Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Πρωινό ξύπνημα






Καλημέρα σε όλες/όλους

Το μπλογκ, ως συλλογικός εκφραστής της οικογένειας, φλέρταρε επ' ολίγον με την ιδέα να πέσει σε χειμερία νάρκη, ακολουθώντας τα εις το προηγούμενο ποστ αναρτηθέν θηλαστικό. Αλλά ένα που για άλλο λόγο αναρτήθηκε το συμπαθές τετράποδο, δύο που ως απεικόνιση εθεωρήθη μη αντιπροσωπευτική του λουκ μας - μετά από τόσο καιρό θα καταλάβατε φαντάζομαι από ποια -, τρία που έξω έχουμε 20 βαθμούς και είναι ακόμα 9:22 το πρωί, τέσσερα που δεν έχουμε πάει σούπερ μάρκετ να στοκάρουμε προμήθειες, γιατί όλα μας τα λεφτά τα έχουμε ξοδέψει, να θυμόμαστε και που καλά θα ήταν, πέντε που έσκασε μύτη το ασφαλιστικό και ως θηλαστικά και όχι και μηρυκαστικά, αισθανόμεθα υποχρεωμένοι να συμμετέχουμε στο γενικό κλίμα κινητοποιήσεων που αρχίζει να φουντώνει γύρω μας (λέμε τώρα), έξη που ο φορητός μου δεν τα έχει παίξει ακόμα, άρα ότι προλάβω να γράψω τώρα πρέπει να το γράψω και επτά που ανέλαβα να φτιάξω 2.570 μελομακάρονα για το χριστουγεννιάτικο παζάρι του σχολείου των κοριτσιών, μην τρομάζετε αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή, η πριν από αυτήν ήταν να τραγουδήσω στην χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του σχολείου, τη μητρότητα μου μέσα επαναλαμβάνω, αποφάσισα να διακόψω τη νάρκη και να επιστρέψω.

Επ΄ευκαιρία εύχομαι στη Ζουζούνα να τα χιλιάσει τα ποστ, ευχαριστώ τη giagiaduck για τη πρόσκληση εις νέο μπλογκοπαίγνιο, το οποίο μόλις καταλάβω πως παίζεται θα το παίξω και στη Ραλλού μου περαστικά.

Για την ώρα την κάνω, πάω να αγοράσω αλεύρι για τα μελομακάρονα....

Όμορφη μέρα να έχουμε.......

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Πρωινό ξύπνημα

I Could Have Danced All Night



Ναι καλά το καταλάβατε: έβρεχε όλη τη νύχτα........

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

Πρωινό ξύπνημα

το θυμάστε;



Ναι, καλά το καταλάβατε: Βρέχειιιιιι!!!!!!!!!!!!!!

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Αφιερωμένα



και



κατά τα άλλα είναι μια υπέροχη μέρα, δε νομίζετε;

