Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αλλίωτικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αλλίωτικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Η πόρτα

Τότε
"Εάν φύγεις τώρα, όταν ξαναγυρίσεις αυτή τη πόρτα θα τη βρεις κλειστή"
'Έφυγες σίγουρος ότι "αυτή" η πόρτα, σε απόλυτη ευθεία με τη μήτρα, δεν κλείνει ποτέ, αγνοώντας κάθε ήχο πίσω σου...
Τώρα
"Μη φεύγεις, γιατί φεύγεις, γιατί έφυγες ;;"
Γύρισες κουβαλώντας τη δικιά σου πόρτα πάνω σου και το λώρο στα ματωμένα σου δόντια.. Είχες δίκιο, η δικιά τους πόρτα ήταν ανοιχτή...
E και ;;;
Όπως και τότε έτσι και τώρα αγνόησες τους ήχους..
Το μόνο που έμοιαζε να έχει σημασία πια ήταν ότι πάντα θα υπήρχε μια πόρτα, δικιά σου δικιά τους δεν είχε καμμιά σημασία πια, ακόμα στη λάθος μεριά ήσουν.
Ή μήπως όχι ;;
Μακάρι η πόρτα που γαντζώθηκες πάνω της να είναι "αυτή" σε απόλυτη ευθεία με τη μήτρα..

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

E lucevan le stelle

"Σαν να μην υπάρχει η φωνή του μαμά", είπε η Νάσια σήμερα το πρωί, ακούγοντάς τον.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2007

Τα όμορφα χωριά απλά καίγονται


ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΣ ΛΕΩ

....................................



Παρασκευή 17 Αυγούστου 2007

Τα χρέη στο blogging και στα χαρτιά πρέπει να πληρώνονται

Αγαπητέ Μάνο, πρώτα έρχομαι να ζητήσω συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά σήμερα τελείωσε -λέμε τώρα- το σιδέρωμα. Ζήτησες πέντε ηθοποιούς. Δεν έχω πέντε έχω 1005, αλλά θα παραμείνω πίστη στις προδιαγραφές του παιχνιδιού και θα καταθέσω τους πέντε μου, νοιώθοντας όμως ότι σε ψιλοπαραπλανώ, γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω εύκολα ηθοποιούς από τους ρόλους και ρόλους από τη φωτογραφία, τη μουσική ή τη σκηνοθεσία, με αποτέλεσμα να έχω μια μεγάλη γκάμα "αγαπημένων ηθοποιών" για την ακρίβεια αγαπημένων ρόλων και ταινιών και σκηνοθετών. Π.χ. λατρεύω τον Νίκολσον, αλλά θεωρώ ότι όταν τον σκηνοθέτησε ο Αντονιόννι τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Ή λάτρεψα ας πούμε τον Τσίτσο και Φράνκο στο "Χάος" των Ταβιάννι. Για να μην μακρυγορώ -διότι όπως υπαινικτικά ανέφερα και παραπάνω το σιδέρωμα δεν έχει τελειώσει-, οι πέντε:

....... προφανώς για το σπινθηροβόλο βλέμμα........

...γιατί αυτή η γυναίκα μοιάζει να έχει κληρονομήσει τα καλύτερα γονίδια

της γενιάς της....

......γιατί έχοντας δει σχεδόν όλες τις ταινίες της δεν βρήκα καμία που να μην θέλω να ξαναδώ.......

.........γιατί η ευκολία του να παίζει καταντούσε σκάνδαλο.........

........γιατί η σκηνή από το "Εκβους" που φωνάζει στη γυναίκα να σκάσει ακόμα και μετά από τόσα χρόνια με.....(δεν βρίσκω τη λέξη) το ίδιο.........

Φιλιά από όλους μας σε όλους



Τρίτη 14 Αυγούστου 2007

"Πράγματα"


Μια φορά και ένα καιρό ζούσε σε ένα μικρό, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο χωριό, ένα μικρό κοριτσάκι, ή τουλάχιστον αυτό του λέγανε ότι είναι, κάθε φορά που ρωτούσε «μα πως είσαστε σίγουροι ότι είμαι κοριτσάκι;». Στην αρχή της είπανε «μα δες έχεις μακριά μαλλιά σαν όλα τα κοριτσάκια, τι άλλο θα μπορούσες να είσαι;» Αυτό για λίγο την έπεισε, αλλά μετά μια μέρα γυρίζοντας από το σχολείο, όταν παραπονέθηκε στη μαμά της ότι την τρώει το κεφάλι της, εκείνη φώναξε τρομαγμένη «δεν το πιστεύω κόλλησες ψείρες, μάλλον πρέπει να σε κουρέψω» και μεμιάς άρπαξε ένα ψαλίδι και με δύο κινήσεις έκοψε από τη ρίζα τις δύο κοτσίδες της. Έμεινε για λίγο απορημένη να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέπτη με ύφος συλλογισμένο. Κάτι την ενοχλούσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Και μετά κοίταξε τη φωτογραφία πάνω από τον καθρέπτη, εκείνη με τον μπαμπά της μικρό, τόσο όμορφο με τα κοντά ξανθά του μαλλιά. Για μια στιγμή τρόμαξε με την νέα πραγματικότητα που ανοιγότανε μπροστά της. Τέλος. Με μια κίνηση η μαμά της, της άλλαξε όλη τη ζωή. Την έκανε από κοριτσάκι αγοράκι. Δεν ήξερε εάν θα έπρεπε να κλάψει ή εάν θα έπρεπε να γελάσει. Της άρεσε η ζωή σαν κοριτσάκι, μα εξίσου της άρεσε και η ζωή σαν αγοράκι. Όλη μέρα να παίζει μπάλα, κυνηγητό, να σκαρφαλώνει παντού χωρίς να φοβάται ότι θα σκιστεί το φουστανάκι της ή ακόμα χειρότερα εάν θα δουν τα αγόρια το βρακάκι της, που όπως έλεγε και η γιαγιά της η Αργυρώ, ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί σε ένα κοριτσάκι. «Μαμά, μαμά, φώναξε, πως θα πάω σχολείο αύριο;» «Τι εννοείς πώς θα πας;» ρώτησε η μαμά της; «Μα δεν έχω αγορίστικα ρούχα, θα με κοροϊδεύουν τα άλλα αγοράκια εάν θα πάω με κοριτσίστικά ρούχα». «Και γιατί παρακαλώ πρέπει να πας με αγορίστικα ρούχα;», ρώτησε η μαμά της. «Μα μαμά δεν έχω πια μακριά μαλλιά, δεν είμαι κοριτσάκι, είμαι αγοράκι πια». Η μαμά της έβαλε τα γέλια και της είπε ότι τα αγοράκια διαφέρουν και σε άλλα "πράγματα" από τα κοριτσάκια και αυτά τα άλλα "πράγματα" που είχε αυτή ήταν και αυτά που την έκαναν κοριτσάκι. «Άλλα «πράγματα», δηλαδή;» ρώτησε απορημένη. Δεν γίνεται να τα κόψουμε και αυτά;», γιατί είχε αρχίσει να της καλαρέσει η ιδέα να γίνει αγοράκι. «Όχι χαρά μου, της είπε η μαμά της, δεν γίνεται, βλέπεις τα αγοράκια και τα κοριτσάκια δεν γίνονται γεννιώνται έτσι (παραμύθι είναι μην μου την πέσετε)». «Δεν έχουν όνομα αυτά τα πράγματα», ξαναρώτησε. «Όταν έρθει το καλοκαίρι για διακοπές η κυρία Ισμήνη θα σου εξηγήσει», της είπε η μαμά.

