Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οι γυναίκες μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οι γυναίκες μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Καλοκαίρι σαν παλιά..



Καλοκαίρι

η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι

καρεκλάκια, πετονιές μέσ' το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι

πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ' αγέρι
καλοκαίρι

με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ' το παρτέρι
καλοκαίρι

μ' ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη

Καλοκαίρι

με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι

καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι

με τον κούκο μέσ' τα πεύκα και στ' αμπέλι
καλοκαίρι

στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ένα χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι

λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι

Καλοκαίρι

του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι

με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι

όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι

με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ' τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ' άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι

μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι

Καλοκαίρι

στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι

στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι

τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι

μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει
Υ.Γ. "Λωλαντώνης" Πάρος, Καλοκαίρι 2006. "Οι γυναίκες μου".

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Ψιτττ!.....


Ευχαριστώ.....
Υ.Γ. Για την ιστορία η κάρτα φτιάχτηκε από μια "ιντερνετική" φίλη, από αυτές που με κάνουν να νοιώθω ευγνώμων για τη τεχνολογία από τη μια και πολύ τυχερή από την άλλη.....

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2007

That's All Folks


Μέρος έκτο και τελευταίο


Μία για όλες και όλες για πάρτη τους
(μαντέψτε ποιά είναι η μία)

Η παράσταση

Μετά από τις απαραίτητες εξηγήσεις και αφού ξεσκόνισαν τον καλό μου και φρόντισαν τις πληγές που του είχαν δημιουργηθεί από τον υπερβάλλοντα ζήλο του οργάνου της τάξεως και αφού με φωτογράφισε σχεδόν το σύνολο του θεάτρου ως την ασώματο κόρη με ξεσφήνωσαν και με απιθώσανε να δω την παράσταση. Πολλά για την παράσταση δεν έχω να πω, γιατί αφού δωροδόκησα τη Νάσια , η οποία σε κάτι τελικά μου έμοιασε και δεν συμπαθεί το θέατρο –παγωτό και μάλιστα διπλό πύραυλο εξ’ ου και σήμερα συμπληρώνει τρίτη μέρα με αμυγδαλίτιδα- και βόλεψα την Παρασκευούλα, μια εκ των ανιψιών μου, σε μια κατάλληλη στάση –διότι ένα του αβολεύτου το έχει το καμάρι μου και κλωτσάει ότι βρει μπρος και πίσω- έγειρα όλο εγκατάλειψη στον ώμο του καλού μου και κοιμήθηκα. Από τα λίγα που άκουσα στον ύπνο μου μέσα, ανεπιφύλακτα θα σύσταινα στην κ. Ρουγγέρη να σκηνοθετεί και να ανεβάζει έργα ήδη γραμμένα για θέατρο, διότι δεν μπορεί κάτι περισσότερο θα ξέρανε αυτοί που τα γράψανε και επίσης τι θα κάνουν οι κληρονόμοι τους για να ζήσουν θα γίνουν κλέφτες; Αυτά και άλλα δεν έχω να πω. Τα παιδιά μου με τη στενή και την ευρεία έννοια υπήρξαν άψογα, η Νάσια μόνο είχε ένα πρόβλημα με την κακιά του έργου γιατί όλο την ίδια τουαλέτα φορούσε.

Μετά το τέλος της παράστασης και ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία αλλά στην κατηφόρα της, αλλά πάντα πιστοί στην ίδια διαδικασία με του ανεβάσματος και αφού πήραμε το αυτόγραφό μας, έστειλα τον καλό μου στο σπίτι να φέρει το αυτοκίνητο, γιατί εγώ να περπατήσω άλλο δεν μπορούσα, καθότι εκτός από το ατυχές ατύχημα με το σφήνωμα μου, είχαν πιαστεί και οι προσαγωγοί μου.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με το γνωστό τρόπο, ένα παιδί και ανάμεσα στα πόδια του ένα άλλο παιδί, τα μέτρησα για σιγουριά τα βρήκα έξη, βάλανε το γνωστό CD, «τι ποιό γνωστό CD;» αυτό με τα τραγούδια της Γιουροβίζιον και σαν σχολική εκδρομή ξεκινήσαμε για το σπίτι, τρεις στροφές πράγμα όλο και όλο. Στη τρίτη στροφή μια κραυγή έσκισε την οροφή του αυτοκινήτου και έκανε τους κατοίκους της περιοχής να βγουν στα μπαλκόνια τρομοκρατημένοι. «Παγωτό δε πήραμε» φώναξε η Νάσια με μουσική υπόκρουση τις άλλες να τραγουδάνε το «γεια σου Μαρία». Θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά την οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου μας και το πόσο είχε προσαρμοστεί στις οικογενειακές μας συνήθειες καθώς και τα άψογα αντανακλαστικά του καλού μου, στο παραπέντε γλυτώσαμε τη σύγκρουση με παρακείμενη μάντρα και με ένα ταρατατζουμ βγήκαν και οι έξη και πήρανε τα παγωτά τους. Ξαναμπήκανε και επιτέλους φτάσαμε στο σπίτι.