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Μοναχά αναμονή

***(Συνεχίζω σήμερα, η Νερίνα όμως γεννήθηκε στις 10 Νοέμβρη στις 8:15 το πρωί)

«Να την», είπε ο Παντελής και την έβαλε στην αγκαλιά μου. Δεν είδα παιδί, είδα μοναχά δυο μάτια να με κοιτάνε και τότε κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου εύκολα. Δεν έβλεπα παιδί, έβλεπα μονάχα δυο τεράστια μαύρα μάτια, ένα πρόσωπο ολόκληρο από μόνα τους- να με κοιτάνε, όχι ερευνητικά, όχι φοβισμένα, όχι χαρούμενα, όχι λυπημένα, όχι αδιάφορα, όχι θυμωμένα, όχι, αγαπησιάρικα, όχι, όχι….. Ότι ένοιωθε αυτό το παιδί ήταν καλά κρυμμένο μέσα του και κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω πολύ δρόμο για να μου επιτρέψει να το μοιραστώ μαζί του. Ένα πράγμα μοναχά μου έλεγαν αυτά τα μάτια «αυτός είναι ο χώρος μου, δεν θα μπεις παρά μονάχα εάν σου επιτρέψω εγώ την είσοδο». Φευγαλέα, αλλά ένοιωσα αυτό που αργότερα θα ήταν ο κανόνας στη σχέση μας. Η Νερίνα με ξεπερνούσε. Οι εννιά μήνες στη κοιλιά μου είχαν επιτρέψει στο ιδιαίτερο μυαλό της να με αποδικωποιήσει, να αναπτύξει τις άμυνες απέναντι στο ρόλο μου ως μάνα της, να τον αμφισβητήσει, να απορρίψει όλα τα στερεότυπα που είχα φτιάξει για τις σχέσεις μας, να φτιάξει τους δικούς της κανόνες, να τους θωρακίσει και με το μυαλό και με το σώμα της και τώρα που επιτέλους «βλεπόμαστε» για πρώτη φορά, με μια μόνο ματιά της να μου τους κάνει όχι μονάχα διακριτούς αλλά και αδιαπραγμάτευτους. Όσο εγώ μοντάριζα τη ζωή της, όντας αυτή μέσα στη κοιλιά μου, αυτή αργά μα σταθερά την αποδομούσε και έφτιαχνε τη δική της.
Εκείνη βέβαια τη στιγμή δεν συνειδητοποίησα ότι το «παιχνίδι» ήταν χαμένο για μένα, γιατί ξαφνικά τρόμαξα. Περίμενα τόσο καιρό αυτό το παιδί, τόσο που είχα πειστεί ότι δεν θα ερχότανε ποτέ, την αγαπούσα από τη πρώτη στιγμή που σκέφθηκα ότι θα ήθελα να κάνω ένα παιδί. Ήρθε όταν είχα πειστεί ότι δεν θα τα κατάφερνα. Και όμως τρόμαξα από το πόσο την αγαπούσα, μάλλον από το πόσο ήμουν δικιά της. Για πρώτη φορά στη ζωή μου βρέθηκα μπροστά σε έναν άλλο άνθρωπο, που χωρίς να το ζητήσει και στη περίπτωση του συγκεκριμένου παιδιού, χωρίς να το θέλει καν, που ήμουνα απόλυτα υποταγμένη. Ότι και να γινότανε μεταξύ μας αυτή δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι να με πάρει και να με κάνει ότι θέλει. Και εδώ αγαπητέ μου αναγνώστα θα νομίζετε ότι έβαλα τα κλάματα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Εντάξει ισοπεδωμένη ήμουνα, αλλά κάποιες άμυνες ανασύρθηκαν από μέσα μου και όταν ο Παντελής με ρώτησε πως νοιώθω του είπα «θέλω να φύγω, τώρα». Η συνειδητοποίηση της απόλυτης παράδοσης όχι μόνο της καρδιάς μου αλλά και του μυαλού μου, για να είμαι ακριβής η εξαφάνιση της εγκεφαλικής θεώρησης των πραγμάτων που μέχρι τότε φίλτραρε τα πάντα στη συμπεριφορά μου, ακόμα και τα πιο έντονα συναισθήματά μου, η γνώση ότι για όλη την υπόλοιπη ζωή μου εγώ θα ζούσα και θα ανάπνεα μοναχά για αυτήν, ότι χωρίς αυτήν γύρω μου εγώ θα εξαφανιζόμουνα, με κατατρόμαξε και απόμεινα να τη κοιτάω και εγώ, με τα μάτια μου ορθάνοιχτα τρομαγμένα να κοιτάνε τα δικά της και τότε η κόρη μου για πρώτη φορά μου έδωσε ένα μικρό στοιχείο για να την πλησιάσω. Στα μάτια της έσκασε ένα σκανταλιάρικο γέλιο και ήταν σα να έλεγε «μην την κάνεις τώρα μόλις αρχίζει το γλέντι» και έβαλα τα γέλια. Το μωρό μου είχε πάρει τον ιδιότυπο τρόπο της μαμάς του να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της να εκφράζει τα συναισθήματά της.