Πριν μπω μέσα πέταξα τη γόπα από το τσιγάρο μου στο κιούπι με το ξεραμένο φούλι και απέμεινα για λίγο να κοιτάζω μια άλλη, άσπρη γόπα, που δίπλα της έπεσε η δική μου. Μην έχοντας βρει πουθενά αλλού, παρά μόνο στη γλάστρα με το φούλι αποτσίγαρα, την φαντάστηκα να κάνει την ίδια κίνηση με εμένα πριν μπει στο σπίτι και ένοιωσα ότι τουλάχιστον ακολουθούσα την σωστή διαδικασία. Όπως κάθε φορά που μπαίνουμε σε καινούργιο χώρο, η πρώτη αίσθηση που λειτούργησε ήταν η όσφρηση και με ξάφνιασε, εάν όχι δυσάρεστα σίγουρα ενοχλητικά. Παρόλο που το σπίτι ήταν κλειστό τόσο καιρό δεν μύριζε κλεισούρα, αλλά είχε μια έντονη μυρωδιά ναφθαλίνης, ίδια με εκείνη που μύριζε το σπίτι μας παλιά όταν η μάνα μου έβγαζε τα χειμωνιάτικα. Εάν και ήδη ο Ιούνης είχε για τα καλά μπει ένοιωσα να κρυώνω, υποβολή μάλλον, σαν ο χειμώνας να είχε ήδη έρθει και εγώ δεν ήμουν παρά μια κακή νοικοκυρά που άργησε να βγάλει τα χειμωνιάτικα.



Έτρεξα να ανοίξω τα παράθυρα και άφησα το σπίτι να διαλέξει την διαδρομή. Όλα έδειχναν ότι ήταν ένα τυπικό μεσοαστικό σπίτι της δεκαετίας του 50, με φωτεινές εξαιρέσεις τη τηλεόραση, το στερεοφωνικό –των παιδιών σίγουρα- και τις ηλεκτρικές συσκευές της κουζίνας. Είχα ήδη αποφασίσει ποια έπιπλα θα κρατούσα και έτσι οι γονείς μου με τον καλό μου είχαν ήδη κατεβάσει στο υπόγειο τα υπόλοιπα. Οι πολυέλαιοι εποχής ήταν από τα πρώτα που είχα αποφασίσει να κρατήσω. Υπήρχαν σε διάφορες παραλλαγές σε όλα τα δωμάτια, ακόμα και στο μικρό χολ που ένωνε τις δύο κρεβατοκάμαρες. Το σαλόνι ανυπερθέτως, η πρώτη μου ευχάριστη έκπληξη όταν πρωτομπήκα στο σπίτι. Προετοιμασμένη για ένα σαλόνι της δεκαετίας του, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλους βαθιούς καναπέδες και πολυθρόνες που όταν καθόσουν επάνω τους νόμιζες ότι είχαν φτιαχτεί μόνο και μόνο για να φωλιάσει το δικό σου κορμί. Καθισμένη σε μια πολυθρόνα είχα πει «το σαλόνι θα μείνει, το δικό μου θα μπει στο καθιστικό», που έτσι κι αλλιώς θα το άδειαζα από όλα του τα έπιπλα σχεδόν. Σχεδόν, γιατί εκεί με περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη. Μια βιβλιοθήκη, μαύρη φτιαγμένη από ξύλο κερασιάς, με μοτίβα από άνθη κερασιάς χαραγμένα στο ξύλο, με τα ράφια της φυλακισμένα πίσω από τζαμένια πορτάκια. Και εκεί μέσα βιβλία, αλλά όχι κάποια βιβλία, αλλά τα βιβλία. Δεν ήταν μόνο η θεματολογία τους, που ξεκινούσε από ρομάντζα εποχής μέχρι ιστορικά βιβλία και κώδικες νομικής από τις αρχές του αιώνα, αλλά και η άψογη κατάσταση τους. Ήταν και η έκπληξη γιατί ήταν το τελευταίο πράγμα που θα περίμενα να βρω στο σπίτι ήταν αυτά τα βιβλία. Έτσι μπροστά στη βιβλιοθήκη δήλωσα, τότε, όταν πρωτομπήκα στο σπίτι, «τα βιβλία που υπάρχουν σε αυτό το σπίτι είναι δικά μου, μαζί και οι παλιές γλάστρες».