Μέχρι να παρκάρει ο καλός μου το αυτοκίνητο, μας βγήκε λίγο μεγάλο είναι η αλήθεια, εγώ έκανα λίστα με τα αιτήματα των έξη. Η μια ήθελε παγωτό και γεμιστά, η άλλη ήθελε ένα κρύο τοστ με γαλοπούλα και τυρί και παγωτό, η άλλη ήθελε δύο ψημένα τοστ με γαλοπούλα και τυρί και παγωτό, η άλλη ήθελε σκέτο ψωμί του τοστ με βούτυρο και γάλα με δημητριακά και παγωτό, η άλλη ήθελε και γεμιστά και ψωμί του τοστ και μια φέτα γαλοπούλα και παγωτό και η τελευταία ήθελε παστίτσιο και παγωτό. Επίσης όλες θέλανε νερό, τουαλέτα και επεισόδιο του «παραπέντε». Εγώ πια δεν είχα τη δύναμη να αρνηθώ τίποτα και τους ζήτησα να κάνουν και γραπτά τα αιτήματα τους και να μου τα στείλουν με μια τριμελή επιτροπή να τα εξετάσω, διότι ότι και να γίνει δεν ξεχνάω τον εκπαιδευτικό ρόλο που πρέπει να έχει μια μάνα και θεία. Επίσης τους τόνισα, ότι πρέπει να έχουν αποφασίσει πριν μπούμε στο σπίτι, τη σειρά που θα πάνε στη τουαλέτα και ότι η διπλανή κολλητή λείπει και έτσι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τις δικές της. «Γιατί να μην βαρέσουμε στον κ. Σοφοκλή;» είπε η Νερίνα, αλλά κάτι στα μάτια μου την εμπόδισε να συνεχίσει και αποδέχθηκε τη σειρά που κληρώθηκε, πριν την Μαριαλένα και μετά την Χριστίνα. Πάνω στην ώρα ήρθε και ο καλός μου με θριαμβευτικό ύφος, αφού είχε επιτέλους κατορθώσει να παρκάρει και αφού του είπα «άμα θες τουαλέτα βάρα στο Σοφοκλή» μπήκαμε στο ασανσέρ και ανεβήκαμε στο σπίτι.

Στο σπίτι

Αντί για άλλης περιγραφής σας προτείνω να ξαναδείτε τη ταινία του Τσάπλιν «Modern Times», η σκηνή με τα ρολόγια περιγράφει ακριβώς την κατάσταση που επικράτησε στο σπίτι μέχρι να έρθουν να ξαπλώσουν όλα τους στο πάτωμα και να βλέπουν «παραπέντε». Επ' ευκαιρία θέλω και από εδώ να ευχαριστήσω τον κ. Καπουτζίδη, δεν ξέρω τι γνώμη έχετε για αυτόν ως δημιουργό, αλλά εγώ του οφείλω πολλά και πάνω από όλα το ότι μόνο αυτός έχει κατορθώσει να τις κρατάει ήσυχες και πάνω από όλα αμίλητες.

Το τέλος εκείνης της μέρας

Ένοιωσα τον καλό μου να με σκουντάει «έλα πάμε στο κρεβάτι μας, οι μικρές κοιμήθηκαν, σου έχω ανοίξει και δρόμο να περάσεις». Σηκώθηκα κοιμισμένη και με προσεκτικά βήματα σαν τυφλός που ακολουθεί κυνηγετικό σκύλο και με τον καλό μου στο ρόλο του μπαστουνιού, διέσχισα το καθιστικό και στάθηκα για λίγο στο δωμάτιο τους. Τα μωρά μου εκεί τελείως παραδομένα με μισάνοιχτα στόματα, δυο δυο στο κρεβάτι δυο δυο και ο γάτος στο κατώφλι του δωματίου τους να τις φυλάει. «Είναι όλες εκεί -μου είπε ο καλός μου- μέτρησα τέσσερα βρακάκια», γέλασα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα……….