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια. Η σχέση μας από την αρχή δεν ήταν εύκολη. Αυτά που φευγαλέα ένοιωσα όταν την πρωτοείδα, μου πήραν λίγο χρόνο για να τα συνειδητοποιήσω και ακόμα περισσότερο για να τα αποδεχθώ. Πάλεψα αρκετά για να την αλλάξω να την προσαρμόσω στην εικόνα. Αυτή πάλι δεν άλλαξε τίποτα, απλά σιγά σιγά και χρησιμοποιώντας με εκνευριστική δεινότητα κάθε καινούργιο όπλο που της δινότανε, φρόντιζε να τα κάνει ακόμα πιο τελεσίδικα αδιαπραγμάτευτα. Δε ξέρω τι λέει η ψυχολογία, δε ξέρω ένα γεννιόμαστε άγραφο χαρτί, η με κομμάτια της προσωπικότητας μας διαμορφωμένα από τη κοιλιά της μαμάς μας, ξέρω ότι το συγκεκριμένο παιδί, στα αρχειακά του θέματα μοιάζει να είναι καταληγμένο από εκείνη τη πρώτη μέρα που την πρωτοείδα στο μαιευτήριο.
Η σχέση μας δεν ήταν εύκολη. Ήθελα τόσο πολύ να είμαι η τέλεια μάνα και να έχω μια σχέση μαζί της σαν αυτές που έβλεπα να έχουν οι άλλες μάνες με τις κόρες τους, που το πάλεψα αλήθεια λέω το πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις. Μέχρι που μια μέρα συνειδητοποίησα, μάλλον η Νερίνα με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο ηλίθια φερόμουνα. Η Νερίνα όχι μόνο ήξερε τι ήθελε, αλλά έχοντας μελετήσει τα όπλα του αντιπάλου ήξερε και τι μάνα μπορούσα να είμαι. Και τότε κατάλαβα ότι εγώ δεν μπορούσα να είμαι μια τέτοια μάνα, δεν ήμουνα καλά ούτε εγώ ούτε αυτή. Φρενάραμε και οι δυο μας και κοιταχτήκαμε για πρώτη φορά με διάθεση να διαπραγματευτούμε, όχι να βάλουμε τα μοντέλα μας σε συζήτηση, αλλά αποδεχθούμε η καθεμιά για τον εαυτό της τα όρια της και να βρούμε τους δρόμους που θα συναντηθούμε. Και τότε άρχισα για πρώτη φορά να την καταλαβαίνω αληθινά και να τη σέβομαι σαν «αντίπαλο», κάτι που η ίδια το είχε ήδη κάνει από την αρχή της κοινής ζωής μας. Κατάλαβα ότι η Νερίνα με ξεπερνούσε, ότι δεν είχε καμία λογική να προσπαθώ να μοντάρω τη ζωή της με βάση τα κοινά αποδεκτά πρότυπα- για τα οποία για να είμαστε ειλικρινείς ελάχιστο σεβασμό είχα δείξει εγώ στη δικιά μου ζωή- και ότι ήταν καιρός εμείς οι δύο να αρχίσουμε να περνάμε καλά. Είχα μπροστά μου ένα μικρό κορμάκι που ήταν φορτωμένο με μια ευλογία που με τη συμπεριφορά μου είχε αρχίσει να γίνεται «κατάρα» για αυτήν. Γιατί η Νερίνα είναι ολάκερη αυτό που λένε ένα «μυαλό». Δεν έχει να κάνει αυτό με τις ιδιαίτερες ικανότητες της να αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω της, για αυτήν μάλιστα στην αρχή, αυτή της η ικανότητα δεν ήταν παρά ένα ακόμα κομμάτι της που της έκανε τη ζωή πιο δύσκολη. Η Νερίνα πέρασε μια φάση που θεωρούσε ότι το μυαλό της ήταν το χειρότερο κομμάτι της. Χωρίς να κάνει τίποτα την έκανε διαφορετική. Όχι γιατί μονάχα την έκανε ξεχωριστή στο μικρόκοσμό της, αλλά γιατί αυτή δεν μπορούσε να καταλάβει το μικρόκοσμό της. Ήθελε τόσο πολύ και αυτή να είναι κομμάτι του μικρόκοσμου της, αλλά όσο και εάν φαίνεται περίεργο δεν τον καταλάβαινε. Όταν ήταν μωρό γελούσε σπάνια και βαριότανε αφόρητα τα παιδικά τραγουδάκια. Μια μέρα ήταν τριών μηνών, κρατώντας την αγκαλιά και προσπαθώντας να την ηρεμήσω της είπα «ποιος έχει το πιο γκρινιάρικο παιδί;» Σταμάτησε το κλάμα και με κοίταξε. Τότε είπα «εγώ έχω το πιο γκρινιάρικο παιδί!!!!» και για πρώτη φορά ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Παιχνίδι που σε διάφορες παραλλαγές το συνεχίσαμε μέχρι που άρχισε να μιλάει και πάντα την έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Το κακό είναι ότι όλο αυτό το διάστημα που αυτή αναζητούσε τρόπο για να κατατάξει τον κόσμο γύρω της και να ενταχθεί σε αυτόν, εγώ είχα ήδη πέσει στη παγίδα της επιβεβαίωσης. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί χαλούσε την ενέργεια της προσπαθώντας να καταλάβει τους γύρω της. Τι στο καλό είχε να πει μαζί τους; Γιατί η γνώμη τους να είναι τόσο σημαντική για αυτήν; Προβολή και προσωπικές μου φιλοδοξίες θα πείτε και καλά θα κάνετε να το πείτε. Και για κακοποίηση ανηλίκου άνετα μπορείτε να με καταγγείλετε.