Η κυρία Ισμήνη ήταν μια φίλη της μαμάς, γιατρός και κάθε καλοκαίρι με το που ερχόταν την εξέταζε προσεκτικά και για ώρα και μετά της έδινε το δώρο της. Κάθε καλοκαίρι το ίδιο μα και διαφορετικό. Ένα μπουκάλι που κάθε φορά φώλιαζε και κάτι διαφορετικό μέσα του. Πότε ένα καράβι, πότε ένας κήπος, πότε ένα παλιό κομμάτι χαρτί με περίεργα γράμματα πάνω του, περγαμηνή, της την είπε, με χαϊκού μέσα του, πότε ένα μικρό αστείο κούκλο τόσο δα μικρό. «Μην τα σπάσεις, της έλεγε, παρά μόνο όταν θα είσαι σίγουρη ότι θα θες να ελευθερώσεις αυτά που είναι κλεισμένα μέσα τους, μέχρι τότε φύλαξε τα». «Και πότε θα ξέρω πότε θα είναι η σωστή στιγμή;» «Θα την ξέρεις, της απαντούσε χαμογελώντας. Πάντα ξέρουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για αυτά τα πράγματα». Να την πάλι αυτή η λέξη «πράγματα». «Και ποια είναι αυτά τα πράγματα;», ρωτούσε. «Κάποια θα τα ανακαλύψεις μόνη σου, κάποια θα στα μάθουν άλλοι, κάποια τα έχεις μέσα σου και όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή θα τα συναντήσεις». «Και ποιοι είναι αυτοί που θα μάθουν κάποια από αυτά;», ρωτούσε ελπίζοντας ότι εάν τους ήξερε θα μπορούσε να τους βρει και να τους ρωτήσεις, γιατί εκτός που μαζευόντουσαν ήδη επικίνδυνα πολλά «πράγματα», δεν άντεχε να περιμένει για τίποτα, ούτε καν για ένα μαλλί της γριάς στο πανηγύρι του χωριού. «Μην ανησυχείς τα μπουκάλια θα σε πάνε σε αυτούς όταν έρθει η κατάλληλη ώρα». «Πως θα με πάνε αφού θα τα έχω σπάσει;», ρωτούσε. «Και να μην τα σπάσω πως θα μπορούσα να χωρέσω εγώ μέσα τους;» «Το θέμα είναι να χωράνε τα «πράγματα» μέσα τους, της απαντούσε, όπου χωράνε τα «πράγματα» χωράς και εσύ» και με μια κίνηση την έπιανε αγκαλιά και την έβγαζε στην αυλή. «Πήγαινε να παίξεις τώρα, να και αυτό, είναι και αυτό ένα από τα «πράγματα» που λέμε». «Εάν είναι ένα από τα «πράγματα», τότε που είναι το μπουκάλι του;» τη ρωτούσε. «Είναι κάποια πράγματα που το μπουκάλι τους είσαι εσύ η ίδια», της απαντούσε γελώντας δυνατά. Αυτή μπουκάλι; Μα αυτή ήταν κοριτσάκι, πως ήταν δυνατόν να είναι και μπουκάλι; Και στο κάτω κάτω δεν έμοιαζε σε τίποτα με μπουκάλι. Τα μπουκάλια ήταν διάφανα. Όταν κοιτούσε έβλεπε από μέσα τους τα πάντα, λίγο περίεργα βέβαια, παραμορφωμένα, αλλά τα έβλεπε. Αυτή δεν ήταν διάφανη. «Μα εγώ δεν είμαι διάφανη σαν μπουκάλι», της έλεγε. «Νομίζεις Ρουρού μου, της απαντούσε, γιατί έτσι τη φώναζε, «Ρουρού η νεράιδα του νερού», όλα τα παιδιά της ηλικίας σου είναι διάφανα μονάχα που δεν το ξέρουν». «Μα και εγώ τώρα που το έμαθα δεν το βλέπω», της απαντούσε. «Αυτό χαρά μου δεν το βλέπεις, το νοιώθεις». Νοιώθεις ότι είσαι διάφανος, μα πως μπορεί να νοιώσει κανείς κάτι τέτοιο; «Τέλος χρόνου Ρουρού», της έλεγε γελώντας πια δυνατά και της έβαζε στο στόμα ένα από εκείνα τα μικρά στρόγγυλα σοκολατάκια με τις νιφάδες χιονιού γύρω του. «Ινδοκάρυδο είναι», της έλεγε η μαμά της, αλλά εκείνης της άρεσε να τις σκέφτεται σαν νιφάδες χιονιού. Άλλωστε αυτό ήταν το μόνο που είχε βρει να μοιάζει με χιόνι. Βλέπετε στο μικρό αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο χωριό της, δεν χιόνιζε, αλλά ούτε και είχε χιονίσει ποτέ.

Έτσι η Ρουρού αποφάσισε να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι που θα ερχόταν η κυρία Ισμήνη, για να μάθει ποια ήταν επιτέλους αυτά τα πράγματα που της είπε η μαμά της και που την έκαναν πέρα από κάθε αμφιβολία κοριτσάκι. Για σιγουριά και επειδή το έχουμε ξαναπεί ότι ήταν ένα περίεργο και ανυπόμονο κοριτσάκι –γιατί το είχε αποφασίσει μέχρι να έρθει η κυρία Ισμήνη θα παρέμενε κοριτσάκι- κοίταζε τα μπουκάλια στη βιβλιοθήκη μήπως και μπορούσαν να της απαντήσουν αυτά, αλλά όσο και να ρώτησε αυτά παρέμειναν σιωπηλά, τόσο σιωπηλά όσο διάφανα ήταν. «Και εάν είναι από αυτά που τα έχω μέσα μου;» σκέφθηκε. Και προσπάθησε να δει μέσα της. Μα όσο και να προσπάθησε δεν κατάφερε τίποτα. «Το καλοκαίρι, σκέφθηκε, τότε θα μάθω σίγουρα, αφού το είπε η μαμά, έτσι θα γίνει».

Ξαναγύρισε στο δωμάτιο της και έκατσε στο γραφείο της να τελειώσει τα μαθήματα της, γιατί είχε πια βραδιάσει για καλά. «Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ» διάβασε δυνατά, όταν ξαφνικά ένοιωσε σαν να φύσηξε ένα αεράκι και μια μυρωδιά βασιλικού και θάλασσας μαζί σαν να ήρθε στη μύτη της. Κοίταξε παραξενευμένη γύρω της. Το παράθυρο της ήταν κλειστό και όλα στο δωμάτιο της είχαν ξαναγίνει όπως πριν. Μονάχα ένα μπουκάλι, αυτό με την περγαμηνή με τα χαϊκού, έμοιαζε σαν να είχε λίγο μετακινηθεί από τη βάση του. «Σωτηρία, το φαγητό είναι έτοιμο, άκουσε τη μαμά της να φωνάζει, τελείωνε και έλα να φας, έχω κέικ με ινδοκάρυδο για γλυκό μετά το φαγητό». «Γλυκό με χιόνι, γλυκό με χιόνι», φώναξε και έτρεξε γρήγορα στην κουζίνα. «Ινδοκάρυδο είναι, Σωτηρία μου» της είπε γελώντας η μαμά της. «Νομίζεις μαμά εγώ ξέρω ότι είναι χιόνι». «Μπα και πως το ξέρεις;». «Εμείς τα παιδιά τα ξέρουμε αυτά τα «πράγματα» μαμά» της απάντησε γελώντας δυνατά, «άλλωστε, όταν έρθει η κυρία Ισμήνη μπορείς να τη ρωτήσεις και να δεις που θα σου πει ότι έχω δίκιο».