Τέλος

(να φιλάω σταυρό άμα δεν με πιστεύετε!!!!!!)

Υ.Γ. Απο την αναφερομένη στο προηγούμενο ποστ λίστα έχω ξεχάσει τις ρακέττες. Για λόγους τάξης τις αναφέρω εδώ.

Μπρος γκρεμός και πίσω γκρεμός, συγνώμη θέατρο ήθελα να πω


Μέρος πέμπτο



Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται,

το βράδυ απλά επαληθεύονται όλες οι προβλέψεις

Θα το πω έστω και με κίνδυνο να μου κόψει σχεδόν στο σύνολο της την καλημέρα η μπλογκόσφαιρα, αλλά εγώ τη Μελίνα δεν την αποδέχτηκα ποτέ. Από την άλλη το «Ποτέ την Κυριακή» υπήρξε μια από τις αγαπημένες μου ταινίες και η ατάκα περί του όλοι στο τέλος πήγαν μαζί στη θάλασσα αποτέλεσε και αποτελεί εδώ και χρόνια κομμάτι της φιλοσοφίας μου σχετικά με το ποια είμαι εγώ και που πάω. Εν καιρώ θα αναφερθώ στο σύνολο της κοσμοθεωρίας μου για να ακούνε οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι.

Η μέρα λοιπόν έφτανε στο τέλος της. Τα γεμιστά είχαν φαγωθεί, το κείμενο είχε γραφτεί, εγώ είχα εκτονώσει σε μεγάλο σημείο την οργή μου να πω, το θυμό μου να πω, το αλλούτελα μου να πω, ότι και να πω λίγο είναι, στον τεχνοφρικ καλό μου, έστω και εάν αρνήθηκε να φορέσει το παπιγιόν για να μπορέσω να εκτονώσω και αισθητικά το ότι τέλος πάντων ένοιωθα και μετά από τέτοια ταραχή και στην υποθετική περίπτωση που θα είχα επιτρέψει να μου συμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν η φυσιολογική κατάληξη θα ήταν η θάλασσα, όποια εποχή του χρόνου να ήταν και ότι καιρό και να είχε.

Αλλά όπως είπα στο παρελθόν και π.σ. & α.(προ σκασμένων και ανιψιών), γιατί το σήμερα έχει τη δικιά του διάσταση και τη δικιά του φιλοσοφία διαμορφώσει με μένα παντελώς απούσα από την διαδικασία διαμόρφωσης της. Τώρα πια είμαι μάνα και θεία. Στη θάλασσα πηγαίνω για να επιτελέσω το ρόλο μου ως τέτοια και όχι για να ξορκίσω τους δαίμονες μου. Και πως θα γινόταν αλλιώς άλλωστε αφού τους κουβαλάω μαζί μου και όχι μόνους αυτούς αλλά και τα δαιμονικά τους εξαρτήματα: κουβαδάκια, φτυαράκια, τσουγκρανίτσες, στρώματα, μπρατσάκια, σανίδες, μάσκες, βατραχοπέδιλα, ταπεράκια με φρούτα, μπισκότα, ψυγειάκι με γιαουρτάκια, σαντουιτσάκια, χυμούς, αμέτρητα μπουκάλια νερό, γυάλινα βαζάκια για τη συλλογή κοχυλιών, αμέτρητες πετσέτες, όλη τη συλλογή μαγιό και των τεσσάρων με όλα τα ανάλογα παρεό, ομπρέλες, ψάθες, καρεκλάκια, ξαπλώστρες, τσατσάρες, κοτσιδάκια, καπελάκια, μπαντάνες και όλο και κάτι θα έχω ξεχάσει ακόμα είμαι σίγουρη, α! ναι το Sudoku μου και τη γνωστή βιογραφία της Χάϊσμιθ, ναι, αυτή που έχω ενάμιση χρόνο και δεν την τελείωσα ακόμα. Εγώ που ξεκινούσα και τελείωνα τα μπάνια από εθνική επέτειο σε εθνική επέτειο (25η Μαρτίου σε 28η Οκτωβρίου), τώρα και μόνο που ακούω θάλασσα τελείως συνειρμικά αρχίζω να πακετάρω όλα τα παραπάνω και να σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που δε ζω σε ένα βουνό στη μέση της ερήμου (υπάρχει άραγε τέτοιο;).