Και τότε η Νερίνα άφησε το σώμα της να μου πει όλα όσα αρνιόμουνα να καταλάβω και τότε κατάλαβα και φρέναρα και μαζί μου και αυτή.
Σήμερα η Νερίνα είναι ένα φυσιολογικό παιδί –για επίπεδα Νερίνας μιλάμε-. Τόσο φυσιολογική που σπάει νεύρα, καθότι ενίοτε γίνεται και χαζοχαρούμενο. Έχει αποδεχθεί τη δύναμη του μυαλού της και εγώ έχω αποδεχθεί ότι η διαχείριση της είναι δικό του θέμα. Όχι ότι συμφωνώ αλλά αυτή ξέρει, ή ελπίζω να ξέρει. Άλλωστε ένα πράγμα έμαθα ζώντας μαζί της. Αυτή παίρνει πάντα τις αποφάσεις για τη ζωή της. Κρατάω σα θετικό ότι κάποιες φορές όταν χρειάζεται να αποφασίσει για κάτι ζητάει και τη γνώμη μου και όσο περνάει ο καιρός όλο και πιο πολλές φορές συμφωνούμε.
Δε μπορώ να ξεφύγω από τη παγίδα να «θαυμάζω» τη Νερίνα, να σκέφτομαι τι θα μπορούσε να κάνει εάν αποφάσιζε να επικεντρωθεί στις ικανότητες της, ίσως φταίει το γεγονός ότι αυτού του είδους οι άνθρωποι ήταν πάντα το απωθημένο μου, αλλά ίσως τελικά η Νερίνα να έχει δίκιο. Ίσως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει και να ζήσει πραγματικά ελεύθερη, ζητούμενο της από πάντα, είναι η απελευθέρωση της από αυτό και η αποδοχή ότι δεν είναι παρά ένα ακόμα κομμάτι του εαυτού της, ίδιο και ισότιμο με όλα τα άλλα, που επιλέγει να το χρησιμοποιεί κατά βούληση για όσο θα νοιώθει ότι μια διαφορετική του αντιμετώπιση την κάνει δυστυχισμένη. Η αλήθεια είναι ότι εδώ και ένα χρόνο έχει αρχίσει, έστω και κάνοντας χιούμορ, όταν τη ρωτάμε "καλά πως το ήξερες αυτό;" όταν λέει κάτι και μας αφήνει άναυδους, να μας κοιτάει συγκαταβατικά και να λέει «μαμά είναι προφανές» για να συμπληρώσει μετά «άλλωστε είμαι ένα μικρός Αϊνστάιν με IQ μεγαλύτερο από το δικό σας» για να μας αποτελειώσει «με λίγα λόγια δεν έχω IQ φουντουκιού» και τότε ξεκαρδίζεται αυτή στα γέλια. Και μετά συνεχίζει τη ζωή της σα να μη συνέβη τίποτα.
Ξέρω ότι δεν έχει πραγματικά απελευθερωθεί από αυτό. Δε ξέρω εάν πραγματικά θα ήθελα να απελευθερωθεί από αυτό, ή εάν θα τα καταφέρει να συνεχίσει να το αγνοεί, γιατί υπάρχει ένα κομμάτι μέσα της –που αρκεί να δεις τα μάτια της για να το καταλάβεις- που συνεχίζει να της θυμίζει τη παρουσία του και τη δύναμή του, ότι ίσως απλά αναβάλλει για αργότερα τη στιγμή που θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί μαζί του και φοβάμαι για το αποτέλεσμα. Αλλά στη τελική η ζωή είναι δική της και εγώ εάν θέλω να είμαι κομμάτι της πρέπει να αποδεχθώ το ρόλο που μετά από κοινή συμφωνία μου δόθηκε –λέμε τώρα-.
Δε μου είναι εύκολο να γράφω για τη Νερίνα, ίσως αυτό να είναι το πιο «αδύναμο» και ασυνάρτητο κείμενο που έγραψα ποτέ, αλλά έτσι είμαστε εγώ και η Νερίνα και η αλήθεια είναι ότι τη λέξη «όλα» στη δική της περίπτωση, στη δική μας περίπτωση, ποτέ δε θα συμπεριλαμβάνει όλα τα «όλα», κάνοντας μας άλλες φορές να θέλουμε να ταξιδεύουμε έτσι χωρίς χάρτη και προορισμό και άλλοτε να αναζητάμε αγωνιωδώς ένα χάρτη, που όμως στη δική μας περίπτωση πρέπει να τον χαράξουμε η κάθε μια για τον εαυτό της και μετά μαζί.
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από τη περσινή παρασκευή μελομακάρονων. Γιατί το μωρό μου λατρεύει να μαγειρεύει. Για την ακρίβεια είναι ο "τσελεμεντές" μου. Θυμάται ποσότητες υλικά και το τρόπο παρασκευής, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι έχει το "μάτι". Π.χ. αυτή αποφασίζει πότε μια ζύμη είναι η ενδεδειγμένη για ότι φτιάχνουμε ακόμα και εάν είναι η πρώτη φορά που τη φτιάχνουμε.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Η αναμονή