Γύρισε στο δωμάτιο της χορτασμένη, κρατώντας στη χούφτα της λίγο από το "χιόνι" της και τότε θυμήθηκε το μπουκάλι με την περγαμηνή με τα χαϊκού. "Λες;" σκέφθηκε και στάθηκε για λίγο να το κοιτάει. Δεν ήταν ιδέα της το μπουκάλι έμοιαζε να έχει γείρει λίγο στη βάση του κι όμως όταν το άγγιζε έστεκε το ίδιο ακούνητο με πριν, λες και αυτή η καινούργια του θέση ήταν η σωστή. Αυτή της η διαπίστωση όμως δεν της έλυσε το πρόβλημα. Για ποιό λόγο και πως το μπουκάλι μετακινήθηκε από τη θέση του; Και γιατί όταν έβαλε τα βιβλία στη τσάντα του σχολείου της, αυτά ακόμα μύριζαν βασιλικό και θάλασσα μαζί; "Αύριο, σκέφθηκε, θα το σκεφτώ καλύτερα". Άλλωστε νύσταζε πάρα πολύ. Ξάπλωσε την ώρα που η μαμά της μπήκε στο δωμάτιο της να την καληνυχτίσει. "Θες να σου πω το ποίημά μου;" τη ρώτησε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να απαγγέλει νυσταγμένα "Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου........". Κάπου εκεί τη πήρε ο ύπνος, με το γενναριάτικο φεγγάρι να φωτίζει το πρόσωπό της. Στη βιβλιοθήκη τώρα, το μπουκάλι με την περγαμηνή με τα χαϊκού αποχαιρετούσε τα άλλα μπουκάλια και ξεκινούσε το ταξίδι του.....

Μάλλον συνεχίζεται

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007

...... ξανά στα στέκια τα παλιά ........


Απόψε το βράδυ έκανα ότι κάνω κάθε χρόνο τέτοια μέρα εδώ και δέκα τέσσερα χρόνια, τρία μόνη μου και έντεκα μαζί τους. Έβγαλα το καλό μου φουστάνι, αυτό που φοράω τις σπάνιες φορές που πάω καλοκαίρι εκκλησία, αρκετά λεπτό για να μην ζεσταίνομαι, αρκετά σεμνό για να μην με πάρει στο κυνήγι η μαμά μου, τα ασορτί παπούτσια, τα καλά φουστάνια των παιδιών και τα καλά τους πέδιλα, το γκρι παντελόνι για τον Τάσο με το γαλάζιο λινό πουκάμισο (εντάξει καμιά πρωτοτυπία) τα μαύρα του παπούτσια, τα στοίχησα στο καθιστικό έτσι που το στις 7:00 το πρωί που θα σηκωθούμε να είναι έτοιμα. Αύριο η οικογένεια πάει εκκλησία, σε ένα μνημόσυνο, που εδώ και 14 χρόνια γίνεται ανελλιπώς κάθε χρόνο με τη παρουσία μου στην αρχή και με τον ερχομό τους στη ζωή μου και με την δικιά τους πια. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο χωρίς να μιλάμε, τα παιδιά γιατί ακόμα κοιμούνται όρθια, ο Τάσος και εγώ γιατί έτσι είναι σαν να σπρώχνουμε αυτή τη μέρα να τελειώσει. Είναι μια γρήγορη μέρα αυτή. Τελειώνει μόλις τα παιδιά πάρουν το αντίδωρο από τα χέρια του παππού τους και βγουν από το μικρό μισοσκότεινο εκκλησάκι στην μεγάλη αυλή του μοναστηριού και αρχίσουν να κυνηγιόνται με ένα σμάρι μέλισσες να χορεύουν γύρω τους στη γεμάτη αυλή λουλούδια του μοναστηριού, ανακουφισμένος ο καθένας μας για τους δικούς του λόγους. Ο Τάσος γιατί ήταν εκεί, ένας ώμος ολόκληρος για να ακουμπάω, ακόμα και εάν ξέρει ότι εκείνη τη μέρα τα μάτια μου είναι γεμάτα από ένα άλλο ώμο, ένα ξανθό ώμο, τα παιδιά γιατί είναι σαν να νοιώθουν ότι αυτά και ο πατέρας τους είναι το αντίδοτο σε ένα δηλητήριο που παραλίγο να νεκρώσει και μένα μαζί με όλα τα άλλα που νέκρωσε γύρω μου, στέκονται πειθαρχημένα μπροστά μου με εμένα να ακουμπάω στους ώμους τους, ώμοι τρεις και εγώ εκεί να προσπαθώ να συνθέσω μέσα από ένα δίσκο με σιτάρι τη μορφή του και τη ζωή μου τότε. Όχι δεν είναι μια στιγμή λύπης για το σπίτι μου αυτή, για όλους μας είναι μια στιγμή διεκδίκησης που μέχρι τώρα την κερδίζουμε. Τίποτα δεν πέρασε τίποτα δεν ξεχάστηκε, τίποτα δεν έγινε λιγότερο επώδυνο, αλλά μέσα από όλα αυτά εμείς κατορθώσαμε να βρεθούμε, τέσσερεις ώμοι, το σπίτι μου, το σπίτι μας και εκείνος ο άλλος ο ξανθός ώμος και αυτός κάπου εκεί, σε μια παράλληλη πορεία με τη δικιά μας ίσως, αλλά πάντα εκεί μαζί μου, μέσα μου, χωρίς απελπισία πια, χωρίς θυμό πια, χωρίς αναπάντητα γιατί πια, ένας πόνος πάντα, ανέγγιχτος από το χρόνο και ότι καινούργιο έφερε μαζί του. Και μετά βγαίνουμε στο φως – όπως λένε στα μυθιστορήματα- μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι το να αποφασίσουμε το αν θα πάμε για μπάνιο. Και φτάνουμε στο σπίτι ξαναβάζω τα ρούχα μας στη θέση τους και βγάζω τα μαγιό μας και υποψιάζομαι, χωρίς να είμαι και σίγουρη, ότι αυτό εννοούν όταν λένε ότι η ζωή συνεχίζεται……………

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2007

Ratatouille







Δείτε το! Τα συγχαρητήρια μου επίσης σε αυτόν που έκανε τη μετάφραση στην κόπια που είδα εγώ...........

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

Καραμέλα με γεύση χαράς κανείς;

απο τους Δρόμους Ζωής

«Η παράσταση θα γίνει την Κυριακή 10 Ιουνίου, στις 7 στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας, που ευγενώς παραχώρησε την αίθουσά του για τη γιορτή των παιδιών. Θα είναι μεγάλη χαρά όλων μας και ιδιαίτερα δική μου, να σας δούμε στη γιορτή μας.»
Έγραψε και μας προσκάλεσε η magica de spell και απλά αντέγραψα εγώ.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Για να μην ξεχνιόμαστε

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007


Γιατί δε ζητάνε τίποτα
που να μην είμαστε υποχρεωμένοι
να δώσουμε.........


Περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες εδώ


Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007


Γιατί δε ζητάνε τίποτα
που να μην είμαστε υποχρεωμένοι
να δώσουμε.........