Στους πολυέλαιους, στο σαλόνι, στην τραπεζαρία, που και αυτή την κράτησα, σιχτιρίζοντας την έλλειψη προνοητικότητας από μέρους μου που άφησα να φύγει ο τεράστιος καθρέπτης, είχε προστεθεί και η κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, εκεί που ανακάλυψα και τη πηγή της έκλυσης τέτοιας ποσότητας ναφθαλίνης στην ατμόσφαιρα. Όσα χρόνια έζησα σε αυτό το σπίτι, έχασα όλες τις μάχες που έδωσα για να την εξαφανίσω από εκείνο το δωμάτιο. Για μια οπαδό του minimal η κρεβατοκάμαρα της προηγούμενης κυράς του σπιτιού ήταν η απόλυτη αποθέωση αυτού που λέμε ο ρομαντισμός ως τάση και ως κατάσταση. Τα πάντα από το διπλό κρεβάτι, τη δίφυλλη ντουλάπα, τη κομόντα για τα ασπρόρουχα, τα κομοδίνα, έως την τουαλέτα με τον τριπλό καθρέπτη, όλα από ξύλο ελιάς, δεν είχαν ούτε μια ευθεία, ούτε ένα τόσο δα κομμάτι λείας επιφάνειας, παρόλο που ακόμα γυαλοκοπούσαν σαν να ‘χαν λουστραριστεί μόλις χτες. Ακόμα θυμάμαι την έκφραση του πατέρα μου όταν δήλωσα «εγώ θα κρατήσω αυτή την κρεβατοκάμαρα, την δικιά μου κάντε την ότι θέλετε». Αλλά, επειδή τότε ήμουνα έγκυος, ρίξανε όλα τους τα σιχτιρίσματα στις τρελαμένες μου ορμόνες και ποιούντες την ανάγκη φιλοτιμία αυτοί και εγώ εκτιμώντας την ανοχή τους, αποφασίσαμε για την ώρα να την βάλουμε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Στάθηκα για λίγο μπροστά στη τουαλέτα, χαζεύοντας για μια ακόμα φορά την ασημένια βούρτσα για τα μαλλιά, που έμοιαζε κατευθείαν βγαλμένη από το «όσα παίρνει ο άνεμος» και τα κρυστάλλινα βαζάκια για τα αρώματα, που και αυτά έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις βγει από το κουτί τους, έτσι που ασυναίσθητα σε ανάγκαζαν να τα γυρίσεις ανάποδα για να δεις τη τιμή τους. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση όταν πρωτομπήκα στη κρεβατοκάμαρα ήταν, ότι ενώ η πρώτη μου κίνηση όταν μπήκα ήταν να ανοίξω τα παράθυρα, αμέσως μετά τα έκλεισα ενοχλημένη, παρόλο που το φως ήταν ελάχιστο και με δεδομένο ότι ήταν στην δυτική πλευρά του σπιτιού με τα μπαλκόνια της να βγαίνουν στο σκοτεινό κήπο. Έτσι και τώρα δεν άνοιξα τα πατζούρια και έκανα γρήγορα –η ναφθαλίνη γάρ- τόσο όσο χρειαζόταν για να σιγουρευτώ ότι στο δωμάτιο είχαν μείνει μόνο όσα είχα αποφασίσει να κρατήσω. Βιαστικά διόρθωσα μια μικρή παραφωνία Η φωτογραφία του άντρα της είχε μείνει ακόμα κρεμασμένη στο τοίχο, την κατέβασα και έτσι όπως την κρατούσα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα βρει καμία φωτογραφία πέρα από αυτήν σε αυτό το δωμάτιο, ούτε καν στο κλασσικό εικονοστάσι, που ενώ υπήρχε σαν κατασκευή, ήταν άδειο χωρίς καμιά εικόνα ή καντήλι μέσα του. Θυμήθηκα ότι όλα αυτά, τα ενδεικτικά της θρησκευτικής της ταυτότητας, τα είχα βρει σε ένα έπιπλο στο καθιστικό, που ήταν γεμάτο από φωτογραφίες δικές της, των παιδιών και των συγγενών ανακατεμένες με εικόνες και ένα καντήλι στη μέση. Περίεργο σκέφτηκα, αλλά ήμουν ήδη αρκετά κουρασμένη από τον κήπο και η μυρωδιά της ναφθαλίνης είχε αρχίσει να κάνει το κεφάλι μου να βαραίνει επικίνδυνα. Χωρίς να ξέρω το γιατί τότε, βγήκα γρήγορα με τη φωτογραφία αγκαλιά και ασυναίσθητα κλείδωσα τη πόρτα πίσω μου.


Για λίγη ώρα περιφερόμουν στο σπίτι, ώσπου ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να αποφασίσω που να αφήσω τη μεγάλη φωτογραφία. Κάθε φορά που πήγαινα να την απιθώσω κάπου λες και κάποιος εμπόδιζε τα χέρια μου να ανοίξουν. «Έχει γούστο» σκέφτηκα και ξεκίνησε μια περίεργη χορογραφία, με εμένα να προσποιούμαι ότι την αφήνω πότε εδώ και πότε εκεί και να τραβιέμαι πριν προφτάσει το σπίτι, εκείνη, δεν ξέρω, να αντιδράσει. Γρήγορα βαρέθηκα, ο πονοκέφαλος έμοιαζε να έρχεται με τάσεις εγκατάστασης και έτσι αποφάσισα να αφήσω τα μεταφυσικά παιχνίδια και να φύγω. Άφησα τη φωτογραφία κάτω χωρίς κανένα πρόβλημα. «Είμαι τελείως για δέσιμο» σκέφτηκα, λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι είχα βγει από το σπίτι και είχα απιθώσει με προσοχή την φωτογραφία του δίπλα από το γεμάτο κάδο σκουπιδιών έξω από το σπίτι.

Συνεχίζεται