Πέρασαν εννιά μήνες. Έξη στο κρεβάτι διότι εμείς δεν ήμασταν αγαπητέ μου αναγνώστα ότι και ότι. Η Νερίνα φρόντισε από την αρχή να κάνει ορατά τα όρια, κόβοντας μας από την αρχή οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης στο τρόπο που θα ζήσει. Εμείς ακόμα και τώρα που ξέρουμε την πικρή αλήθεια συνεχίζουμε να ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Στο κάτω κάτω είμαστε γονείς εμείς, έχουμε άγρια ένστικτα; Γονείς είμαστε, έχουμε χαρτιά που το αποδεικνύουν, τώρα για ένστικτα και πόσο μάλλον άγρια, όποιος τα βρει να μας τα φέρει πίσω…
Έτσι να 'μαι στο κρεβάτι για εξήμισυ μήνες περίπου. Στην αρχή πανικοβλήθηκα. Για κάποιο περίεργο λόγο, ενώ όταν έμαθα ότι είμαι έγκυος τρόμαξα, βλέποντας το γεμάτο λαχτάρα βλέμμα του Τάσου όταν του το είπα, ένοιωσα ότι όλα θα πάνε καλά. Και για λίγο πήγαν. Μέχρι που στο δεύτερο υπέρηχο ο Πάνος μου είπε «ο πλακούντας είναι πολύ χαμηλά, σε θέλω κάτω μέχρι νεωτέρας» και συμφώνησε και ο γυναικολόγος μου. Τον ρώτησα εάν θα ζήσει. Μου είπε ότι χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Η υπομονή δεν υπήρξε ποτέ το στοιχείο μου και η επιμονή, μάλλον η πίστη μου ότι αυτή τη φορά θα τα κατάφερνα ως νεοαποκτηθείσα δεν μου άφηνε και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Έξω με περίμενε η μαμά μου. Με ρώτησε τι μου είπε ο γιατρός και της είπα «εσύ τι φαντάζεσαι ότι μου είπε;». ήμουν θυμωμένη. Θυμωμένη με το Τάσο, θυμωμένη με τις οικογένειες μας που ήθελαν ένα παιδί, μα πάνω από όλους θυμωμένη με εμένα που επέτρεψα να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Έβαλα τα κλάματα, όταν είδα το Τάσο να έρχεται προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να τον περιμένω και είχα πάει μόνη μου στο γιατρό μου. Κάτι στο περπάτημα του μου φάνηκε περίεργο. Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε προς τα εμένα, αλλά μου έδινε την αίσθηση ότι περπατάει αντίθετα σε εμένα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι και όντας αντικειμενική, μάλλον ένα φόβο ότι θα τον αρχίσω στις σφαλιάρες τον είχε. Τότε λειτούργησα συναισθηματικά – οι ορμόνες βλέπετε - και του είπα «όλα θα πάνε καλά» σφίγγοντας τα χέρια μου μέσα στις τσέπες μου.
Το γεγονός παρέμενε. Έπρεπε να μείνω στο κρεβάτι χωρίς να ξέρω πόσο. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να μείνω ψύχραιμη για το καλό όλων μας. Τότε θυμήθηκα πως ξεπέρασε μια φίλη τη κατάθλιψη της, μετά από συμβουλή ενός δίχως αμφιβολία νοικοκύρη ψυχολόγου και πήρα ένα τεράστιο κέντημα –μετρητό παρακαλώ- που με βοήθησε να περάσω τους εννιά μήνες με σχετική λέμε ηρεμία. Λυπάμαι που το λέω αλλά το διάβασμα και η μουσική δεν βοηθούσαν καθόλου.
Κατά τα άλλα επέμενα ηλιθιωδώς να αγνοώ τα σημάδια που λέγανε ότι εγώ και το συγκεκριμένο παιδί δε θα είχαμε αυτό που λένε μια συμβατική σχέση μάνας κόρης, ή μάλλον μάνας πρώτου παιδιού ή τέλος πάντων μάνας παιδιού από καιρού Μήδειας μέχρι σήμερα. Και βέβαια δεν αντιλήφθηκα, η άφρων μάνα, ότι τα περί ελέγχου, διαπαιδαγώγησης και γιατί όχι χειραγώγησης του συγκεκριμένου παιδιού, στη καλύτερη περίπτωση ανάγονταν στη σφαίρα του μεταφυσικού και στη χειρότερη του αστείου μέχρι ξεσαλώματος. Όποτε η Νερίνα ένοιωθε πως πιεζότανε απλά την έκανε. Ούτε μιλούσε, ούτε λαλούσε, για την ακρίβεια ακούνητη και άντε εγώ να τρέχω ανεξάρτητα ώρας όπου προλάβαινα να βρω παλμογράφο να την ακούω για να ηρεμώ. Δε λάτρευε την επαφή με το πολύ κόσμο, για αυτό όταν βρισκόμουν κάπου με κόσμο χοροπηδούσε σα τρελή. Οφείλω να ομολογήσω ότι υπήρξε άψογη στο γάμο μας, ο οποίος έγινε όταν μπόρεσα να σηκωθώ και αφού είχα κλείσει πια τον έβδομο μήνα. Α, περάσαμε υπέροχα, γελάσαμε πολύ και η Νερίνα δεν έδειξε κανένα σημείο δυσανασχέτησης. Και γιατί να δυσανασχετήσει άλλωστε, αφού ήταν το κέντρο της τελετής. Αλλά και εγώ δε την ταλαιπώρησα ιδιαίτερα, μέχρι και τις γόβες έβγαλα στη μέση της τελετής και ευτυχώς που ο παπάς ήταν καλός άνθρωπος και περίμενε να τις φορέσω στο «Ησαϊα χόρευε». Θυμάμαι τη φωτογράφο να προσπαθεί να με φωτογραφήσει από γωνία που να μη φαίνεται η κοιλιά τόσο, αλλά γρήγορα παράτησε κάθε προσπάθεια, αφού και εγώ και ο καλός μου, μόνο φωτεινή επιγραφή δεν είχαμε βάλει πάνω από τη μικρή στρόγγυλη κοιλιά μου.
Μέχρι και τον όγδοο μήνα ήταν ένα μωρό με το κεφάλι κάτω. Είκοσι μέρες πριν γεννήσω η Νερίνα είχε ήδη κάνει μια μεγαλοπρεπή τούμπα και είχε σφηνώσει έτσι που τίποτα δεν έδειχνε ότι υπάρχει περίπτωση να γεννήσω φυσιολογικά. Κάπως έτσι αποκτήσαμε ημερομηνία. Δεκαπέντε μέρες πριν περίπου από την τελευταία ημερομηνία εάν γεννούσα με φυσιολογικό τοκετό. «Δευτέρα, είπα στο Παντελή, δε το συζητάω». «Ωραία, μου είπε, Δευτέρα 10 Νοέμβρη». Χάρηκα. Μου φάνηκε σημαδιακό. 10 Φλεβάρη γεννήθηκε η μαμά μου, 10 Γενάρη εγώ και 10 Νοέμβρη αυτή. Στις 22 Οκτώβρη το πρωί είχα συνεννοηθεί με το Πάνο –ο προσωπικός μου ακτινολόγος και κολλητός, υπεύθυνος για όλη την εγκυμοσύνη μου- για ένα ακόμα υπέρηχο. Πήγαμε πρωί, όταν χτύπησε το κινητό του Τάσου. Η μητέρα του είχε πεθάνει. Πήρε το πατέρα μου για να έρθει να με πάρει και έφυγε. Γύρισα σπίτι. Η Νερίνα ήταν ήρεμη, αλλά δεν ανησυχούσα. Ψιλόβρεχε μια όμορφη φθινοπωριάτικη βροχή, από εκείνη που μαντεύεις το ουράνιο τόξο πίσω από τα σύννεφα. Πέρασα τη μέρα σπίτι φροντίζοντας την τελευταία ανιψιά μου, μόλις δυόμιση μηνών για να μπορέσει η μητέρα της να μείνει στο πατρικό σπίτι. Η Νερίνα συνέχιζε να είναι ήρεμη, οι γύρω μου και ο Τάσος προσπαθούσαν να με κρατήσουν μακριά. Το απόγευμα η Νερίνα ήταν ανήσυχη, ή έτσι την ένοιωθα εγώ. Άφησα τη μικρή στη μάνα της και πήγα στο πατρικό του Τάσου. Η μαμά μου και η θεία του βάλανε τις φωνές. «Τι θέλεις εδώ, δε κάνει να στενοχωρηθείς», αλλά μόλις μίλησα με το Τάσο η Νερίνα ηρέμησε. Έτσι μείναμε μέχρι το βράδυ μαζί του και γυρίσαμε μαζί στο σπίτι μας να συνεχίσουμε το μπέιμπι σίτινγκ στην ανιψιά μου. Μέχρι σήμερα η Νερίνα δε μπορεί να κοιμηθεί εάν ο πατέρας της δεν είναι κάπου γύρω της. Άλλος ένας κανόνας της είχε μπει και εμείς παρόλα αυτά συνεχίζαμε ηλιθιωδώς να διαβάζουμε βιβλία σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση μωρών, να κάνουμε διαφωτιστικές κουβέντες με γονείς, να συλλέγουμε κάθε πιθανή πληροφορία μέχρι που πια ήμασταν σίγουροι ότι όχι μόνο τα είχαμε προβλέψει όλα, αλλά ότι τα είχαμε και όλα υπό έλεγχο.
Όλα; Ας μην είμαστε αχάριστοι αγαπητέ μου αναγνώστα. Γιατί με τον καιρό η λέξη «όλα» συνέχισε να μην τα περιλαμβάνει «όλα» τα «όλα».
Με αυτά και με αυτά ο μήνας είχε πάει εννιά η επόμενη μέρα ήταν Δευτέρα, 10 του Νοέμβρη και σύμφωνα με το πρόγραμμα είχε έρθει η ώρα εμείς και η Νερίνα να γνωριστούμε…………
Συνεχίζεται