Τελευταία βδομάδα των Χριστουγέννων του 2001. Μόλις έχουμε εγκατασταθεί στο καινούργιο μας σπίτι και προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένας πανικός. Η Νάσια μέσα στο κουτί του δέντρου και η Νερίνα να τη κόβει βόλτες, για την ακρίβεια κάτι σε προσομοίωση πτήσης, με την ελπίδα ότι που θα πάει θα εκσφενδονιστεί στο «άπειρο και ακόμα παραπέρα». Ο καλός μου βάζει φωτάκια, εκατοντάδες φωτάκια και εγώ προσπαθώ να φτάσω τα ψηλά κλαδιά του δέντρου για να κρεμάσω τα μικρά ξύλινα στολίδια που με ευλάβεια συνέλεγα και συνεχίζω να συλλέγω μέχρι σήμερα. Αρχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο. «Τηλέφωνο!!!!!!!!» φωνάζω, γιατί στο σπίτι μας αντιλαμβανόμαστε το τηλέφωνο όχι από το «ντριν», αλλά από την κραυγή μου «το τηλέφωνο γαμότι μου». Ο καλός μου προσπαθεί απεγνωσμένα, ίδιος ψάρι σε δίχτυ, να ξεμπλεχτεί από τα καλώδια, η Νερίνα συνεχίζει την ανέλπιδα προσπάθεια να ξεφορτωθεί τη Νάσια και η Νάσια φωνάζει με όλη τη δύναμη της «κι άλλο, κι άλλο». Σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή ξετρυπώνω το τηλέφωνο κάτω από ένα σωρό ρούχα, παιχνίδια και χαρτιά και ρωτάω τσαντισμένη «Ναι;» «Έλα παιδί μου κοιμάσαι;». Η μαμά μου. Σωστή απάντηση σ' αυτή την ερώτηση δεν υπάρχει. Εάν πω «όχι μαμά δεν κοιμάμαι» μου την πέφτει γιατί δεν ξεκουράζομαι αρκετά με αποτέλεσμα να σέρνομαι, με αποτέλεσμα να αρρωστήσω, με αποτέλεσμα να αφήσω πίσω μου δύο παιδιά να μεγαλώνουν μόνα τους. Εάν πάλι πω «ναι μαμά κοιμάμαι» μου την πέφτει γιατί: είμαι μάνα εγώ; έχω δύο παιδιά να φροντίσω; άλλες στην ηλικία μου μεγαλώνουν εγγόνια και εγώ κοιμάμαι με αποτέλεσμα να αφήνω δύο παιδιά να μεγαλώνουν μόνα τους. Προσπερνάω το προφανές και απαντάω «στολίζω το δέντρο». Περιέργως δεν σχολιάζει και συνεχίζει, «Το απόγευμα θα μιλήσει στην Αντικαρκινική η Μπουχούτσου για τον παιδικό καρκίνο, άσε μου τα παιδιά να πας». "Η μαμά μου" σκέφτομαι. Καινούργιο σπίτι, Χριστούγεννα έρχονται, δέντρο στολίζουμε, πολύ ευτυχία δεν την αντέχει και παίρνει να με σαλτάρει σκέφτομαι και της λέω αποφασιστικά «όχι μαμά δεν θα πάω, μου αρκεί η τρέλα με τις κοινές αρρώστιες των παιδιών που κουβαλάω, δεν θα πέσω και στην εξειδίκευση», ενώ ταυτόχρονα σκέφτομαι πως μπορώ να ξορκίσω το κακό που για μια στιγμή πήγε να μου χαλάσει την εικόνα μιας τέλειας κατά τα άλλα μέρας. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή η Νερίνα αφού απέτυχε να εκσφενδονίσει τη Νάσια, εκσφενδόνισε τον εαυτό της και στο παρά πέντε την γλύτωσα και αυτή και το δέντρο από μια μεγαλειώδη όχι πτήση αλλά πτώση με στυλ.

Πρωτοχρονιά πια της ίδιας χρονιάς. Το σπίτι γεμάτο με τις έξη τους πια, να έχουν ανοίξει τα δώρα τους και να σκούζουν «πρώτα το δικό μου, πρώτα το δικό μου!!!». Έξη ενήλικες ως αλλόφρονες ξεπακετάρουμε, διαβάζουμε οδηγίες χρήσης, συναρμολογούμε, βάζουμε μπαταρίες, σιχτιρίζουμε το σύνολο της βιομηχανίας παιχνιδιών καθώς και το γνωστό πελαργό που φέρνει τα παιδιά, με τις αντοχές μας αντιστρόφως ανάλογες των παιδιών. Μια ώρα μετά, γύρω στις 2:00 πια και με ένα καθιστικό η χαρά της ανακύκλωσης και ενώ προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τις βάλουμε για ύπνο, συνειδητοποιώ ότι εδώ και τόσες μέρες δεν έχουμε βγάλει τη γνωστή πατροπαράδοτη φωτογραφία με τις έξη στο καναπέ. Βλέπετε δεν μας αρκεί το ότι τις κάναμε, θέλουμε και να τις καμαρώνουμε. Έτσι σε τακτά χρονικά διαστήματα από τη μέρα που γεννήθηκαν, η κάθε μια παίρνει τη θέση της στο τριθέσιο καναπέ μου μέχρι που φτάσαμε να γίνουν έξη και τις αποθανατίζουμε, έτσι για να μην χάσουμε τα πειστήρια. Περίεργο εκείνη τη φορά μόνο η Χ. και η Π. έρχονται, οι άλλες δεν μαζεύονται με τίποτα, μην τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ η παραδοσιακή φωτογραφία των έξη δεν τραβήχτηκε, ούτε και καμία από τις επόμενες μέρες, για πρώτη φορά από το 1997 που καθιερώθηκε η επετειακή φωτογράφιση των σκασμένων.

21 Γενάρη του 2002 πια. Με παίρνει η Χ. το μεσημέρι «Η Ε. κλαίει και παραπονιέται ότι την πονάνε πολύ τα πόδια της, τι λες να είναι;». «’Έλα μωρέ -της λέω- και η Νερίνα παραπονιέται κάποιες φορές, ίσως να χτύπησε κάπου, ίσως να έκατσε περίεργα, ίσως απλά να χαϊδεύεται». Ησυχάζει και ησυχάζω. Στο κάτω κάτω της αρκούσε και μόνο η διαβεβαίωση ότι μου έχει συμβεί και εμένα. Μετά από μια ώρα με ξαναπαίρνει «Της έδωσα Depon αλλά συνεχίζει να πονάει, κλαίει και σίγουρα δεν χαϊδεύεται, γιατί της είπα ότι εάν συνεχίσει να κλαίει θα χάσει το πάρτι που έχει να πάει το βράδυ και μου απάντησε ότι δεν θέλει να πάει». Το πράγμα δεν μοιάζει απλό πια, δεν μοιάζει κακό, αλλά είναι περίεργο. " Έλα μωρέ και εμένα με πόναγαν τα πόδια μου μικρή από τις αμυγδαλές, αλλά για καλό και για κακό πήγαινε την στο παιδίατρο". Με παίρνει μετά από δύο ώρες. «Είμαι στο Παίδων, μου λέει, με έστειλε ο παιδίατρος, της κάνουν εξετάσεις, θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις βγουν τα αποτελέσματα, αλλά από ότι μου λένε, γιατί έκανε και πυρετό μόλις ήρθαμε εδώ, κάποια ίωση που περνάει ή πέρασε της δημιούργησε τον πόνο στα πόδια, θα περιμένουμε μια εξέταση ακόμα και θα σε πάρω όταν γυρίσουμε σπίτι». Πέφτω για ύπνο και ακόμα δεν με έχει πάρει, αλλά σκέφτομαι "Παίδων είναι αργούν". Προσπαθώ να την πάρω εγώ, αλλά το τηλέφωνο είμαι απενεργοποιημένο. Γύρω στις 12 παρά χτυπάει το τηλέφωνο. «Έλα, τώρα έφτασες σπίτι;» τη ρωτάω. «Δεν είμαι σπίτι - μου λέει - θα μείνουμε στο Παίδων». Συνεχίζω να αμύνομαι –όχι σε εμάς, δεν μπορεί να συμβεί κάτι σε εμάς-, «Α, ακόμα να βγουν τα αποτελέσματα;» τη ρωτάω. «Τα αποτελέσματα βγήκαν», μου λέει. Προσπαθώ να ανασάνω, η φωνή της είναι επίπεδη, δεν με προετοιμάζει για αυτό που θα ακούσω «Λέγε τι είναι;». «Από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό, αύριο θα ξέρουμε ακριβώς». Δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι σημαίνει από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μυξούλες ήταν και για τις δύο μας –τη μάνα της και εμένα, εννοώ- κάτι κακό και ο μεγάλος πυρετός κάτι πολύ κακό. Στο τσακίρ κέφι των ανασφαλειών μας και η μηνιγγίτιδα. Αυτή σκέφτομαι και ως δια μαγείας νοιώθω ανακούφιση. «Μηνιγγίτιδα;» τη ρωτάω. «Όχι, καρκίνος στο αίμα» μου λέει. Δεν καταλαβαίνω, νοιώθω ότι έχω αλλάξει διάσταση, ο Τ. στέκεται δίπλα μου και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Η Χ. μου κλείνει το τηλέφωνο, ενώ ταυτόχρονα κάνω και εγώ την ίδια κίνηση. Κάθομαι κάτω κουλουριασμένη σε μια γωνιά του σπιτιού κρατώντας το τηλέφωνο αγκαλιά και το νανουρίζω σα μωρό. Ο Τ. με ταρακουνάει «λέγε τι τρέχει, τι είναι, τι σου είπε;». Δεν μπορώ να του μιλήσω, δε θέλω να του μιλήσω, η φωνή του με ενοχλεί, σχεδόν νοιώθω ότι αυτός φταίει για ότι μας συμβαίνει, ώσπου ξαφνικά τον βλέπω και με τον ίδιο μηχανικό στερημένο από χρώμα τόνο φωνής της Χ. του λέω «Από κάτι κακό έως κάτι πολύ κακό, αύριο θα ξέρουμε ακριβώς». Δεν καταλαβαίνω -μου λέει- τι εννοείς; Τι κακό;» «Καρκίνος του λέω στο αίμα, λευχαιμία» και ταυτόχρονα τον σπρώχνω μακριά μου, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε και η πόρτα στο "κακό", έστω και εάν αυτή που θιγότανε άμεσα ήταν αυτή που εγώ λέω "οικογένεια μου υπό την ευρεία έννοια", με την Ε., την επτάχρονη σχεδόν τότε ανιψιά μου , να ξεκινάει ένα ταξίδι με εμάς εκείνες τις ώρες απλά να την κοιτάμε και σχεδόν να μην την βλέπουμε………