Το πρωί της αποφράδας μέρας με πήρε τηλέφωνο η έτερη γυναίκα της οικογένειας –κόρες δύο και αυτή, ανιψιές μου επίσης , ναι σωστά μετρήσατε έξη τα κορίτσια στην οικογένεια- και μου ζήτησε να πάω θέατρο με όλες, γιατί αυτή είχε δουλειά και εάν οι δικές της δεν πήγαιναν θα την έτρωγε η γκρίνια τους. Αρχαίο θέατρο λοιπόν και Ρουγγέρη. Είπα «εντάξει θα το κάνω», με το ίδιο ύφος που είχε ο Λεωνίδας όταν αποφάσισε να μείνει στις Θερμοπύλες, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι και οι σοβαροί συγγραφείς σεναρίων όταν μιλάμε για τον Καπουτζίδη με επαινετικά λόγια.

Ο χώρος

Εμείς έχουμε ένα υπέροχο θέατρο, που το ανακαινίσαμε κιόλας, 300.000.000 δώσαμε και του βάλαμε παντού φώτα, να συντηρήσουμε το χώρο δεν φτάσανε τα λεφτά, έτσι ο ρόλος του πια είναι διπλός και εκπολιτίζει και γυμνάζει με μια κίνηση, αρκεί να επιβιώσεις είτε από τον ένα είτε από τον άλλο ρόλο. Να δείτε παράσταση του Αγαμέμνονα από Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο με το κρανίο του Βασιλέως να περιφέρεται, με όψη που τύφλα να έχει η φάτσα εκείνου του παρανοϊκού στο Scream ανεξαρτήτως νούμερου και τότε ίσως μπορείτε να καταλάβετε τι ένοιωσε ο γέροντας Συμεών και τι έχουν δει τα ματάκια μας εκεί μέσα τα τελευταία χρόνια, που μαζικώς αποφάσισαν οι κατά καιρούς δημοτικές αρχές να μας εκπολιτίσουν. Από την άλλη να δείτε ταλαίπωρη να ανεβαίνει με τη γόβα και τι στο κόσμο. Στο τέλος κάθε παράστασης, οι ειδικά για αυτό το λόγο παρευρισκόμενες μονάδες διάσωσης, απεγκλωβίζουν ταλαίπωρες από όλες τις βαθμίδες του θεάτρου. Βέβαια το κάνουν πάντα αφού φύγει όλος ο κόσμος, διότι έτσι που έχουν σφηνώσει επιτελούν έργο, έτσι που έτσι που όταν οι υπόλοιποι κατρακυλάμε ή σκουντουφλάνε έχουμε αυτές να λειτουργούν σαν φυσικά εμπόδια και έτσι γλυτώνουμε από το χωρίς ελπίδα σωτηρίας κουτρουβάλιασμα.

Πήρα λοιπόν τον καλό μου, τα έξη σκασμένα, μια κούτα νερά Ζαγόρι, διότι επιτελούμε και το φιλανθρωπικό έργο μας, ευτυχώς τρόφιμα και άλλα συμπράγκαλα απαγορεύονται, τα εισιτήρια μας, τα προγράμματα μας, μπήκαμε στο αυτοκίνητο μας και φύγαμε για το θέατρο 9 παρά ένα ως κλασσικοί έλληνες που σέβονται τον εαυτό τους, γιατί εγώ από τις 4:00 ξεκίνησα να τις ντύνω και μέχρι τις εννιά αυτές ντύνονταν, παρκάραμε το αυτοκίνητο στο σπίτι μας και με τα πόδια ξαναγυρίσαμε στο θέατρο, διότι και το ομολογώ, εγώ εκτός από τη γαλατική μου καταγωγή στα γονίδια μου έχω και εγγραφές εκ του Κολοκοτρωνέϊκου και καβάλα πάω στο θέατρο καβάλα προσκυνάω και αφού παρκάρουμε το αμάξι συνεχίζω με τα πόδια, αλλά αυτό που μετράει είναι το να είναι κανείς σταθερός στις αρχές του, εάν βέβαια θέλει να έχει αρχές.