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Αυτό σίγουρα δεν είναι κόκερ







«Ένα σκυλί, ένα κόκερ σπάνιελ, κανελί, αρσενικό». Η αμηχανία για να διαχειριστώ άτομα του φύλλου μου είχε προεκταθεί και στα φύλλα των άλλων ειδών. Έτσι κι αλλιώς εκτός από τη γάτα μου την Άτσα όλως περιέργως μόνο αρσενικά ζώα είχαν υπάρξει στη ζωή μου. Α και τη Λούση το γκριφονάκι μου, το τελευταίο ζώο που είχα. Μετά από το θάνατο της είχα αποφασίσει ότι δε θα ξαναπάρω ζώο. Και όχι μόνο.


Τρία χρόνια μετά, λίγο μετά τις 10 Αυγούστου, είμαι με το καλό μου σε ένα εκκλησάκι πάνω σε μια γκρεμίλα στην άκρη της Καραθώνας, με τη ζωή μου να έχει αλλάξει τελείως μορφή. Αποφασίζουμε να παντρευτούμε και εγώ –κατά τη προσφιλή πρακτική μου που συνοψίζεται στο γνωστό «οι καλοί λογαριασμοί ότι και να γίνει παραμένουν καλοί λογαριασμοί και με εμένα δεν έχουν και άλλη επιλογή»- ξεκαθαρίζω τη θέση μου. «Ναι θέλω να σε παντρευτώ, αλλά δεν πρόκειται να κάνουμε παιδιά. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά, μάλλον δε θέλω να ξαναπεράσω την ίδια ιστορία αναμονής ενός παιδιού που την κάνει από την εικόνα και εγώ να μη μπορώ να το πείσω να μείνει». Βλέπω στο χαμόγελο του την απογοήτευση. Με προσποιητά χαρούμενη φωνή μου λέει, «μα δεν με νοιάζει έχω αρκετά ανίψια για να παίζουμε, εμείς θα ταξιδεύουμε και στα κενά διαστήματα θα κάνουμε μπέιμπι σίτινγκ στους ταλαίπωρους γονείς. Δεν χρειάζομαι παιδιά, εγώ με εσένα θέλω να ζήσω».