Πέντε χρόνια και 97 μέρες μετά, νομίζω. Στις 27 του Μάρτη η Ε. έκλεισε τα 11. Πάει στη Ε’ Δημοτικού, κάνει μπαλέτο –οι δασκάλες της μιλάνε για ένα πραγματικό ταλέντο-, τη ρυθμική τη σταμάτησε –το μπαλέτο νίκησε προς μεγάλη μου ικανοποίηση-, απολαμβάνει τη κάθε στιγμή, γελάει, δεν μιλάει για τις μέρες στο νοσοκομείο, παρά μόνο όταν χρειάζεται να πείσει τις άλλες για την αναγκαιότητα να ακολουθήσουν μια θεραπεία ή για να σταματήσουν να κλαίνε με το παραμικρό χτύπημα, της αρέσει να βγάζει φωτογραφίες γιατί έτσι μπορεί να κρατήσει μέρες και ανθρώπους που μαζί τους πέρασε καλά, θέλει να γίνει γιατρός, μάλλον αιματολόγος, θα σπουδάσει στη Γαλλία, στο Παστέρ λέει, δεν αφήνει τίποτα να της χαλάσει τη μέρα, έχει ξανά τα μακριά πυκνά μαλλιά της, κλασσική της έκφραση είναι το «ουπς», το λέει κάθε φορά που αλλάζει γνώμη για κάτι, εγώ και η μάνα της λέμε ότι τη μέρα που θα γεννήσει το πρώτο της παιδί αφού της ρίξουμε ένα γερό χέρι ξύλο θα φύγουμε για 2 χρόνια διακοπές στη Παταγωνία, δηλαδή εγώ θα πάω στη Παταγωνία τη Χ. για Αγγλία τη κόβω, παίζει συνέχεια, κάνει ποδήλατο σαν τρελή, λατρεύει τη θάλασσα, για την ακρίβεια τις βουτιές, σπάνια μένει στην επιφάνεια, μέσα στη θάλασσα αλλά στη κυριολεξία, δεν υπάρχει τίποτα που να αποφασίσει να κάνει και να μην το κάνει τέλεια, αλλά αρκετά έξυπνη ώστε να μην δοκιμάζει τίποτα που δεν είναι σίγουρη ότι μπορεί να το κάνει τέλεια. Τι κερδίσαμε; Την Ε. Τι χάσαμε; Την αίσθηση ότι σε εμάς δεν πρόκειται να συμβεί το «κακό». Τι μάθαμε; Δεν ξέρω. Για την ώρα αποφεύγουμε να κάνουμε απολογισμό, να κατανοήσει ο καθένας μας τι έγινε. Σαν την Ε. όταν κάποιες φορές το μυαλό μας πάει αλλού με ένα «ουπς» αλλάζουμε κουβέντα.

Υ.Γ. Όταν η Ε. έχασε τα μαλλιά της από τις χημειοθεραπείες προβληματιστήκαμε για το πώς θα μιλήσουμε στα παιδιά για αυτό. Αποφάσισα να μην προετοιμάσω την Νερίνα και τη Νάσια, από τη στιγμή που και η ίδια η Ε. το αντιμετώπιζε σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, κομμάτι της θεραπείας που θα της επέτρεπε να γίνει καλά. Όταν μετά από έξη μήνες βγήκε για πρώτη φορά από το νοσοκομείο και κατέβηκε κάτω κατάλαβα γιατί θεωρούν τα παιδιά «σκληρά». Το μόνο που τους ένοιαξε είναι το ότι ήταν πάλι μαζί. Ούτε η Νερίνα ούτε η Νάσια, ούτε η αδελφή της E. ασχολήθηκαν με την έλλειψη των μαλλιών, έτσι που νοιώσαμε ότι μπορεί και να μην το πρόσεξαν καν. Δεν τα λέω τυχαία ζαβά και σκασμένα εγώ…...

Υ.Γ. Χωρίς σχόλια....



Περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες εδώ


Σάββατο 28 Απριλίου 2007

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007


Γιατί δε ζητάνε τίποτα
που να μην είμαστε υποχρεωμένοι
να δώσουμε.........


Περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες εδώ


Παρασκευή 27 Απριλίου 2007

Παραμύθι;