Εμείς λοιπόν και μερικοί δεκάδες ακόμα αλλόφρονες γονείς με τα βλαστάρια μας αρχίσαμε την μακρινή πορεία μας προς το Γολγοθά, συγνώμη προς εξασφάλιση της πολυπόθητης θέσης. Εγώ να σκούζω «μην τρέχετε θα γκρεμοτσακιστείτε», αυτές να τρέχουν και να μην γκρεμοτσακίζονται και γιατί να γκρεμοτσακιστούν δηλαδή, αφού κάθε τρεις και λίγο με μπλοζόν που θα ζήλευε και ολυμπιακών προδιαγραφών άλτης μαζεύαμε πότε το ένα πότε το άλλο από την γκρεμίλα, επιτέλους φτάσαμε στις πολυπόθητες κενές θέσεις. «Ωραία -γύρισα και είπα βαριανασαίνοντας προς τα παιδιά- καθίστε και εσύ -γυρίζοντας προς τον καλό μου- δώσε μου τη σημαία». Διότι εγώ έτσι είμαι, άμα δω κορυφή θέλω να της καρφώσω τη σημαία μας. Μου είπε «ξέχασα τη σημαία στο αμάξι να βάλουμε ένα μπουφάν;» Σιχτιρίζοντας αυτή την έλλειψη εθνικής συνείδησης από μεριάς του και έχοντας ήδη μειωμένες αντιδράσεις και μια δύσπνοια εκ του συνδυασμού κραυγών, ανηφόρας και κουρνιαχτού από τόσα πόδια που έτρεχαν και κλωτσούσαν και έσπρωχναν προς εξασφάλιση της καλύτερης θέσης, σωριάστηκα στη θέση μου ή έτσι νόμιζα η αλλόφρων μάνα. Διότι εκεί που θεωρητικά έπρεπε να είναι η θέση μου υπήρχε μια μεγάλη τρύπα με ένα τσουνί στη μέση. Τόσους αιώνες θέατρο τέτοιο «Οϊμένα» δεν είχα ξανακούσει. Σχεδόν τον ένοιωσα τον Σοφοκλή να κλαίει από τη χαρά του στον ώμο μου. Ένας πανικός σηκώθηκε, οι άντρες την ομάδας διάσωσης βγάλανε κάτι σφυρίχτρες και αρχίσανε να τρέχουνε σαν τρελοί προς το μέρος μας, οι άλλες, οι σφηνωμένες ντε, άρχισαν να διαμαρτύρονται, γιατί αυτές τις έβγαζαν πάντα στο τέλος αλλά για μένα ξεκίνησε μια επιχείρηση που εκείνη της Κιβωτού να ωχριά μπροστά της και μέσα σε ένα τέταρτο φτάσανε στη κορυφή, συγνώμη εκεί που είχαμε κατασκηνώσει εμείς. «Που είναι το θύμα;» ρώτησαν, ενώ ένας αστυνομικός που ακολουθούσε την όλη ομάδα, έπεσε πάνω στον καλό μου και του περνούσε χειροπέδες. Στην αναμπουμπούλα είχα και τη Νάσια που άρχισε να με ποτίζει, δηλαδή να ποτίζει ένα φυτό που υπήρχε δίπλα μου, γαϊδουράγκαθο το λένε νομίζω και εγώ ξανασιχτίρισα την οικολογική κατεύθυνση που προσπάθησα να δώσω στην οικογένεια………

Η συνέχεια και το τέλος αύριο το υπόσχομαι, καθότι η ώρα είναι 1:22 και η θερμοκρασία είναι στους 32 βαθμούς με άπνοια μέσα στο σπίτι.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Μπρος γεμιστά και πίσω Vista