Εκεί είναι που ζήτησα το κόκερ. Ήξερα ότι έζησε όλη του τη ζωή με σκυλιά και εγώ ένοιωθα ότι δεν θα ολοκληρωνότανε η στροφή στη ζωή μου εάν δεν αποκτούσα ξανά ένα σκυλί. Μόνο έτσι θα είχα «θεραπευτεί» εντελώς. Και έτσι είπα : «Ένα σκυλί, ένα κόκερ σπάνιελ, κανελί, αρσενικό».
Το απόγευμα μου είπε ότι είχε περάσει από τον κτηνίατρο μας και του είπε ότι σε λίγο καιρό περίμενε μια γέννα και θα μας ειδοποιούσε.
Όλα έμοιαζαν να έχουν τακτοποιηθεί. Ο γάμος μας είχε αποφασισθεί, ένα ταξίδι που έπρεπε να κάνω –έτσι για να κλείσω και το τελευταίο παράθυρο- είχε και αυτό κανονισθεί και μάλιστα θα πηγαίναμε μαζί, το θέμα των παιδιών είχε ρυθμιστεί, το σκυλί μας για την ώρα μεγάλωνε προστατευμένο στη μήτρα της μαμάς του και όλα μοιάζανε να μην μπορούν να αλλάξουν. Ακόμα και οι παραδοσιακές φοβίες και ανασφάλειες μου είχαν εξαφανιστεί. Όλα για πρώτη φορά στη ζωή μου έμοιαζαν να είναι απόλυτα ελεγχόμενα και πάνω από όλα ασφαλή και συνάμα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμοιαζα να έχω ΕΓΩ τον απόλυτο έλεγχο πάνω της.
Όλα ; Ας μην είμαστε αχάριστοι αγαπητέ μου αναγνώστα. Γιατί με τον καιρό η λέξη «όλα» άρχισε να μην τα περιλαμβάνει «όλα» τα «όλα».
Έξη μήνες μετά είμαι στο γραφείο. Κοιτάζω ένα τσιγάρο και προσπαθώ να αποφασίσω εάν θα το καπνίσω ή όχι. Ο Τάσος στο πίσω γραφείο μοιάζει να είναι απασχολημένος με κάτι, αλλά εγώ νοιώθω το βλέμμα του, αμήχανο και φοβισμένο.
Ένα αυτοκίνητο σταματάει έξω από το γραφείο και κάποιος φωνάζει «Τάσο». «Σε φωνάζουν» λέω, ενώ ταυτόχρονα σηκώνω το τηλέφωνο που χτυπάει. Ο Τάσος βγαίνει έξω, για να μπει μετά από λίγο χαρούμενος. «Ήταν ο κτηνίατρος, μου λέει, επιτέλους βρήκε κόκερ έτσι όπως το ήθελες, όποτε θέλουμε μπορούμε να πάμε να το πάρουμε».
«Δεν θα το πάρουμε, ήταν η Δήμητρα, θα κάνουμε δικό μας. Είμαι έγκυος» του λέω και εκεί αγαπητέ μου αναγνώστα σου ορκίζομαι ότι άκουσα το Θεό να γελάει…..
Υ.Γ. Εκείνο το τσιγάρο που λέγαμε δε το κάπνισα τελικά…


Συνεχίζεται

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Μπλογκοπαίγνιον


Αγαπητοί ανθεκτικοί αναγνώστες αυτού του blog, ήρθε η ώρα να μοιραστώ μαζί σας ένα νεανικό μου αμάρτημα. Εγώ έγραφα ποίηση. Όχι μη τρομάζετε, δε πρόκειται να δημοσιεύσω ποιήματα μου και δε γράφω ποιήματα εδώ και πάρα πάρα πολλά χρόνια. Ας είναι καλά ο Μαγιακόφσκι. Τον διάβασα (σε μετάφραση Ρίτσου, είναι σημαντικό αυτό) και έφαγα τα ποιήματά μου. Δηλαδή τα έφαγε το μαύρο χώμα και το τετράδιο με το χοντρό κίτρινο εξώφυλλο, που μέσα του υπήρχαν όλα τα νεανικά μου αμαρτήματα, εξαφανίστηκε μαζί με το τέλειο καφέ σορτσάκι, που υπαινικτικά έχω αναφέρει σε προηγούμενο ποστ (το έχουμε ξαναπεί, διαβάζουμε και τα προηγούμενα, έτσι για να διατηρούμε τη συνέχεια και τη συνοχή όσων γράφονται εδώ μέσα, λέμε τώρα, έτσι δηλαδή για να μη λέτε ότι φταίω εγώ, που όποιος καινούργιος μπαίνει βγαίνει τρέχοντας, κάνοντας συντρίμμια τα όνειρα μου για μια μεγάλη καριέρα στο χώρο της μπλογκόσφαιρας, αλλά που θα μου πάει, δε θα φτιάξω εγώ το τέλειο κέικ λεμονιού; θα το φτιάξω και τότε θα δώσω τη συνταγή και στη γιαγιά ντακ, που την έχει ζητήσει εδώ και καιρό και με βλέπω εάν συνεχίσω με αυτό το ρυθμό όταν τη βρω να τη φτιάχνει με ξυνό. Άσχετο το θυμάστε το ξυνό -για τις παλιές το λέω- που το χρησιμοποιήσουν παλιά οι νοικοκυρές αντί για λεμόνι. Ακριβώς δε ξέρω τι ήταν, η γιαγιά μου δε το χρησιμοποιούσε και κάθε φορά που τη ρωτούσα τι είναι το ξυνό, μου έλεγε "σαν το λεμονάκι του θεού παιδί μου δεν υπάρχει τίποτα άλλο". Βέβαια αυτή της η απάντηση υπήρξε η αφορμή για ένα ακόμα υπαρξιακό δίλημμα που με ταλανίζει μέχρι σήμερα, γιατί εάν δεν υπάρχει τίποτα άλλο -σκεφτόμουνα η φιλοσοφημένη παιδούλα- τότε πως υπάρχει το ξυνό; Η ερώτηση παραμένει αναπάντητη μέχρι σήμερα, γιατί εκεί που νόμιζα ότι είχε απαντηθεί με την εξαφάνιση του ξυνού από την αγορά, τελευταία σεργιανώντας -για την ακρίβεια γουγλίζοντας που λέει και η Μαριλένα (-*)- ανακάλυψα ότι το ξυνό όχι μόνο υπάρχει ακόμα σε πείσμα των λεμονιών αλλά και της η γιαγιάς μου η οποία πρόλαβε και έφυγε και έτσι δεν είδε ποτέ την επιβίωση του ξυνού στο διηνεκές, που όσο και να πεις θα ήταν μια μεγάλη απογοήτευση για αυτήν. Και εδώ κλείνει η παρένθεση, άντε να βρω το θέμα).