Μια φορά και ένα καιρό ίσως δύο φορές μπορεί και τρεις, αλλά εγώ αυτή τη μια ξέρω, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι με τέσσερα μάτια. Ίσως αυτό για μας να είναι λίγο περίεργο αλλά στη χώρα της ήταν ευλογία. Τα περισσότερα κοριτσάκια σ’ αυτή τη χώρα δεν είχαν καθόλου μάτια. Στη θέση των ματιών τους φύτρωναν δυο μικρά γιασεμιά, με τόσο μικρά μικρά ανθάκια που το άρωμα τους έφτανε στις μύτες των άλλων μαζί με την υποψία του. Ψηλά στη κορυφή των μικρών γιασεμιών, ίσα ίσα εκεί που τελείωναν τα φρύδια τους, υπήρχαν δύο λιλιπούτειες κεραίες λεπτές σαν ιστοί παιδούλας αράχνης, που καθοδηγούσαν τα κοριτσάκια για να κινούνται. Εξαιτίας του μεγέθους τους, πολλές φορές αρκούσε μια δυνατή ανάσα για να αρχίσουν τα κοριτσάκια να κινούνται ανεξέλεγκτα με αποτελέσματα από αστεία ως πολλές φορές μοιραία για τη ζωή τους. ‘Έτσι μετά από πολλά μαθήματα που έγιναν παθήματα τα μικρά κοριτσάκια σε αυτή τη χώρα κινιόντουσαν μόνο σε καταστάσεις πλήρους άπνοιας και μετά από μια διαδικασία που τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τη σωματική τους ακεραιότητα. Το αποτέλεσμα ήταν σε αυτή τη χώρα τα μικρά κοριτσάκια με τον καιρό να επιλέξουν να ζουν μια ακίνητη ζωή. Με τον καιρό οι κεραίες χάσανε την ευαισθησία τους και τα δύο μικρά μάτια γιασεμιά αρχίσαν να γερνάνε γρήγορα και μαζί τους και τα μικρά κοριτσάκια, που πριν προλάβουν να μεγαλώσουν γερνούσαν για να καταλήξουν μικρές φιγούρες με δύο ξεραμένα γιασεμιά για μάτια. Τη χρονιά που γεννήθηκε η Νέσια –έτσι την ονόμασαν, από το Νε που στη χώρα τους σήμαινε μάτια και –σια που στη χώρα τους ήταν ο αριθμός τέσσερα- ήταν το μοναδικό κοριτσάκι της χρονιάς. Βλέπετε οι άρχοντες, αναγνωρίζοντας την οδύνη που προκαλούσε το θέαμα δεκάδων μικρών κοριτσιών ακίνητων έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, αποφάσισαν να μην επιτρέψουν σε κανένα άλλο κοριτσάκι να γεννηθεί. Έτσι βγήκε διάταγμα που απαγόρευε στους άντρες να γεννούν και να αφήνουν στη ζωή μικρά τυφλά κοριτσάκια με μάτια γιασεμιά. Ξέχασα να σας πω ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν υπήρχαν ζευγάρια. Οι γυναίκες εκτελούσαν χρέη γλάστρας σε κήπο και οι άντρες φρόντιζαν -γεννώντας αυτοί- την διαιώνιση του είδους σε πλήρη αρμονία με την διατήρηση του ονόματος της χώρας σαν ο «παράδεισος των γιασεμιών». Όμως πια κανείς δεν ερχόταν σε μια χώρα που τα αξιοθέατα της έπαιρναν τη μορφή απολιθωμένου δάσους και μύριζε απ’ άκρη σε άκρη πεθαμένο γιασεμί. Ο πατέρας της Νέσια στην αρχή ξεγελάστηκε, μιας και πουθενά στη κοιλιά του δεν ένοιωθε εκείνο το γνωστό γαργάλημα που του προκαλούσαν οι κεραίες μέσα στη κοιλιά και έτσι θεώρησε, όχι χωρίς ανακούφιση, ότι στη κοιλιά του μεγάλωνε ένα μικρό αγόρι. Ακόμα και την ώρα της γέννας, όταν του την έδωσαν, του είπαν «αγόρι να σας ζήσει» και για λίγο έμεινε να θαυμάζει τα δύο μεγάλα πράσινα σαν φύλλα γιασεμιού –πως του ήρθε τώρα αυτό;- μάτια του μωρού. «Σπάνιο χρώμα» σκέφτηκε και προσπάθησε να θυμηθεί ποιος στην οικογένεια είχε τέτοιο χρώμα ματιών και εδώ που τα λέμε και μαλλιών. Βλέπετε τα μαλλιά του μωρού έμοιαζαν και αυτά με φύλλα γιασεμιού, λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από τα μάτια. Το μικρό τον κοίταξε και αυτός άπλωσε τα χέρια να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Φώναξαν ταυτόχρονα και οι δύο. Το μικρό με εκείνη τη κραυγή των μωρών που σημαίνει «αουτς με πόνεσες!», αυτός με εκείνη την κραυγή των μεγάλων που σημαίνει «αυτό που συμβαίνει ή που θα συμβεί θα με πληγώσει». Με προσοχή παραμέρισε τα μαλλιά του μωρού και εκεί στη κορυφή αντίκρισε δύο άλλα μάτια να τον κοιτάνε, όχι πράσινα σαν τα άλλα, αλλά λευκά με πιο σκούρες λευκές ίνες, ίδια με γιασεμιά, να τον κοιτάνε μισό κλαμένα, μισοθυμωμένα. Τρομαγμένος ξεγύμνωσε το μωρό και έμεινε ανήμπορος να βλέπει αυτό που δεν ήθελε να δει ούτε αυτός, ούτε και αυτός που τον βοήθησε να ξεγεννήσει. Το μωρό ήταν κορίτσι, ένα κορίτσι με τέσσερα μάτια. Όταν ξεπέρασε τον πρώτο τρόμο, άρχισε να σκέφτεται τις συνέπειες. Σίγουρα δεν θα τον τιμωρούσαν γιατί δεν μπορούσε να ξέρει ότι θα γεννούσε κορίτσι, όμως πάλι ποιος μπορούσε να ξέρει και είχε άλλα εννιά αγόρια να θρέψει και τέσσερα κορίτσια από τότε που ακόμα επιτρεπόταν η γέννηση τους. Όμως η διαταγή το έλεγε ρητά «Όποιος γεννήσει κορίτσι τιμωρείται και θα εξορίζεται για πάντα από την χώρα». Πανικοβλημένος άρχισε να σκέφτεται τρόπους να γλυτώσει. Το μωρό είχε κοιμηθεί αποκαμωμένο με το πρόσωπο του χωμένο στο λαιμό του. "Πως δεν το κατάλαβα;" σκέφτηκε εισπνέοντας τη μυρωδιά των μαλλιών του μωρού. Γιασεμί. Όχι όμως σαν την μυρωδιά που έφερνε ο νοτιάς τα απογεύματα και θύμιζε σαπίλα και θάνατο, αλλά σαν εκείνη του πρώτου καιρού που σε έκανε να θέλεις να τα παρατήσεις όλα και να αρχίσεις να χορεύεις σαν παλαβός………… (Συνεχίζεται;;; Και συνειδητά δεν κλείνει η παρένθεση...


Υ.Γ. Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Το έγραψα ως συνήθως με τη μια πριν από δυο βδομάδες περίπου και η πρώτη μου σκέψη ήταν να το σβήσω. Και οι επόμενες σκέψεις μου το ίδιο. Δεν ξέρω γιατί το έγραψα. Δε γράφω γενικώς και αορίστως Πάντα κάτι γύρω μου με αναγκάζει να το κάνω και παρορμητικά αρχίζω να γράφω, ελεγχόμενα παρορμητικά ίσως αλλά πάντα με αυτό τον τρόπο.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Oh, Mon Dieu





Είχα ανάγκη απο χρώμα και φασαρία και άλλη δικαιολογία δεν έχω. Είναι και ένας τρόπος να δοκιμάσω τις ιντερνετικές μου φιλίες !!!!!!!!

Τετάρτη 11 Απριλίου 2007

Μια έκκληση

(περισσότερες πληροφορίες : εδώ)



Αυτά έγραψε ο N.Ago

Παρακαλείτε όποιος blogger το επιθυμεί, ας βάλει το συγκεκριμένο θέμα στο δικό του blog του! Το Καλιβάτσι (Kalivaci), είναι ένα ορεινό χωριό στο νομό Τεπελενίου στη νότια Αλβανία. Χωρισμένο σε πέντε μαχαλάδες, σε μια πολύ μεγάλη γεωγραφική έκταση, κάποτε, στις αρχές του 90’, απαριθμούσε περίπου 2000 κατοίκους και 350 οικογένειες! Μετά το άνοιγμα των συνόρων - όπως συνέβη παντού στην Αλβανία - κι από το χωριό αυτό, μετανάστευσε ο περισσότερος πληθυσμός. Σήμερα, έχουν μείνει κοντά 100 οικογένειες από τις οποίες, ενεργές είναι το 50% περίπου! Από αυτές προέρχονται και τα παιδιά του σχολείου του χωριού (Δημοτικό - Γυμνάσιο) που απαριθμεί 110 μαθητές. Αυτό, όμως, που πρέπει εδώ να σημειωθεί είναι ότι, η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων που έχουν απομείνει εκεί, αν και υπάρχουν οι εξαιρέσεις, είναι αρκετά δύσκολη, για να μην χρησιμοποιήσω άλλη λέξη. Μαζί με τους δασκάλους και καθηγητές, έχουμε αναλάβει μια πρωτοβουλία που θα βοηθήσει έστω στο ελάχιστο, τους μαθητές του χωριού και θα ελαφρύνει έστω λίγο τον οικογενειακό προϋπολογισμό των γονιών τους, για το επερχόμενο σχολικό έτος.