Μέρος πρώτο



Εν αρχή ήν η αρχή υποθέτω



Η μέρα ξεκίνησε σαν κάθε άλλη καλοκαιρινή μέρα στο σπίτι μου. Ξύπνησα από τα άγρια χαράματα, μετά από ύπνο 4-5 ωρών, σηκώθηκα από το κρεβάτι, βγήκα στο χολ, έριξα μια ματιά στα τέσσερα κοριτσίστικα κορμιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο, πάντα με την ίδια διάταξη, ένα παιδί μου μια ανιψιά, απόλαυσα το θέαμα τεσσάρων σκασμένων σε στάση που σε κάνει να αναρωτιέσαι «καλά τέσσερα παιδιά κοίμισα γιατί βλέπω τέσσερα πόδια και δύο κεφάλια μόνο;», για σιγουριά μέτρησα βρακάκια, τα βρήκα τέσσερα και ησύχασα, θαύμασα για μια ακόμα φορά το πώς μπορεί κάποιος να κοιμάται μέσα σε ένα σωρό λούτρινων παιχνιδιών, παιχνιδιών γενικώς, τετραδίων βιβλίων, παπουτσιών, ρούχων, μαγιό, παπουτσιών ξανά –πρέπει να σταματήσω να τους παίρνω παπούτσια- ρακετών τένις και θαλάσσης, τριών μπαλών, μια υδρόγειου μεγάλου μεγέθους, μιας μονόπολης ανοιγμένης, συνέχισα προς το καθιστικό κάνοντας το χρέος μου στον συγκάτοικο αναξιοπαθούντα για τους γνωστούς λόγους –το έχω ξαναπεί διαβάζουμε και τα προηγούμενα- γάτο, δηλαδή χαϊδεύοντας τον με το πόδι και σκούζοντας, μιας και το τσογλάνι μόλις κάνω να φύγω γαντζώνεται πάνω μου, κοίταξα το καθιστικό και σκέφτηκα πόσο σοφό και φιλοσοφημένο άτομο είμαι, δοξάζοντας ταυτόχρονα και το θεό που μου έδωσε ένα γάτο που τρώει μόνο γκουρμέ κονσέρβες και κροκέτες για στειρωμένους γάτους –όχι δεν τον στείρωσα ακόμη, αλλά έκανα ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αγοράζοντας τις κατάλληλες κροκέτες- αφού στο τραπεζάκι του καθιστικού πρώτη θέση τέσσερα πιάτα από τα χθεσινά σουτζουκάκια με τα αντίστοιχα συμπράγκαλα, ποτήρια πιρούνια κ.λ.π., έριξα την δεύτερη προκαθορισμένη κραυγή της μέρας, αφού πάτησα κάτι –που στην περίπτωση μου παρουσιάζει μια φοβερή εφευρετικότητα και κυμαίνεται μεταξύ παιχνιδιών, αντικειμένων απροσδιορίστου είδους και χρησιμότητας και δεκάποντου τακουνιού – όχι δεν φοράω τακούνια εάν και ένα φετίχ με τα παπούτσια το έχω, αλλά τα φέρνουν δώρο οι άλλες γυναίκες της οικογένειας στη Νάσια, που φοράει δεκάποντο από πριν περπατήσει χωρίς να παλαντζάρει, ενώ εγώ στο δεύτερο γάμο έγινα ρεζίλι, γιατί έχοντας παντρευτεί τη πρώτη φορά με πολιτικό δεν ήξερα πότε είναι το «Ησαΐα χόρευε» και τα είχα βγάλει και έτσι όταν ξεκίνησε ο παπάς να το ψέλνει είπα «μια στιγμή να φορέσω τα παπούτσια μου», αλλά καθότι ήμουνα επτά μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκα, ο παπάς έδειξε κατανόηση και περίμενε, γιατί άντε να φορέσω εγώ γόβες μέσα στο κατακαλόκαιρο και έγκυος, όταν δεν μπορώ να τις φορέσω το καταχείμωνο και σε νορμάλ κατάσταση, σιχτίρισα για μια ακόμα φορά την αθώα ψυχή μου που πίστεψε αυτό το ύπουλο και καταχθόνιο άτομο που παντρεύτηκα, όταν μου έλεγε «και εγώ δεν θέλω να κάνουμε παιδιά, εμείς θα ταξιδεύουμε και θα φέρνουμε δώρα στα ανίψια μας», αφού πια έχω καταλάβει ότι αυτό που εννοούσε ήταν «και παιδιά θα κάνουμε και θα φέρνω και τα ανίψια μου δώρο στα παιδιά μας να παίζουνε», κλώτσησα μια άλλη υδρόγειο που βρέθηκε στο διάβα μου, γιατί εμείς τις πήραμε σε προσφορά και είπαμε να υπερβάλλουμε λίγο, διότι λεφτά μπορεί να μην έχουμε αλλά αυτό το σύνδρομο του καταναλωτή μπροστά στη προσφορά μας πιάνει, τέλος πάντων συνεχίζοντας τον Γολγοθά μου, εννοώ το δρόμο μου, χαιρέτησα τον καλό μου που κάτι κατέβαζε στον υπό κατάρρευση υπολογιστή του, μια ακόμα ταινία, τι θα πει «τι ταινία;», παιδική του στυλ «Οι περιπέτειες του Σκούμπυ ντου νούμερο 19909897876675765656444», είπα «καφέ» -διότι στα σωστά ζευγάρια τον καφέ τον κάνει ο άντρας, ναι και τον δικό του και τον δικό μας- και έστριψα ξανασκούζοντας «τα πιρούνια μου μέσα», έριξα μια ματιά στο ντεκόρ του χολ, θαυμάζοντας το έργο μου με τίτλο «Σιδερώστρα σε απόγνωση», κράτησα την ανάσα μου, γιατί υπήρχε κίνδυνος με το παραμικρό φύσημα να σωριαστεί στο πάτωμα, η σιδερώστρα εννοώ, όχι ότι εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση και υποσχέθηκα για μια ακόμα φορά στον εαυτό μου ότι «αύριο το πρωί θα σιδερώσω τελείωσε», αλλιώς βλέπω τον καλό μου να πηγαίνει με μαγιό στο σχολείο και μπήκα στο μπάνιο μου –γιατί εγώ έχω δικό μου μπάνιο και τα παιδιά το δικό τους- , ξαναείπα μέσα μου και όχι απ’ έξω μου μην μας ακούσει και ο χορηγός, ότι ξοδεύω πολλά χρήματα για ρούχα των παιδιών και μαγιό, δρασκέλισα ένα σωρό από παιδικά μπουρνούζια, αφρόλουτρα και σαμπουάν, ξαναέσκουξα γιατί πάτησα ένα κοκαλάκι σε σχήμα αχινού, να πάρετε θα φορεθεί φέτος και μια βούρτσα μαζί και βοήθησα το δωμάτιο να εκπληρώσει τον προορισμό του και βγήκα ξαναπαίρνοντας το δρόμο για το μπαλκόνι που με περίμενε ο κουπάτος -σε μεγάλη κούπα να το ξέρετε μήπως με φιλοξενήσετε ποτέ- ελληνικός γλυκός καφές μου, ξανασκούζοντας γιατί κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ γιατί μπερδεύτηκα σε κάτι κοντάρια από σκούπες και σφουγγαρίστρες, εξαρτήματα απαραίτητα για το χορό με τα κοντάρια, αγαπημένο των παιδιών αυτό τον καιρό, τι τζάμπα θα πάει η κλασσική παιδεία που παίρνουν και το γνωστό τρίπτυχό της «πιάνο, μπαλέτο, γαλλικά», και επιτέλους σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα και τότε τις είδα………….