Τέλος πάντων διάβασα Μαγιακόφσκι και κατάλαβα ότι εγώ θα ήθελα να ήμουν αυτός. Από τη μια αντικειμενικά δε μπορούσα να είμαι αυτός, από την άλλη μου αρέσει το κρύο, αλλά όχι τόσο που να περάσω τα χρόνια μου στις στέπες και έτσι αποχαιρέτησα με παρρησία (και με ανακούφιση) τον κόσμο της ποίησης και έκτοτε δε ξανάγραψα ποτέ τίποτα.

Θα μου πείτε τώρα "καλό και σεβαστό κυρά μου να λες το πόνο σου, αλλά γιατί;» Γιατί το έχω προσέξει αγαπητοί μου αναγνώστες -και αυτό είναι για μένα και η γοητεία των blog - τις περισσότερες φορές, όταν διαβάζω κάτι στα blog, μου γεννιέται ένα "γιατί;" και όταν μου γεννιέται αυτό το "γιατί;" μετά έρχεται και το τι θα διαβάσω παρά κάτω και κάθε φορά που γίνεται αυτό, κάθε φορά που το γιατί μου ενώνεται με το πριν και το μετά του μπλόγκερ κάτι όμορφο σκάει μύτη από τη γωνία. Και στη τελική εγώ έτσι διαλέγω τα blog που διαβάζω.

Η αιτία για να γραφεί αυτό το ποστάκιον ήταν η πρόσκληση από τη Γιώτα για ένα παιχνίδι που παίζεται στην άλλη πλευρά της μπλογκόσφαιρας και πάνω κάτω λέει: "εάν δεν ήσασταν ο μπλόγκερ που είσαστε ποιος θα θέλατε να είσαστε;". Ελπίζω να έγινα κατανοητή.

Απαντώντας λοιπόν:
Εάν δεν ήμουν η μπλόγκερ που είμαι, θα ήθελα να είμαι η Αταλάντη, ο μικρός αγαπημένος μου αυτοκρατορικός πιγκουΐνος. Έτσι σαν αυτόν, τη βλέπω να παλεύει εγκλωβισμένη μα και απελευθερωμένη ταυτόχρονα, προσπαθώντας άλλοτε να σπάσει και άλλοτε να συντηρήσει το πάγο που κρατάει τα μυστικά της τέχνης της μα και του υπέροχου μυαλού της.
Αυτά και άλλα δεν έχω και όποιος θέλει συνεχίζει……...


Υ.Γ. Γιατί με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτό που μου έλειπε δεν ήταν το ταλέντο -ναι είμαι μετριόφρων ως άτομο το άτομο- αλλά το πάθος και πάνω από όλα η αφοσίωση. A και η ανικανότητα μου να μοιραστώ ή να αφήσω σε κοινή θέα τα κομμάτια μου, μα πάνω από όλα το σπαραγμό μου. Για αυτό όταν διαβάζω παιδιά σαν την Αταλάντη, ζηλεύω τόσο που σχεδόν μου έρχεται να αρχίσω να ξαναγράφω ποιήματα. Αλλά τότε έρχεται στο κεφάλι μου, σα παιδικό τραγουδάκι, το σύγνεφο με παντελόνια και κατεβαίνω γρήγορα γρήγορα από το δικό μου σύννεφο πριν γκρεμοτσακιστώ.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Αίνιγμα


Το πήρα το μεσημέρι (χάρη μου κάνανε), το τελείωσα πριν λίγο. Τι είναι;

Τώρα το πήρε η Νάσια. Με βάση το προγραμματισμό της σε 662 ημέρες θα το έχει τελειώσει.

Η Νερίνα πήγε σε πάρτυ και ζήτησε περίληψη.

Ο καλός μου κάνει λίστες ανταλλαγμάτων (αφού αυτός μου το έφερε σπίτι)

Εγώ πάλι πέρασα ένα από τα καλύτερα απογεύματα του χρόνου ....

Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους μας