Ξεκινώντας από εσάς τους επισκέπτες αυτού του ταπεινού blog, που η γνωριμία μεταξύ μας είναι εντελώς ανιδιοτελής και χωρίς κανένα συμφέρον, κάνω έκκληση σε όλους, όποιος μπορεί να βοηθήσει, ας το κάνει. Αυτό που σκεφτήκαμε είναι να προσφέρουμε σε κάθε παιδί -μαθητή, στις 12 Αυγούστου που γιορτάζονται και τα 70 χρόνια της λειτουργίας του σχολείου, μια σχολική τσάντα για κάθε μαθητή μαζί με τη γραφική ύλη (τετράδια, μολύβια, κασετίνα, γεωμετρικά σχήματα, πλαστελίνες). Θα είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Πριν απευθυνθώ σε «έχοντες και κατέχοντες», ξεκινώ από εμάς που δεν μας περισσεύουν. Το σημείο συγκέντρωσης του υλικού, θα είναι η American Bank of Albania (Εμμ.Μπενάκη 14 & Πανεπιστημιου 54) στην Αθήνα και για τη Θεσσαλονίκη, θα ενημερώσουμε πολύ σύντομα. Όποιος πραγματικά θέλει να προσφέρει, ανώνυμα ή και επώνυμα, έχει την ευκαιρία να το κάνει. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να έρθετε σε επαφή στο προσωπικό μου e-mail που βρίσκεται πάνω δεξιά στην αρχή της σελίδας. Σε όποιον το ζητήσει, θα δοθούν και τα τηλέφωνα επικοινωνίας με τη τράπεζα και τα δικά μου προσωπικά. Θέλουμε να στείλουμε 105 τσάντες, όσο και οι μαθητές τη νέα χρονιά. Ας βρεθούμε τόσα άτομα που θα κάνουμε τα παιδάκια αυτά και τις οικογένειες τους χαρούμενα. Αν θέλεις, μπορείς να βοηθήσεις!



Πέμπτη 29 Μαρτίου 2007

In the mood for love










Για την Κερασιά

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007

Διάλλειμα










Με την αρμόζουσα στο story μουσική. Τώρα βέβαια έπαιξε ρόλο και το ότι είδαμε τα "Ιπτάμενα στιλέτα" στο Star.

Προς το παρόν στο μπαρ σερβίρονται μόνο κρεμμύδια και φυστίκια αιγίνης, πάντα κομμένα σε κύβους φυσικά.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2007

O tempora o mores!


«Όταν η διοίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμη ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζει τα άρματα και να τιμωρεί τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του».

Ρήγας Φεραίος: Τα Δίκαια του Ανθρώπου, Άρθρο 35



Μπήκα στη Νομική το 1981, ιστορική χρονιά. Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η δεξιά στη γωνία (μη βαράτε έτσι λέγανε τότε), το ΚΚΕ τι είχανε τι χάσανε, κανέναν δε χάσανε, εκτός από αυτούς που τους πήρε μαζί του ο δημιουργός και δεν φρόντισαν να αφήσουν απογόνους κοντινούς ή μακρινούς να συνεχίσουν τον αγώνα και εμάς - το ΚΚΕ Εσωτερικού εννοώ - στο ρόλο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ωραία χρόνια. Με το καλώς όρισες στο Πανεπιστήμιο φάγομε κατακούτελα τον δικό μας Νόμο Πλαίσιο, το παλέψαμε, ψηφίστηκε από τη Βουλή, έγινε νόμος του κράτους και επιστρέψαμε με τη λογική της διαχείρισης της κρίσης ως κοινότητα και άλλα ηρωικά που δεν τα θυμάμαι πια. Βρέθηκα στη Νομική από σπόντα, μιας και για αλλού ξεκίνησα και αλλού η ζωή με πήγε και ήμουν ήδη 19 στα 20. Εάν προσθέσεις ότι ήδη έκλεινα 8 χρόνια στο Ρήγα, αυτό μου επέτρεψε να δω και να καταλάβω τις διαφορές στις νέες γενιές που ακαδημαϊκά ήμασταν συνάδελφοι αλλά ηλικιακά και όχι μόνο μας χώριζαν πολλά και όχι ασήμαντα όπως φάνηκαν στη πορεία. Η γενιά που πέρασε με μένα, γενιά των πρώτων Πανελληνίων ήταν παιδιά πιεσμένα με αρκετές εκπτώσεις στη ζωή τους για να καταφέρουν να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη θέση στη πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά κρατώντας ακόμα μια επαφή με τον κόσμο έξω από τη σχολή, με μια σχέση ακόμα με τη πολιτική και την κοινωνία (άσχετο: ποιός θυμάται άραγε τα περί κοινωνίας και των αντιφάσεων της;).

Ήταν θυμάμαι τρία χρόνια μετά όταν ήρθε μια φουρνιά που έμοιαζε να διαφέρει από τις άλλες. Έχοντας από την πλευρά της Ενότητας τη καθοδήγηση των πρωτοετών, είχα αυτό της μαμάς και του χαζοχαρούμενου βλέπετε, θυμάμαι ότι ξεκίνησα να τους μιλάω για αυτό που εκείνο τον καιρό μας βασανίζεσαι ως αριστερούς άνθρωπους και μέλλοντες δικηγόρους, μιας και σκοπεύαμε να προχωρήσουμε και σε κατάληψη της σχολής για αυτό. Ήταν μια πρόταση που κατέβαζαν οι δικηγορικοί σύλλογοι περί μείωσης της ποιότητας και βελτίωσης της ποσότητας των δικηγόρων, όπου προαπαιτούμενα ήταν πτυχία από 7 και πάνω και μια εξεταστική διαδικασία στην οποία η αποτυχία κάποιου σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δικηγόρος. Αφού είπα το πόνο μου ως όφειλα περίμενα να ακούσω τι θα μου λέγανε. Ένας σήκωσε το χέρι του και με ρώτησε τι έτος είμαι. «Στο τρίτο» του είπα. «Ωραία, μου είπε, μπορείς να μου πεις ποιο είναι το βιβλίο των Αρχών του Αστικού;» Αρχή χρονιάς από τη μία, εγώ και η εκπαιδευτική διαδικασία όχι και οι καλύτεροι φίλοι από την άλλη, του είπα ότι το έχω πάρει αλλά δεν ξέρω ποιο είναι. Τον είδα ότι μαζεύτηκε το ίδιο και οι περισσότεροι που ήταν εκεί. Ρώτησα: «Συγνώμη ρε παιδιά τι τρέχει με το βιβλίο των Αρχών;» Είπε πάλι το καλό παιδί. «Μας είπαν ότι είναι από τα πιο δύσκολα μαθήματα και θέλουμε να το αρχίσουμε από φέτος». «Καλά λέω την επόμενη φορά θα μαζέψω πληροφορίες και θα σας πω. Τώρα να συνεχίσουμε τη κουβέντα για το θέμα της άσκησης». Μη τα πολυλογώ γρήγορα κατάλαβα ότι κανένα από τα παιδιά που ήταν εκεί δεν τα αφορούσε αυτή η ιστορία, αφού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι είχαν λύσει το πρόβλημα της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, άσε που θεωρούσαν το 7 ένα απλά ικανοποιητικό βαθμό για να πάρει κανείς το πτυχίο του. Το τι «άμα γράψω κάτω από οκτώ κόψτε με» υπέγραφε τα γραπτά στις εξετάσεις έκτοτε δε λέγεται. Εμείς το 8 το χρησιμοποιούσαμε μόνο για δικαιολογίες του στυλ «έχω οκτώ αδελφές να παντρέψω περάστε με», τέλος πάντων δεν είναι αυτό το θέμα μας. Εγώ και εκείνη η χρονιά πήραμε συναινετικό διαζύγιο, αφού εγώ δήλωσα ότι δεν ξαναπαίρνω πρωτοετείς, οι δε πρωτοετείς είπανε «τι μας στείλατε κάποιον που δε ξέρει τα μαθήματα της σχολής». Αμοιβαία η εκτίμηση μωρό μου που λένε ένα πράγμα. Άντεξα δύο χρόνια ακόμα στη Νομική, μετά τη παράτησα και ησύχασα. Κατέβαινα πια στις εκλογές να ψηφίσω, τα πράγματα στο κόμμα πήγαιναν κατά διαόλου, οι τάσεις μας τραβάγαμε δεξιά και αριστερά, μια η πάλη μέσα στους θεσμούς, μια η πάλη έξω από τους θεσμούς, μια μέσα στα όργανα, μια έξω από τα όργανα, μια να γίνουμε κόμμα εξουσίας, μια ο Κύρκος με τη φυσαρμόνικα, βρήκα και το Γιώργο τον ερωτεύτηκα είπα ένα αϊ σιχτίρ και έμεινα σπίτι να ζω τον έρωτα μου και να μαγειρεύω. Το '86 ήρθαν και με βρήκαν και μου είπαν ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τη δεύτερη έδρα (μέχρι τότε παίρναμε δύο έδρες στο Δ.Σ). Κατέβηκα στη συνέλευση. Ρώτησα «που είμαστε εμείς ρε παιδιά;» «Εκεί, μου είπαν, κάτω από τη ΔΑΠ. Έλα έχουμε συνάντηση πριν τη συνέλευση». Οι περισσότεροι παλιοί είχαν φύγει, όχι για να μαγειρέψουν όπως εγώ, κανονικά με πτυχίο, το πάνω χέρι πια το είχαν οι νέοι μαζί και τα παιδιά εκείνης της χρονιάς που περιέγραψα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε θυμάμαι ότι σε κάποια φάση μου έκανε εντύπωση η εμμονή των πρωτοετών στην έννοια προοδευτικός σε σημείο παρεξηγήσεως του στυλ «ποιος είπες προοδευτικό ρε;» Και αυτό έκανα, παρεξηγήθηκα. Είπα «παιδιά τι προοδευτικοί και αηδίες αριστεροί είμαστε τι φιλελεύθερες μπούρδες είναι αυτές;» Ποιος είδε τους πρωτοετείς και δεν τους φοβήθηκε. Τι θα χάσουμε τους ψηφοφόρους μας άκουσα, Τι ότι ο όρος αριστερός αριστερά, αριστερό λειτουργεί ανασταλτικά και φοβίζει άκουσα, τι θα έχουν πρόβλημα άκουσα, μόνο ότι φοβούνται μην τους συλλάβουν δεν άκουσα. Ότι τα πήρα τα πήρα, αλλά είχα υποσχεθεί και γαύρο στους άντρες μου και μεζέ για ουζάκι, είχα βαρεθεί κιόλας, ο έρωτας είχε αμβλύνει τη τάση σφαλιαρίσματος που είχα παλιά, είπα «άντε να επιστρέψουμε στη ρημαδοσυνέλευση να ησυχάσουμε να γυρίσω σπίτι», είχα ξεχάσει να αγοράσω και μαϊντανό και όσο να ναι γαύρος στο φούρνο χωρίς φρεσκοκομμένο μαϊντανό δε λέει και γυρίσαμε στη συνέλευση. Σοφή κίνηση. Μια χαρά ψήφιζαν οι χαρές μου, προοδευτικά και ανώδυνα έως πολιτισμένα και έτσι την έκανα πολύ νωρίτερα από ότι υπολόγιζα και όχι μόνο έφτιαξα γαύρο αλλά και γαρίδες σαγανάκι, χωρίς φέτα τις μισές, γιατί εγώ τις τρώω χωρίς φέτα. Καλαμαράκια δε τηγάνισα, αλλά ο λόγος που δεν έφτιαξα αρκεί να αποτελέσει από μόνος του θέμα για άλλο ποστ και με την ανομβρία έμπνευσης που έχει πέσει δε λέει να τον κάψω. Δε ξαναγύρισα στη σχολή στη κυριολεξία όμως. Ψέματα γύρισα για την ορκωμοσία του Γιώργου από όπου έχω και τη σχετική φωτογραφία. Η ώρα της δικής μου ορκωμοσίας δεν έχει έρθει ούτε αυτή ακόμα, αλλά και αυτό είναι σαν τα καλαμαράκια, θέμα για άλλο ποστ.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Δε ξέρω γιατί, αλλά τα θυμήθηκα διαβάζοντας το κείμενο περί απαξίωσης των Ελλήνων πολιτών που κυκλοφορεί αυτό τον καιρό στη μπλογκόσφαιρα.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2007

εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα

Kyrie, h en polles amarties

Thn elegan Helen, Ellhnoamerikana, theia ths manas mu. Mas episkeptotan sxetika syxna mexri ta mesa ths dekaetias tou 80. Htan idioktitria gnostou kosmimatopoliou ths Neas Yorkhs. Ezise plousia ke entona, gnorise diasimotites ke galazoematus, arnithike ton gamo pismatika, “it wasn’t my thing” elege. Gia mena, to megalytero ths epiteugma htan to oti den eixe parei pote ton eauto ths sta sovara.

Thn thimame ntimenh me ta aerina ta emprime foremata ths, eixe perasei ta evdominta, to aristero ths xeri htan gemato ametrita lepta vraxiolia, sto afti eixe panta ena louloudi, me safh protomish ston ivisko.

Apo ta ksaderfia mu ksexorize tyo. Thn Kikh pu koritsi mikro tote elege sthn Helen anekdota me asemno pariexomeno, ta opia h teleutea apolamvane idieteros, ke emena. O logos ths simpathias ths pros to prosopo mu paramenei ena mistirio, isos to ekane apo lipish. Ke esy an me evlepes agaphte anagnosta tha me liposun. Ypervaros, afirimenos ke ntimenos san sintaksiuxos.

H Helen ezise thiellodeis desmous. O teleuteos htan me ena Kyprio fitith pu spudaze sthn Nea Yorkh. Otan o nearos autos epestrepse sto nisi, enkatelipse aprosmena ta enkosmia ke klistike se monastiri. Otan to emathe h Helen sinklonistike, mesa se liges meres vrethike sthn Kypro. Hthele pasi thisia na ton dei gia mia teleutea fora, kati san “teleuteon aspasmon” as pume. Den eixe skopo oute na ton metapisei oute na tou zhthsei eksigiseis.

Htan apogeuma Pempths. O pateras mu odiguse, sth thesh tu sinodigou h Helen, sto piso kathisma ego. H Helen foruse ena mavro forema, kokkino kapelo ke kratuse mia megalh dermatinh tsanta, ta matia ths kaliptontan apo kati terastia gialia hliou. Meta apo 2 peripou ores ftasame sto monastiri. Zhthse na dei ton sinkekrimeno monaxo pu molis thn antikrise ekane metavolh ke xathike. Arnithike na ths milisei, arnithike akomh ke na tin kitaksei. Den ton adiko, etsi ofile ke etsi eprakse. Den amfisvito thn orthotita ths prakshs tu, aporripto omos thn sklirotita ths.

Thn eida ligo argotera kathismenh sto arxontariki, eixe vgalei ta gialia hliou, eixe gyrei to kefali sto maksilari mias misofthermenhs polythronas ke eklege me ligmous. Hmhn tote 8 eton. Thn eikona auth den prokite na thn ksexaso pote. Den vlepeis syxna mia hlikiomenh gyneka na odirete gia enan atyxh erota klismeno se monastiri.

Sthn epistrofh den eipe leksh. Thimotan, siopuse ke eklege. Den skoupize ta dakria ths, pios o logos afu akoluthusan alla ki alla…

Auth htan h teleutea episkepsh ths sto nisi. Akoluthise h ypotroph ths asthenias ths. Pethane thn Anoiksh tu 1991 sto diamerisma ths.

Hrthe tis proalles sto domatio mu. Kontostathike sthn porta. Foruse ena aerino forema me laxouria, sto kefali ths lampirizan dekades mikra diamantia. “H zoh einai gia na thn zoume honey” eipe glykopikra. Epita proxorise pros to krevati mu, evgale ton yvisko apo to afti ke ton apothese sto maksilari to keno. Meta apoxorise, pliris hmeron.

To domatio kratise ligo apo to fos pu eksepempe h tiara ths. Fos ilaron.

Ystera xarakse h mera.

Υ.Γ. 1. Ζήτησα να μου επιτρέψουν να αναδημοσιεύσω τα κείμενα που για τη γέννηση τους οι λέξεις μου υπήρξαν η αφορμή. Ο "mhxeirotera" ήταν o pemptos που δέχτηκε.

Υ.Γ.2. Διευκρινίζω για όσους δεν ξέρουν το παιχνίδι των πέντε λέξεων ότι το παραπάνω κείμενο δεν έχει γραφεί απο εμένα, εγώ απλά έδωσα τις πέντε λέξεις και ζήτησα από τoν "mhxeirotera" να γράψει ένα κείμενο που να περιέχει αυτές τις λέξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν το κείμενο που διαβάσατε.