Η συνέχεια σε επόμενο ποστ…



Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007

......στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι......


Καλοκαίρι

η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει

καλοκαίρι

καρεκλάκια, πετονιές μέσ' το πανέρι

μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει

καλοκαίρι

πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ' αγέρι

καλοκαίρι

με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει

την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι

την κοψιά μιας προτομής μέσ' το παρτέρι

καλοκαίρι

μ' ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη


Καλοκαίρι

με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι

καλοκαίρι

καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει

στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι

καλοκαίρι

με τον κούκο μέσ' τα πεύκα και στ' αμπέλι

καλοκαίρι

στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι

με τη φέτα το καρπούζι στο ένα χέρι

με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι

καλοκαίρι

λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι


Καλοκαίρι

του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη

καλοκαίρι

με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη

τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι

καλοκαίρι

όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι

καλοκαίρι

με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι

φαλακροί μέσ' τις σακούλες μας σαν γέροι

εκεινού με τ' άσπρο κράνος που μας ξέρει

καλοκαίρι

μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι


Καλοκαίρι

στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη

αλλά εν τέλει

με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι

την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει

καλοκαίρι

στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει

καλοκαίρι

τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει

μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι

στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι

καλοκαίρι

μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει

Υ.Γ. "Λωλαντώνης" Πάρος, Καλοκαίρι 2006. "Οι γυναίκες μου".